Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Γιώργος Δεμερτζής : (1954- ) Σολίστ βιολιού, Καθηγητής μουσικής

 Ας κάνω αρχή με τη φωτογραφία... αυτή μ' αρέσει πολύ. 

Εδώ κρατάει, κοιτάει το βιολί του, σαν κάτι πολύτιμο, και γι αυτόν, είναι!


Μια αγαπημένη μου μουσική σύνθεση με σολίστα τον Γιώργο Δεμερτζή

Tchaikovsky: Sérénade mélancolique, Op 26 - Athens Philharmonia Orchestra




Γεννήθηκε στην Χαλκίδα το 1954 με πατέρα τον ανυπέρβλητο άνθρωπο-δημοσιογράφο-λογοτέχνη Δημήτρη Δεμερτζή εκδότη για πολλές δεκαετίες της "Προοδευτικής Εύβοιας"
Την 3η Ιουλίου του 2018 έδωσε συνέντευξη στην Ζωή Παπαδάκη (εξ ού και το κείμενο) και λέει πάρα πολλά για τη ζωή και το έργο του. 
Ας διαβάσουμε λοιπόν τι λέει ο ίδιος αντί να τα γράψω εγώ με πιθανότατα λάθη.

"Συνέντευξη της Ζωής Παπαδάκη με τον Γιώργο Δεμερτζή


Κύριε Δεμερτζή, από τον Σεπτέμβρη του 2017 βρίσκεστε στο Ηράκλειο ως συνεργάτης της Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων του Δήμου Ηρακλείου και καθηγητής βιολιού στο δημοτικό ωδείο Ηρακλείου. Μιλήστε μας για τη βιολιστική σας πορεία ως τώρα.

Είμαι βιολιστής, τώρα παριστάνω και το δάσκαλο πιο πολύ από το βιολιστή, η θέση του δασκάλου παίρνει σιγά σιγά τη θέση του ενεργού βιολιστή, όπως παίρνει η θέση του προπονητή αυτήν του ποδοσφαιριστή. Αλλά τα τελευταία σαράντα-κάτι χρόνια είμαι επαγγελματίας βιολιστής, ακριβώς 42 χρόνια για την ακρίβεια, τόσα χρόνια φορολογούμαι ως βιολιστής, και αυτό ξεκινάει την επαγγελματική μου ενασχόληση, αλλά και την ουσιαστική μου με το όργανο.

Με το που τέλειωσα το τότε Γυμνάσιο που ταυτίζεται με το σημερινό Λύκειο και με την πρώτη μου δουλειά να είναι στη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας. Σιγά σιγά τα πράγματα εξελίχθηκαν, άρχισα να παίζω λιγάκι ως σολίστας, άρχισα να φεύγω έξω, να παίζω έξω, να σπουδάζω έξω, να δουλεύω έξω σε κάποιες ορχήστρες, τελευταία ήταν ως konzertino σε μια Γερμανική, να γυρίζω πίσω με σκοπό να φτιάξω ένα κουαρτέτο, το έφτιαξα, είναι το περίφημο «Ελληνικό Κουαρτέτο», το οποίο είχε μιαν αξιόλογη ζωή, ένα από τα λίγα πράγματα, για τα οποία είμαι περήφανος. Το ίδιο το κουαρτέτο και το έργο του και η σημασία του, μαζί με τον αγαπημένο μου Δημήτρη Χανδράκη, που ήταν ο σταθερός μου σύντροφος σε όλη τη διάρκεια του κουαρτέτου. Με όλα τα μέλη είχαμε κάποιες αλλαγές, με το Δημήτρη ποτέ.

Παράλληλα ασκούσα την ιδιότητα του σολίστα και του βιολιστή, ο οποίος συμμετέχει σε συναυλίες μουσικής δωματίου με ορχήστρες ως σολίστ, με οτιδήποτε μπορείτε να φανταστείτε, και σιγά σιγά άρχισε να εντάσσεται στη δραστηριότητά μου, πολύ σιγά το διδακτικό έργο, ενδιάμεσα υπήρξε και μια πρόσκληση στην Αμερική να διδάξω στο Lawrence University, στο οποίο υπήρξα καθηγητής για τέσσερις περιόδους, τέσσερα χρόνια δηλαδή, αλλά σκοπός μου ήτανε να συγκεντρωθώ, όσο το δυνατόν στο «Ελληνικό Κουαρτέτο» και γι’ αυτό γύρισα τελικά πίσω, εγκαταστάθηκα οριστικά στην Ελλάδα, από την οποία ουσιαστικά ποτέ δεν έφυγα, γιατί η οικογένεια ζει εδώ πέρα, από το 2001 με 2002 περίπου και πλέον είμαι εδώ, όπου σιγά σιγά όλο και πιο πολύ με ενδιαφέρει η διδασκαλία.

Είστε ο άνθρωπος, χάρη στον οποίο όλος ο κόσμος γνώρισε δισκογραφικά το έργο του Νίκου Σκαλκώτα. Μιλήστε μας για αυτή σας την ιδιαίτερη σχέση με τον σπουδαίο μας συνθέτη, με τον οποίο σάς συνδέει και κοινή καταγωγή, από την Χαλκίδα.

Ο Σκαλκώτας είναι ο Έλλην συνθέτης, ο οποίος χαίρει της πολύ μεγάλης διεθνούς αναγνώρισης, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Αυτό μάλιστα, για ένα άτομο, το οποίο δεν έκανε το παραμικρό, για να την κερδίσει. Όσο ζούσε είναι γνωστό ότι βρέθηκε «παγιδευμένος», θα έλεγε κανένας, στη χώρα που λέγεται Ελλάδα, ίσως και με δική του απόφαση, αν μπορεί κανένας να το πει αυτό ή και λόγω των συνθηκών εκείνη την εποχή. Μιλάμε για λίγο πριν την κατοχή, την κατοχή, λίγο μετά την κατοχή πέθανε, το 1949.

Αλλά μετά το θάνατό του και με το ότι έγιναν γνωστά κάποια από τα έργα του, ήρθε ένας παγκόσμιος συναγερμός ότι εδώ πέρα υπάρχει ένας μεγάλος συνθέτης. Πάνω σε αυτό το γεγονός η χώρα που λέγεται Ελλάδα έκανε τα πάντα και συνεχίζει σχεδόν να το κάνει, για να υποτιμήσει αυτό το γεγονός. Δεν εξέδωσε τα έργα του, δεν τα διέδωσε, δεν έκανε τίποτα. Υπήρχε μια στιγμή μέσα στη δεκαετία του 90, τον καιρό που ο δίσκος ακτίνας, το περίφημο CD, είχε πλέον κατακτήσει τον κόσμο, όλοι έκαναν ουρές σε τεράστια πολυκαταστήματα που πωλούσαν αποκλειστικά CD, για να προμηθευτούν τις κανούργιες παραγωγές και να ψάξουν το ρεπερτόριο. Δεν θα ξεχάσω μια μέρα γύρω στο 1995, όταν στους καταλόγους, τους τεράστιους καταλόγους, ολόκληρα βιβλία, η λέξη Σκαλκώτας έπαψε να υπάρχει. Υπήρχαν κάποιοι δίσκοι, κάποια CD παλιά, κάτι Αγγλικά, τα οποία είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία. Γι’ αυτό το γεγονός ένοχη ήταν αποκλειστικά η χώρα που λέγεται Ελλάδα, η αδιαφορία της και οι υπεύθυνοι γύρω από τη μουσική σε αυτή τη χώρα.


 
Τότε βρέθηκε μια συγκυρία, με μια Σουηδική εταιρεία BIS, μια από τις καλύτερες εταιρείες στον κόσμο και μάλιστα πολύ γνωστή για την ποιότητά της, η οποία ποιότητα παραμένει αναφορά στον κόσμο των ηχογραφήσεων για όσους ξέρουνε, να δοκιμάσει τη δισκογράφηση του έργου του, ξεκινώντας με το «κοντσέρτο για βιολί» κι εμένα στη Σουηδία. Η επιτυχία αυτού του CD, του οποίου η κυκλοφορία έγινε ένα παγκόσμιο γεγονός, έγραψαν οι Times του Λονδίνου την πρώτη μέρα και στη συνέχεια όλα τα μεγάλα περιοδικά και οι κριτικές των BBC Music Magazine, το Grammophone, το πρώτο περιοδικό που βγήκε ποτέ για τις ηχογραφήσεις, το ενέταξαν στους δίσκους της χρονιάς. Μάλιστα δεν θα ξεχάσω μια φράση, η οποία συμπεριλήφθηκε σε μια επετειακή έκδοση εκείνου του περίφημου CD από την ίδια την BIS, η οποία για κάθε χρονιά εξέλεξε ένα CD που θα την αντιπροσώπευε κι ένα από αυτά ήταν αυτό, το «κοντσέρτο για βιολί». Ένα άλλο ήταν το «κοντσέρτο του Σιμπέλιους» με τον Λεωνίδα Καβάκο. Έφτιαξε ένα καινούργιο εξώφυλλο και έγραψε τη φράση που έγραψε ο κριτικός: «αν θα θέλατε να ανακαλύψετε κάτι αυτή τη χρονιά, ας είναι αυτό». Η επιτυχία αυτή προκάλεσε το ενδιαφέρον για τη συνέχεια κι έτσι φτάσαμε στο σημείο σήμερα, πάνω από το 80% του έργου του Σκαλκώτα που είναι μεγάλο, να έχει ηχογραφηθεί, να κυκλοφορεί και να μπορεί ο καθένας να το χαρεί.

Σε μερικές περιπτώσεις ορισμένοι εκδοτικοί οίκοι θυμήθηκαν τα δικαιώματα που είχαν, όπως η Universal η περίφημη στη Βιέννη, κι έτσι εξέδωσαν κάποια έργα στη μορφή που τα είχανε. Μια συστηματική, όμως, προσπάθεια καταγραφής και διάδοσης του έργου του ακόμα δεν έχει γίνει. Ίσως περιμένουν όλοι το έτος 2019, οπότε θα λήξουν τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του συνθέτη, για να αισθανθούν ορισμένοι ελεύθεροι να το κάνουνε χωρίς το φόβο των δικαιωμάτων. Περιμένουμε να δούμε όλοι τι θα γίνει.

Ανάλογη μοίρα είχε και το περίφημο αρχείο του Σκαλκώτα, ένα αρχείο που διεσώθη με τυχαίους τρόπους, τώρα τελευταία βρέθηκαν και δύο χαμένα έργα στην Αμερική, πολύ αστείο το γεγονός, τα οποία παρουσιάσαμε στο Μέγαρο, δύο κοντσέρτα, στα οποία περιλαμβάνεται το βιολί.

Άλλες λεπτομέρειες για τη ζωή αυτού του συνθέτη θα πρέπει κανένας να τις αναζητήσει σε άπειρες μελέτες που έχουν γραφτεί. Ουσιαστικά, όπως έλεγε μια Αμερικανίδα συνθέτης που εργάζεται στην Αμερική, «ακούω πολλά για τον Σκαλκώτα και ακούω λίγο Σκαλκώτα».

Για το πόσο Σκαλκώτα μπορούσε να ακούσει κανένας, εγώ έχω κάνει ό,τι μπορούσα, ουσιαστικά έχω παίξει τα πάντα που κινούνται γύρω από το βιολί, για το βιολί και γύρω από αυτό, δηλαδή βιολί, βιολί με ορχήστρα, μουσική δωματίου, τα έχω παίξει και ηχογραφήσει. Βέβαια ο Σκαλκώτας δεν είναι ο μόνος Έλληνας συνθέτης. Είναι αυτός, ο οποίος χαίρει της παγκόσμιας εκτίμησης και μάλιστα τώρα πια είναι καταλογογραφημένος ως ένας βασικός συνθέτης του 20ου αιώνα. Για να σκεφτούμε αν το όνομα Σκαλκώτας είναι γνωστό διεθνώς, προκαλώ κάποιον να μου πει το όνομα ενός Ουκρανού συνθέτη. Ξέρετε; Όλοι με κοιτάνε έτσι και ψάχνουνε να σκεφτούν. Είναι πολλοί λίγοι αυτοί που θα σκεφτούν το όνομα του Βαλεντίν Σιλβέστροφ. Ίσως ενός Σέρβου συνθέτη; Κροάτη συνθέτη; Ο πιο γνωστός Κροάτης συνθέτης έχει ένα ακόμα πιο αστείο όνομα, γιατί είναι ο Μπόρις Παπαδόπουλος, που σημαίνει ότι και αυτός είχε μια Ελληνική καταγωγή.

Εμείς στην παράξενη χώρα Ελλάδα, με την αμφίβολη παράδοση αν ανήκουμε στη Δύση ή στην Ανατολή, κάτι για το οποίο είχαν γίνει πολλές συζητήσεις, έχουμε ονόματα γνωστά, ονόματα που είναι σαν του Σκαλκώτα ενός πρωτοποριακού συνθέτη των αρχών του 20ου αιώνα, μεγάλης μορφής, αλλά και άλλα, πολλά άλλα. Εθνικούς συνθέτες, όπως τον Καλομοίρη ενδεχομένως, ονόματα γνωστά, των οποίων ένα τμήμα του έργου τους δεν είναι τόσο γνωστό, όπως του Μίκη Θεοδωράκη, του Ιάννη Ξενάκη, ο οποίος έγινε μια παγκόσμια μορφή στην πρωτοπορία και πολλών άλλων.

Εργαστήκατε και στην Αμερική μας είπατε προηγουμένως. Πότε;

Η Αμερική ήταν μια τιμητική απαγωγή που έγινε σε εμένα, δεν ήταν κάτι που το επεδίωξα. Σε κάποια φεστιβάλ που πήγαινα και έπαιρνα μέρος μού ζήτησαν να διδάξω. Δίδαξα, είναι ίσως το μέρος, όπου πέρασα καλύτερα από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, ως συνθήκες εργασίας και ως ευκαιρίες να λειτουργήσω ως μουσικός και ως ένας δάσκαλος πανεπιστημιακού επιπέδου.

Στην πρώτη μας συνάντηση μού είχατε μιλήσει για τη συνεργασία σας με το Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου (ΚΑΜ) στα Χανιά.

Το «κέντρο αρχιτεκτονικής Μεσογείου» οφείλεται σε μια δική μου «ανοησία», να προσπαθώ να γίνω αρχιτέκτονας μετά τις σπουδές μου, μπήκα κι εγώ μέσα στην τότε λογική ότι είναι αδιανόητο να γίνει κάποιος κάτι τόσο χαμερπές όπως μουσικός, θα πρέπει να σπουδάσει οπωσδήποτε κάτι σοβαρό, όπως να μπει στο Πολυτεχνείο, έτσι κι εγώ, παρόλο που αυτό ακούγεται αστείο, όχι μόνο μπήκα, αλλά μπήκα και με πάρα πολύ καλή σειρά στην Αρχιτεκτονική. Το αστείο είναι ότι ήμουν τόσο ανόητος ώστε νόμιζα ότι θα μπορούσα να τα συνδυάσω όλα αυτά και να γίνω κάτι σαν τον Ξενάκη, ένας αρχιτέκτων μουσικός. Αρχιτέκτων δεν έγινα ποτέ μου, παρόλο που οι σπουδές προχώρησαν σε σημαντικό βαθμό, ίσως και γιατί εγώ δεν είχα τότε την υπομονή να παρακολουθήσω τα όσα γινόντουσαν στο τότε Πολυτεχνείο, το χάσιμο των ετών και τον γενικότερο «χαβαλέ», ας μου επιτραπεί η λέξη, που επικρατούσε και που πολύ φοβάμαι ότι συνεχίζει να επικρατεί και στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας. Πάντως εκεί πρωτογνώρισα τον πολύ μεγάλο μας αρχιτέκτονα Δημήτρη Αντωνακάκη, ο οποίος κατάγεται από την Κρήτη και με τον οποίο κρατήσαμε έναν δεσμό προσωπικό, εγώ ως ένας περίεργος φοιτητής τότε που έγινε μουσικός και η γυναίκα μου που ήταν κι αυτή αρχιτέκτονας στο ίδιο έτος

Όταν έγινε το «κέντρο αρχιτεκτονικής Μεσογείου», το περίφημο ΚΑΜ με την αναμόρφωση του μεγάλου Αρσεναλιού τότε στα πανέμορφα Χανιά, βρεθήκαμε τυχαία με τον Αντωνακάκη και ξεκίνησε μια συνεργασία με εμένα ως μουσικό και ως μέλος του κουαρτέτου μου για την ανάδειξη του έργου του Σκαλκώτα, του Σισιλιάνου, θυμάμαι πάρα πολλά ωραία προγράμματα, τα οποία πήγαν πάρα πολύ καλά ως οργάνωση και ως γεγονός, βέβαια στον ίδιο τον Αντωνακάκη δεν νομίζω ότι του φερθήκανε όπως έπρεπε στην πόλη των Χανίων, κάποια στιγμή νομίζω ότι τον εξανάγκασαν σε απομάκρυνση. Η παρουσία μου στα Χανιά μου έφερε μια καινούργια γνωριμία, αυτή την φορά με ένα παιδί τότε που ήταν εκεί πέρα, τον Γιώργο Μαθιουλάκη, το μόνο μέλος της νεοϊδρυθείσας τότε Συμφωνιέτας των Χανίων που καταγόταν από τα Χανιά, για την οποία μου ζήτησαν να βοηθήσω στην επιλογή των μουσικών. Κι επειδή καταγόταν από τα Χανιά θεώρησα απαραίτητο να περιληφθεί και όχι μόνο Ρώσοι και Αλβανοί, όπως ήταν τότε συνήθεια των δημάρχων, να δημιουργούν τότε σε κάθε πόλη ορχήστρες από την αφθονία μουσικών που βρισκόντουσαν για λόγους ανάγκης.

Με αυτό το παιδί τότε συνδεθήκαμε σε μια περίεργη σχέση δασκάλου μαθητού, το παιδί αυτό εξελίχθηκε πάρα πολύ ως βιολιστής, αλλά η άλλη του ιδιότητα, ήταν ποδηλάτης και πολύ το απήλαυσα, γιατί λατρεύω το ποδήλατο και μιλούσα με έναν πρωταθλητή πανελλήνιο και όχι μόνο, κι από εκεί και πέρα και έναν επιχειρηματία, στον οποίο ανήκει το περίφημο ξενοδοχείο Minoa Palace, στα πλαίσια του οποίου, από κάποια στιγμή και πέρα ξεκίνησε ένα φεστιβάλ, το οποίο συνεχίζεται με μια σειρά συναυλιών, στις οποίες υπάρχει ένα πολύ αυστηρό καλλιτεχνικό κριτήριο και μια έμφαση στους Κρήτες ως προς την επιλογή.

Και να πω και μια λεπτομέρεια, ο πατέρας Αντωνακάκης ήταν βιολιστής, ήταν μουσικός, ήταν ένας άνθρωπος που γεννήθηκε στην Οδησσό, αλλά ήρθε στην Κρήτη μετά τα γεγονότα της Ρωσίας στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν από τους πρώτους δασκάλους βιολιού και από τους πρώτους συνθέτες και μέλος του πρώτου τότε Κρητικού κουαρτέτου, για το οποίο έγραψε κι ένα κουαρτέτο, το οποίο όχι μόνο παίξαμε κι ηχογραφήσαμε, αλλά κι εκδώσαμε σε μια πολυτελέστατη έκδοση με δική μας πρωτοβουλία, στα πλαίσια του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του οποίου μέλος και μια περίοδο πρόεδρος είναι ο Δημήτρης Χανδράκης.

Από τον Σεπτέμβρη έχουμε τη χαρά να σας έχουμε και στο Ηράκλειο ως συνεργάτη της Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων του Δήμου Ηρακλείου και μάλιστα σας απολαύσαμε στη χριστουγεννιάτικη συναυλία της στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη.

Η συνεργασία αυτή ξεκινάει από φέτος και συνδυάζει το Δημοτικό ωδείο με την ορχήστρα νέων, ως συνδυασμός αυτών των δύο πραγμάτων έτσι ώστε να βοηθήσω τη βιολιστική εκπαίδευση των παιδιών που ανήκουν στο ωδείο και ίσως όχι μόνο, είτε στο ωδείο είτε στην ορχήστρα. Είναι μια δράση εν εξελίξει, βλέπω ωραιότατα πράγματα, αλλά αυτό που θέλω να δηλώσω ότι είναι το πιο σημαντικό για μένα στην όλη υπόθεση, είναι αυτή η ίδια η ορχήστρα.

Αυτή η πρωτοβουλία να δημιουργηθεί μια ορχήστρα νέων, το τι μπορεί να σημαίνει αυτό και το πόσο σημαντικό θα είναι κάτι τέτοιο για την εξέλιξη του πολιτισμού αυτής της περιοχής είναι για μένα ένα τεράστιο ζήτημα. Το να περάσουμε σε μια εποχή, όπου βλέπουμε τη μουσική να μην είναι πλέον ένα εμπορικό είδος ή μια εκδήλωση ματαιοδοξίας ή μια επίδειξη πλούτου, αλλά κάτι που θα επηρεάσει την ίδια τη ζωή των νέων, τον τρόπο με τον οποίο ζούνε ως κοινωνικά όντα, έτσι όπως ήταν στην αρχαία εποχή ίσως, όπου μια πόλη και πολιτεία που πήγαινε καλά, προσέφερε στους νέους της πολιτισμό και τι είδους πολιτισμό, μουσική και μέσα στα πλαίσια της μουσικής ενέτασσαν το λόγο, πάντα μουσική. Ο πλούσιος Αθηναίος χάριζε στο παιδί του μουσική.

Για πρώτη φορά παρουσιάζετε τα σύνολα εγχόρδων της ορχήστρας σε μια αρκετά απαιτητική συναυλία με τον τίτλο «τα έγχορδα της ορχήστρας Μπαροκ-άρουν». Ποιος είναι ο στόχος αυτού του εγχειρήματος;

Αυτή η ιδέα έχει να κάνει, και της ιδέας αυτής παράγωγο είναι αυτή η συναυλία, έχει να κάνει με το εξής: τα παιδιά έχουν ανάγκη κάποια στιγμή να παρουσιάσουν και να ερεθιστούν, να μπει μπροστά τους μια πρόκληση για το τι κάνουνε, μελετάμε, μαθαίνουμε κάτι που είναι θεωρητικό ή το εφαρμόζουμε; Η παλιά μουσική και μάλιστα αυτή του Βιβάλντι, του Μπαχ για έγχορδα όργανα δίνει μια τέτοια ευκαιρία κι εδώ έχουμε κάτι, για το οποίο μπορώ να πω τώρα που το βλέπω από πίσω και με τη συνεργασία του Δημήτρη Χανδράκη, πως γίνεται πραγματικότητα και είμαι κάπως περήφανος γι’ αυτό, γιατί είναι ένα ρεπερτόριο που δεν είναι εύκολο και βλέπω τον ενθουσιασμό των παιδιών, βλέπω και το αποτέλεσμα και πραγματικά το χαίρομαι.

Αυτό είναι μια ολοκληρωμένη μορφή ορχηστρικού συνόλου, όχι πολύ μεγάλου, είναι λίγο διαφορετικό από τη μεγάλη συμφωνική ορχήστρα, για την οποία ίσως ακόμα δεν υπάρχει η δυνατότητα μιας πλήρους αυτονομίας, έτσι ώστε μια ορχήστρα να αποτελείται αποκλειστικά από παιδιά, ίσως ακόμα και στο επίπεδο των διευθυντών, έτσι ώστε κάποιοι παλιοί, οι «λευκές τρίχες» που λέω χαριτολογώντας, να περάσουνε στο ρόλο του προπονητή. Για μια τέτοια ορχήστρα, όπως ένα σύνολο μουσικής δωματίου, αυτό αρχίζω να το βλέπω εφικτό. Είναι πολύ φιλόδοξος ο στόχος, αλλά ελπίζω να εκτιμηθεί. Για το τι σημαίνει για τα παιδιά είμαι ο πιο ακατάλληλος να ρωτήσετε, ρωτήσετε τα ίδια τα παιδιά.

Ποια έργα μάς παρουσίασαν οι 14 νέοι σολίστ των συνόλων αυτών; Σας είδαμε μαζί τους και νιώσαμε στο ακροατήριο την ιδιαίτερη σχέση που έχετε αναπτύξει με τους μαθητές σας.

Αυτή η συναυλία περιλαμβάνει έργα μιας ευρύτερης μορφής της μουσικής δωματίου της Μπαρόκ εποχής. Τα μεν κοντσέρτα του Βιβάλντι είναι γνωστά, γιατί τα έγραψε ο Βιβάλντι, ο οποίος δούλευε μέσα σε ένα ορφανοτροφείο, μάλλον ένα άσυλο απόρων κορασίδων, και έκανε αυτό. Τους έμαθε βιολί και μαζί με τις κορασίδες παίζανε τέτοια μουσική, τέτοια κοντσέρτα, για να βγάζουν και κάνα φράγκο. Ερχόταν το κοινό, άκουγε, άφηνε και κάτι, έτσι οι κορασίδες τακτοποιούνταν κι εμείς έχουμε αυτό τον απίστευτο θησαυρό κοντσέρτων, τα οποία δεν είναι λίγοι, και μεταξύ αυτών ανήκω κι εγώ, που πιστεύουν ότι είναι από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα που γράφτηκαν ποτέ. Είναι πάρα πολλά τα έργα αυτά και αυτό που λέω, τόσο εγώ όσο και κάποιοι γέροι στην αλλοδαπή, για κάποιο λόγο δεν τα βαριέσαι ποτέ.

Μετά περνάμε στο κοντσέρτο για δυο βιολιά του τιτανομέγιστου Μπαχ, το οποίο ήταν μια πρόκληση για τα παιδιά, γιατί εδώ πέρα μιλάμε για ένα έργο πραγματικά δύσκολο, ένα έργο αντιστικτικό, όπου η έννοια της πολυφωνίας, με τον τρόπο δηλαδή να μιλάει κάποιος και κάποιος να μιλάει δίπλα του, αλλά να λέει κάτι σημαντικό και να τον συνοδεύει ή να τον σιγοντάρει, παίρνει την απόλυτη μορφή της σε ένα τέτοιο έργο.

Τα έργα είναι ολοκληρωμένα, δεν είναι απλοποιημένα, δεν είναι μαθητική μουσική. Αυτό που θα ήθελα να τονιστεί είναι οτι αυτή είναι μια κανονική συναυλία και θα ήθελα εγώ, αν είναι δυνατόν αυτά τα παιδιά να τα εντάξω σε μια κανονική ζωή, όχι σε κάτι που τα βλέπουμε σαν παιδάκια που παίζουν. Είναι κανονική μουσική που παίζεται από νέους, πολύ δύσκολη και πολύ απαιτητική. Ίσως σε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να συνηθίσει ο κόσμος, να το στηρίζει, αλλά και να το αποζητά. Κάτι τέτοιο θα πρέπει να συνηθίσουν οι πάντες ότι αποτελεί σήμερα τη μοναδική διέξοδο. Σε άλλες χώρες είναι πλέον μια συνηθισμένη πραγματικότητα, για να μη μιλήσω για τη χώρα που ονομάζεται Βενεζουέλα, από την οποία χαίρομαι πολύ που στο Ηράκλειο υπάρχει η αγαπημένη μου Πατρίτσια και από την οποία κατάγεται και η μεγάλη μας πλέον πιανίστα η Αλεξία Μουζά. Σχετίζονται τόσο με το Ηράκλειο όσο και με τη Βενεζουέλα, στην οποίο υπάρχει αυτό το τρομαχτικό πείραμα, το περίφημο El Systema.

Πριν λίγες μέρες δυστυχώς έφυγε και ο ιδρυτής του ο Χοσέ Αμπρέου, αφήνοντας όμως σε όλο τον κόσμο μια τεράστια παρακαταθήκη. Δική του είναι η φράση: «Δώσε σε ένα παιδί ένα βιολί και δεν θα είναι πια φτωχό». Ποια πιστεύετε ότι είναι τα οφέλη από την ενασχόληση ενός παιδιού με μια ορχήστρα όχι μόνο για τη μουσική του εξέλιξη, όπως ήδη μας έχετε εξηγήσει, αλλά και για την προσωπική και κοινωνική του συγκρότηση;

Ένα παιδί θέλει κάτι να κάνει. Το να γνωρίσει την τέχνη είναι μια διέξοδος για την προσωπική του ζωή. Εγώ νομίζω ότι η ίδια η μουσική και όχι μόνο για τα παιδιά πηγαίνει πλέον σε εκείνο το σημείο, όπου η μουσική απ’ ευθείας θα αγγίζει αυτόν που θέλει να τη γνωρίσει.

Αν εγώ σήμερα θέλω να ακούσω ένα έργο δεν είναι ανάγκη να πάω σε μια αίθουσα συναυλιών. Παλιά ήταν απαραίτητο. Κάποιος που ήθελε να ακούσει ένα συμφωνικό έργο στις αρχές του 20ου αιώνα και δεν είχε ένα παλιό γραμμόφωνο και που να το είχε δε θα απέδιδε αυτό που είναι, θα έπρεπε να πάει σε μια συμφωνική συναυλία, για να ακούσει ένα έργο. Η άλλη εκδοχή θα ήταν να είχε μια μεταγραφή του για πιάνο κι ενδεχομένως να είχε ένα πιάνο και να προσπαθεί να το γνωρίσει και να το φανταστεί. Σήμερα η γνωριμία με ένα οποιοδήποτε έργο γίνεται με το πάτημα ενός κουμπιού στον υπολογιστή. Το έργο έρχεται την ώρα που το θέλεις και αυτή είναι μια δυνατότητα που δεν μπορούμε πλέον να την αρνηθούμε. Είναι εκεί, όπως είναι το τηλέφωνο, το αυτοκίνητο, το διαστημόπλοιο, η ατομική βόμβα, τα πάντα. Είναι εκεί αυτή η δυνατότητα, πρέπει να συνηθίσουμε και πρέπει να δούμε ποιες είναι οι καλές της πλευρές και ποιες ενδεχομένως οι κακές ή αυτό που θα μπορούσε κανένας να εκμεταλλευτεί.

Αυτό έχει φέρει σήμερα, πιστεύω σε παγκόσμιο επίπεδο, σε κάποια προβληματική θέση την παλιά δομή του πώς λειτουργεί η μουσική. Η αίθουσα, η συμφωνική ορχήστρα που στηρίζεται από την πολιτεία, οι όπερες. Βλέπουμε τα οικονομικά προβλήματα, το κόστος όλων αυτών και προβλήματα τέτοια, τα οποία είναι τόσο μεγάλα, όπως τα δικά μας με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και την επιβίωσή του ή τον προβληματισμό τι το θέλαμε το κτήριο του Νιάρχου τώρα που έχουμε τόσα προβλήματα; Προβλήματα που δεν είναι ακριβώς έτσι. Πρέπει κανένας να πάει πίσω και πιο πίσω και πιο πισω να δει πότε έγιναν, με ποια λογική έγιναν, να όπως και το πολιτιστικό κέντρο Ηρακλείου, όπου βρισκόμαστε εμείς τώρα, το οποίο ίσως έγινε με μιαν άλλη λογική κι επειδή έχει καθυστερήσει τόσο πολύ η ολοκλήρωσή του, σήμερα βρισκόμαστε σε μια άλλη εποχή, στην οποία προβληματίζεται κανένας πώς θα το επικαιροποιήσει.

Πιστεύω ότι η μουσική αυτή τη στιγμή για ένα άτομο είναι ό,τι μπορεί ο ίδιος να κάνει. Δεν είναι τυχαίο ότι από τη δική μου την εποχή, όσο μπορώ να φανταστώ νέος στη Χαλκίδα στην οποία μεγάλωσα, δεν θα ξεχάσω ότι στο ωδείο Χαλκίδος στο οποίο πήγαινα υπήρχανε διακόσιες κιθάρες, διακόσια ακορντεόν, διακόσια πιάνα κι ένα βιολί. Σήμερα ένα παιδί που επισκέπτεται ένα ωδείο είναι πολύ πιθανότερο να πει θέλω να μάθω βιολί παρά θέλω να μάθω ακορντεόν, για να το πάρω σε μια εκδρομή μαζί μου. Που το ακορντεόν που θα το έπαιρνε σε μια εκδρομή μαζί του το παιδάκι των 7 χρόνων, δεν ήξερε ούτε την εκδρομή ούτε τι είναι το όργανο. Αυτά τα έλεγε ο πατέρας του. Ή την κιθάρα. Σήμερα έρχονται παιδάκια μικρά 7 ετών, 8 ετών, και λένε εγώ θέλω να μάθω βιολί. Γιατί; Γιατί το άκουσα και μου άρεσε. Η μουσική είναι μια τέχνη που δεν χρειάζεται κάποιον να μας πείσει γι’ αυτήν. Είναι εκεί. Μπορεί να τη γνωρίσει ένα παιδί, να την ακούσει και να πει εγώ θέλω να κάνω κάτι τέτοιο. Γιατί; Γιατί μου αρέσει κα θέλω να το κάνω. Αυτή η άμεση σχέση του τι σημαίνει αυτό, δηλαδή το παιδί παίρνει ένα όργανο, παίζει. Μαζί με το όργανο αυτό μπορεί να συμμετάσχει κάποια στιγμή σε ένα σύνολο και αυτό να αποτελέσει έναν τρόπο ζωής που αν οργανωθεί σωστά και αν υποστηριχθεί με ειλικρίνεια να σημαίνει κάτι καλό για τα ίδια τα παιδιά.

Να πω και κάτι, ότι οι προηγμένες πολιτικά και οικονομικά χώρες, όπως οι Δυτικές, η Γαλλία, η Γερμανία, το έκαναν σε κάποιο ποσοστό. Τηρουμένων των κοινωνικών αναλογιών τον 19ο αιώνα, ο Μπετόβεν θα έγραφε μια σονάτα, την οποία δεν την απηύθυνε στην αίθουσα συναυλιών που δεν υπήρχε ή στην ηχογράφηση που επίσης δεν υπήρχε. Κοίταζε τον εκδότη. Ο εκδότης θα εξέδιδε τη σονάτα του ή το κουαρτέτο του, το κουαρτέτο θα το αγόραζαν οι ερασιτέχνες, γιατί οι αστοί της Γερμανίας θα παίρναν τα βιολιά και τα τσέλα τους, θα μαζευόντουσαν και θα γνώριζαν το έργο του μεγάλου Μπετόβεν και όλων των άλλων. Αυτή ήταν η λειτουργία της μουσικής τον 19ο αιώνα, μια προσφορά, ένας τρόπος ζωής σε μια τέτοια χώρα.

Οπότε με αυτόν τον τρόπο χτίζεται μια παράδοση μουσική και αυτό ευελπιστούμε να συμβεί με αυτήν εδώ την ορχήστρα;

Ακριβώς. Την ορχήστρα, τη διδασκαλία. Η ορχήστρα, η οποία εννοείται ότι πρέπει να εξελιχθεί, πρέπει κατά τη γνώμη μου να αγκαλιάσει όλη την Κρήτη. Θα το έβλεπα πολύ πολυτελές να αρχίσει κανένας να φέρεται τοπικιστικά ή ωδειακά ή διασπαστικά σε αυτή τη στιγμή. Θα έπρεπε όλοι, και «δικαιούμαι για να ομιλώ», γιατί δεν είμαι Κρητικός. Παραμένω ακόμα ένας επισκέπτης, ο οποίος περνάει πολύ ωραία, αλλά είμαι επισκέπτης. Είναι λυπηρό να βλέπω διασπαστικά φαινόμενα, να γίνεται μια ορχήστρα εδώ ή κάτι άλλο εκεί, ή ωδεία ή το ένα ή το άλλο. Θα έπρεπε κανένας να το δει αυτό ως μια εθνική, θα έλεγα, υπόθεση. Μια υπόθεση, η οποία ξεπερνάει μικρές προσωπικές αποφάσεις ή μικροεγωισμούς.

Αν τα πράγματα πάνε τόσο καλά, ώστε με αναλογία προς τη Βενεζουέλα, να δω στην Κρήτη πέντε συμφωνικές ορχήστρες, που δεν το αποκλείω, γιατί το μικρόβιο αυτό εξαπλώνεται και μπορώ να πω ότι είμαι αισιόδοξος. Δεν είμαι αισιόδοξος για όλα τα ζητήματα, αλλά σε αυτό είμαι. Βλέπω την αντίδραση των νέων και τη χαίρομαι. Στην Αθήνα που έχει γίνει και μια ανάλογη του El Systema ορχήστρα παίζουνε κάποιες μικρούλες μου μαθήτριες και βλέπω ότι το ενδιαφέρον αυτό υπάρχει και μάλιστα τώρα είχα και κάποιες περίεργες προκλήσεις ενδιαφέροντος από την Ήπειρο, από παιδιά που οι γονείς λένε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Από την Ήπειρο στην Αθήνα να έρχονται τα παιδιά; Μην ανησυχείτε, θα το κάνουμε. Και καταλαβαίνω ότι πραγματικά αν η τεχνολογία, αν οι ωραίοι δρόμοι που έγιναν μπορούν να βοηθήσουν σε αυτό το πράγμα, γιατί όχι;

Η παρουσία του Μίλτου Λογιάδη ως καλλιτεχνικού διευθυντή της ορχήστρας τι ρόλο έχει σε όλη αυτή την προσπάθεια;

Ο Μίλτος, τον οποίο έχω την τιμή και τη χαρά εκτός από φίλο να έχω συνεργαστεί μαζί του και να τον γνωρίζω πολλά χρόνια, είναι συνδεδεμένος στα μάτια μου με την περίφημη «Ορχήστρα των Χρωμάτων» με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον οποίο επίσης τον πρόλαβα και είχαμε εξαιρετικές συνεργασίες. Είναι μια προσωπικότητα. Εννοείται ότι πρέπει κανένας να στηριχθεί στις προσωπικότητες που μάλιστα κατάγονται από αυτή την πόλη. Είναι αυτονόητο. Εδώ δεν έχω να προσθέσω κάτι. Εννοείται ότι έτσι πρέπει να γίνεται. Και μάλιστα, κάποια στιγμή, με έναν πολύ συστηματικό τρόπο, να αναζητηθούν, να συλληφθούν, να απαχθούν όλοι οι καταγόμενοι από αυτό το νησί, να συγκεντρωθούν και να τεθούν προ των ευθυνών τους γύρω από την ανάπτυξη αυτού του τόπου. Για τον τόπο τους να προσφέρουν απλόχερα και ελπίζω να συμφωνήσουνε. Εγώ πιστεύω ότι θα συμφωνήσουνε. Ένας καλός μουσικός, κι ο τόπος αυτός έχει παράγει εξαιρετικούς μουσικούς με παγκόσμια ακτινοβολία, όταν μπαίνει μπροστά σε τέτοια θέματα, συνήθως είναι ειλικρινής. Το θέμα είναι να τους ακούσουνε.

Μιλήστε μας για τη σχέση βιολιστή δασκάλου με τους μαθητές του. Για έναν μαθητή πιστεύετε ότι είναι καταλυτική η φιγούρα του δασκάλου για την εξέλιξή του;

 Εδώ πέρα μιλάμε για κάτι, στο οποίο δυσκολεύομαι μπορώ να πω να απαντήσω, γιατί είναι μια προσωπική ερώτηση. Πιστεύω ότι η σχέση δασκάλου με τον μαθητή του, σε πολλές περιπτώσεις είναι σαν τη σχέση πατέρα και παιδιού. Ο δάσκαλος βλέπει στον μαθητή μια συνέχεια του εαυτού του, τον εμπνέει, τον κεντρίζει, τον ενημερώνει που είναι ενδεχομένως μια από τις πλευρές. Η δική μου η σχέση, έχει μετατραπεί σε μια σχέση έρωτα για τα παιδιά μου. Τα αγαπάω πάρα πολύ και τα νοιάζομαι. Αλλά αυτό είναι κάτι το προσωπικό. Δεν θεωρώ ότι κάποιος συγκινείται από αυτό. Με στηρίζουν, τα στηρίζω, κάνω ό,τι μπορώ, για να τα βοηθήσω. Μετατρέπεται σιγά σιγά σε μια προσωπική σχέση. Μπορώ να πω ότι έχω κρατήσει σχέση με όλους μου τους μαθητές, όπως κι εμείς κρατήσαμε μια σχέση με το δάσκαλό μας μέχρι την τελευταία του πνοή. Αναφερόμενος στον μέγιστο Στέλιο Καφαντάρη, του οποίου είχα την τιμή να είμαι, ίσως και ο πρώτος μαθητής που τέλειωσε.

Κάποια στιγμή αυτό που κάνουμε, το να παίξουμε βιολί που είναι ένα μέσον, με το οποίο κάνουμε μουσική, ένα όργανο, είναι μια παράδοση. Μπορώ να πω ότι είναι και μια αυθαιρεσία. Γιατί το βιολί είναι έτσι; Γιατί υπάρχουν αυτά τα πράγματα; Δεν ξέρω, δεν μπορώ, δεν είναι λογικά ερμηνευόμενα. Είναι αυτό που είναι και είναι μια παράδοση. Είμαστε φορείς μιας παράδοσης. Κι εγώ γνώρισα κάποιους μεγάλους που ήταν οι φορείς της πολύ μεγάλης παράδοσης στον κόσμο εκείνη την εποχή. Τώρα τα παιδιά δεν έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν από το να σχετίζονται μαζί μας. Οι φορείς της παράδοσης γίναμε εμείς. Τι να κάνουμε; Αυτοί είμαστε. Οπότε παίρνουν κάτι, και γνωρίζουν κάτι από το πώς ήταν τα πράγματα, για να το πάνε ένα βήμα παρακάτω. Αλλά σήμερα βλέπω νέους που πάνε πάρα πολύ καλά. Ακούω βιολιστές που παίζουν εξαιρετικά, ονόματα, φίλους, παιδιά φίλων τα οποία πάνε πάρα πολύ καλά. Μου κάνει εντύπωση αυτό. Γι΄αυτό και λέω ότι είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος. Περισσότερο αισιόδοξος για τα ίδια τα παιδιά, συγκρατημένα αισιόδοξος για το πώς θα φερθούνε απέναντι σε αυτά τα παιδιά, όταν θα το ζητήσουνε.

Εάν τα ίδια τα παιδιά κάποτε γίνουνε και ηγέτες της μοίρας των τότε τα πράγματα θα πάνε σίγουρα καλύτερα. Όταν ηγούνται τέτοιων φορέων άτομα, τα οποία δεν την αγαπούν αυτή την υπόθεση, δεν έχουν κάποια σχέση, είναι σα να βάλλετε εμένα πρύτανη της θεολογικής σχολής, δεν έχω καμία σχέση. Ακόμα κι αν το αγαπώ, δεν έχω καμιά δουλειά με αυτό. Ή να με βάλλετε υπουργό αμύνης. Με την ίδια έννοια δε θα ήθελα να έχω από πάνω μου κάποιον, ο οποίος δεν αγαπά αυτό που κάνει. Εδώ πέρα, αν έβλεπε κανένας χώρους στη Γερμανία, θα έβλεπε την ουσιώδη διαφορά, τι σημαίνει οι πολιτικοί ηγέτες να έχουν σχέση με το αντικείμενο που λέγεται τέχνη. Δε θα ξεχάσω ότι στην Konstanz, όπου έκανα ένα διάστημα στην ορχήστρα την εκεί εξάρχων, ο δήμαρχος ήταν μαθητής μου στο βιολί. Έκανε μαθήματα βιολιού με εμένα. Και βέβαια όλοι αυτοί ήταν οι ηγέτες, αυτό που λένε στο εξωτερικό «Board of trustees» της οποιασδήποτε συμφωνικής ορχήστρας, μια ομάδα προυχόντων της πόλης, η οποία την προστατεύει και αποφασίζει για την τύχη της, την ελέγχει. Εγώ τον θέλω τον έλεγχο. Την ελέγχει αλλά με τα κριτήρια του ανθρώπου, ο οποίος λέει: «ξέρετε κάτι, εσείς υπάρχετε εδώ για μας και παίζετε κάποιον συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό ρόλο στην εξέλιξη αυτού που λέγεται μια γερμανική πόλη». Είμαστε εμείς γερμανική πόλη; Όχι.

Εμείς έχουμε τη χαρά και την πρόκληση να τα δούμε τα πράγματα από την αρχή. Αλλά κάποια στιγμή πρέπει κάτι να γίνει. Και πρέπει ίσως να δούμε ότι ο άνθρωπος, το παιδί που παίζει ένα όργανο είναι πιο σημαντικό από την κτηριακή υποδομή και ό,τι αυτό σημαίνει, η οποία όμως θα έπρεπε να του παρέχεται ως μία κάλυψη. Κτηριακή υποδομή, όργανα, τα πάντα. Να μην βλέπουμε μονάχα αυτό το αντικείμενο σαν μια οικονομική ευκαιρία.

Κύριε Δεμερτζή ευχαριστώ για την εξαιρετική τιμή να μου παραχωρήσετε αυτή τη συνέντευξη. Σας εύχομαι να διδάξετε πολλές ακόμα γενιές βιολιστών και να είστε γερός να τους καμαρώνετε.

 Πηγή: Ζωή Παπαδάκη
...................................................................................................................................................................

Φυσικά το λήμμα Γιώργος Δεμερτζής θα εμπλουτισθεί με άφθονο υλικό που θα προστίθεται συν τω χρόνω.



Δεν υπάρχουν σχόλια: