Γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1952 στη Χαλκίδα ως Μαρία Ελένη Σακκά.
Καταγόταν από τα Ψαρά από τον πατέρα της και από την πλευρά της μητέρας της από την Πύλο. Η Ψαριανή οικογένεια από γιαγιά της είχε ρίζες από την οικογένεια Λεοντή (από την οποία καταγόταν και ο Ιωάννης Λεοντής, γνωστότερος ως Ιωάννης Βαρβάκης).
Φοίτησε στο Αρσάκειο όπου είχε επεισοδιακά μαθητικά χρόνια, σπούδασε κυβερνητική στο Παρίσι.
Αρθρογράφος, συγγραφέας, αρχισυντάκτρια, παρουσιάστρια σατυρικών δελτίων ειδήσεων, ακόμη και ρεμπέτισσα σε πάλκο για λίγους μήνες, η Μαλβίνα Κάραλη υπήρξε μια σαρωτική προσωπικότητα που αποτέλεσε σχολή για δημοσιογράφους και όχι μόνο. Κείμενα της φιλοξένησαν η Απογευματινή, η Ελευθεροτυπία, το Φαντάζιο, τα Επίκαιρα, η Γυναίκα, το Κλικ, το Ο1, το Symblo του Επενδυτή. Τηλεοπτικά έχει αφήσει ιστορία κυρίως με τις απολύτως προσωπικές και ιδιοσυγκρασιακές συνεντεύξεις επωνύμων που έκανε στο Seven και βέβαια με τα σατυρικά δελτία ειδήσεων Malvina Line (ΣΚΑΪ), Malvina Hostess (Mega), Μalvina Rixten.
Καταγόταν από τα Ψαρά από τον πατέρα της και από την πλευρά της μητέρας της από την Πύλο. Η Ψαριανή οικογένεια από γιαγιά της είχε ρίζες από την οικογένεια Λεοντή (από την οποία καταγόταν και ο Ιωάννης Λεοντής, γνωστότερος ως Ιωάννης Βαρβάκης).
Φοίτησε στο Αρσάκειο όπου είχε επεισοδιακά μαθητικά χρόνια, σπούδασε κυβερνητική στο Παρίσι.
Αρθρογράφος, συγγραφέας, αρχισυντάκτρια, παρουσιάστρια σατυρικών δελτίων ειδήσεων, ακόμη και ρεμπέτισσα σε πάλκο για λίγους μήνες, η Μαλβίνα Κάραλη υπήρξε μια σαρωτική προσωπικότητα που αποτέλεσε σχολή για δημοσιογράφους και όχι μόνο. Κείμενα της φιλοξένησαν η Απογευματινή, η Ελευθεροτυπία, το Φαντάζιο, τα Επίκαιρα, η Γυναίκα, το Κλικ, το Ο1, το Symblo του Επενδυτή. Τηλεοπτικά έχει αφήσει ιστορία κυρίως με τις απολύτως προσωπικές και ιδιοσυγκρασιακές συνεντεύξεις επωνύμων που έκανε στο Seven και βέβαια με τα σατυρικά δελτία ειδήσεων Malvina Line (ΣΚΑΪ), Malvina Hostess (Mega), Μalvina Rixten.
Με το πραγματικό της όνομα (Μαίρη Σακκά) συμμετείχε στις ταινίες «Ορφανή σε ξένα χέρια» (1962) του Ερρίκου Θαλασσινού, «Κατρακύλισμα... στο βούρκο» (1962) του Σπύρου Ζιάγκου και «Ορφανή στους πέντε δρόμους», του Παναγιώτη Κωνσταντίνου.
Εργάστηκε επί χρόνια ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες όπως η Απογευματινή και η Ελευθεροτυπία και ως αρθρογράφος στα περιοδικά Φαντάζιο, Επίκαιρα, Γυναίκα, Κλικ και 01.
Η τηλεοπτική της καριέρα ξεκίνησε στην ΕΡΤ («Οι Νότες και τα Λόγια» 1988-1989, «Μαγειρική Τέχνη» μαζί με τον Δημήτρη Ποταμιάνο 1992-1993) και συνέχισε στους τηλεοπτικούς σταθμούς Seven («Mea Culpa» 1992-1993), ΑΝΤ1 («Το Έγκλημα της Δευτέρας/Τρίτης» 1993-1994, «Όσο υπάρχουν Έλληνες» 1994), STAR («Βίοι Αγίων» 1995, «Μαλβίνα Ρίχτεν» 1999), ΣΚΑΪ («Μαλβίνα Live» 1995-1997, «Αρνάκι με κους-κους», 1996), MEGA («Μαλβίνα Hostess» 1997-1998), EXTRA («MalviNight» 2001), κ.ά.
Οι πιο δημοφιλείς εκπομπές της ήταν το Mea Culpa (Seven), Μαλβίνα Live (ΣΚΑΪ), Μαλβίνα Hostess (MEGA), Μαλβίνα Ρίχτεν (STAR). Ο χαρακτήρας αυτών των τηλεοπτικών σόου, που συνήθως προβάλλονταν πριν ή μετά το κεντρικό δελτίο ειδήσεων, ήταν επιθεωρησιακός.
Παράλληλα, ως σεναριογράφος, τιμήθηκε με δύο κρατικά βραβεία σεναρίου για τις ταινίες «Ξένια» (1989) του Πατρίς Βιβάνκος και «Κρυστάλλινες Νύχτες» (1992) της Τώνιας Μαρκετάκη. Συνυπέγραψε επίσης τα σενάρια στις ταινίες «Αρχάγγελος του Πάθους» (1987) του Νίκου Βεργίτση και «Ζωή χαρισάμενη» (1993) του Πατρίς Βιβάνκος.
Έγραψε τα βιβλία «Αθώος σαν αγαπημένος» (εκδ. Καστανιώτη, 1989), «Τα κορίτσια στη σαβάνα» (εκδ. Νεφέλη, 1991), «Πιο πολύ, πιο πολλοί» (εκδ. Αστάρτη, 2000), «Έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες» (εκδ. Κάκτος, 1996), συλλογή κειμένων από τη στήλη της «Επ' αυτοφόρω» στο περιοδικό «Γυναίκα» από την περίοδο 1989 έως 1996 καθώς και σειρά πέντε βιβλίων μαγειρικής υπό τον γενικό τίτλο «Η κουζίνα της Μαλβίνας» («Συνταγές για κόρες ακαμάτρες», εκδ. Αστάρτη 1999, «Μαλβινέζικα», εκδ. Αστάρτη, 1999, «Συνταγές για κουζίνα αποψάτη», εκδ. Αστάρτη, 2000, «Πιάτα της απάτης», εκδ. Αστάρτη, 2000, «Συνταγές κατάλληλες για όλους», εκδ. Αστάρτη, 2001). Επίσης, έγραψε την μυθιστορηματική βιογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη («Γλυκό κορίτσι», εκδ. Αστάρτη, 1997).
Το βιβλίο "Σαββατογεννημένη" (εκδ. Τσαγκαρουσιάνος, 2005 - με κείμενά της από το περιοδικό Symbol της εφημερίδας Επενδυτής), κυκλοφόρησε μετά το θάνατό της.
Έκανε τρεις γάμους και απέκτησε τρία παιδιά. Ο πρώτος γάμος της ήταν με τον βιβλιοχαρτοπώλη Βαγγέλη Κάραλη, ο δεύτερος με τον σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα και ο τελευταίος με τον συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλο.
Πέθανε (από καρκίνο) στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2002 .
Πέθανε (από καρκίνο) στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2002 .
Δύο ιερά τέρατα στο "γυαλί"
Σε PlayList:
Πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση του Lifo για την Μαλβίνα! Τα λένε σχεδόν όλα!
Πατήστε τον σύνδεσμο...
Κείμενα
Πάλι
Χάραμα στο κρεβάτι – πρώτο τσιγάρο της μέρας. Δολιχοκέφαλος αρκούδος στα παπλώματα. Τυπικός καλοπροαίρετος, τις νύχτες γίνεται βιολί. Αφού το κεφάλι του ανάμεσα στον ώμο μου και το μάγουλο, άρα βιολί. Παίζω πάλι. (Για πόσο.) Πρωινό του Σαββάτου με τους Αιγύπτιους και τους Πακιστανούς της Σοφοκλέους. Περπατάω στην κάτω πόλη με τον Σ., τον Α., την Α. Ιρακινοί φίλοι υποδέχονται τους νεοφερμένους με χαμόγελα. Κερνάνε νεράκι εμφιαλωμένο. Καφέ με κάρδαμο. Η Γάντα, η νεαρή Αιγύπτια φίλη μου, με βάζει για δέκατη φορά να της ξαναγράψω το τηλέφωνό μου. Αγοράζω κασέτες και αιγυπτιακή λεμονίτα. «Αγκάπη μου, λατρεύεις Αίγκυπτο, έτσι δεν είναι;» Ανατολή. Μέση οδός δεν υπάρχει. Ή λατρεύεις ή απεχθάνεσαι. Η Α. χώνεται στους Κινέζους και αγοράζει φόρεμα με το μοναδικό της χαρτονόμισμα. «Λεφτά για μεσημεριανό φαγητό ή φουστάνι;» ρωτάει. Φουστάνι, φυσικά. Έκπαγλο λουσάτο κουρέλι. «Σίγουρα Σότρις, αγάπη μου», θα της λένε τα βράδια στο Ζάζα’ς, τα ψώνια με τα κραυγαλέα, τα υπερτιμημένα κουρέλια τους.
Επιστρέφω απόγευμα στο κρεβάτι, ανοίγω το τελευταίο βιβλίο του Χανίφ Κιουρέισι. Μεσάνυχτα όλη μέρα. Εξ αφορμής μιας πρότασης στο οπισθόφυλλο το πήρα. «Είμαστε αλάθητοι», λέει, «στην επιλογή του εραστή μας, ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο. Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο». Εσύ, πάλι, λες πως με κάτι τέτοιο εκνευρίζεσαι. Πως οι άνθρωποι με αντίστοιχες απόψεις είναι για σφαλιάρες. Θυμώνω. Καλά κάνω και θυμώνω. Δίκιο έχεις. Εδώ και χρόνια πια το ξέρω. Με την άρρωστη κεκτημένη του Μπατάιγ πόσο θα πας; Μια δυο φορές στη ζωή σου. Εγώ τις πήγα, τέλειωσα. Όξω απ΄ την παράγκα οι αταίριαστοι. να τους αγαπάμε. Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε. Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς. Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε. Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο, αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό. Και δεν φταίει αυτός. Του το έπαιξες καλά. Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει – αυτός φταίει. Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη. Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο: για να το απαξιώσεις σύντομα. Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος. Για να νιώσεις ανώτερος από τον εσφαλμένο. Γιατί από το λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις με όσο το δυνατόν λιγότερη οδύνη. Με απώλειες μηδαμινές. Επιλέγω «ανάξιο εραστή» σημαίνει επίσης: αναβάλλω τον έρωτα, αλλά συγχρόνως δεν κλείνω την πόρτα στην ελπίδα θα φύγει ο πρόσκαιρος και λίγος, και κάποια μέρα θα έρθει ο ανάξιος. Αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι η ώρα μου. Τώρα φοβάμαι οτιδήποτε μπορεί να πάρει μορφή αμετάκλητου. Την ισόβια συνύπαρξη, ιδίως.
«Επιλέγεις λάθος άνθρωπο, δηλαδή, για να το σκάσεις πιο εύκολα; Και τότε πώς εξηγείται το γεγονός πως καμιά φορά κολλάς στο λάθος πρόσωπο εκατό χρόνια;», ρωτάει η μεταμεσονύκτια φίλη. «Κατά τη γνώμη μου, μείνεις, φύγεις, το ίδιο κάνει», λέω. «Πάλι κολλάς, για να γλιτώσεις από μια ουσιαστική δέσμευση. Η λάθος επιλογή σού διασφαλίζει κατά κανόνα ανεξαρτησία. Σε ασφαλίζει από τον πόνο τού να βρεθείς ακάλυπτος, εκτεθειμένος μπροστά στον όμοιό σου. Γιατί, αν με τον όμοιό σου τύχει στραβή, τότε δεν γιατρεύεσαι. Πένθος αμετάκλητο μετά». Νύχτα, δυόμισι χρόνια πριν. Τρέχαμε με ένα φίλο στο Μούλτι Κούλτι – στο δρόμο απορούσε: «Μα πώς έγινε και πήγα και ερωτεύτηκα αυτό το πράγμα; Η προηγούμενη αγάπη μου διάβαζε στίχους της Σύλβια Πλαθ. Ίδια τραγούδια, ίδια κουλτούρα. Ήθελα να θέλω. Και όμως, δεν με μάγευε παρά μόνο το ασπόνδυλο. Το ριζικά ακαλλιέργητο πλάσμα. Λες πως θα μου περάσει; Αηδιάζω με τον εαυτό μου έτσι που έμπλεξα. Άλλωστε, ξέρεις πως αυτά τα παθιασμένα τα κοροϊδεύω».
Όχι, χαρά μου, δεν θα σου περάσει, σκεφτόμουν. Απλώς εκεί που κόβεσαι πως δεν θα μπορείς χωρίς την άξεστη αγάπη σου, πολύ σύντομα θα βρεις αφορμή και θα φύγεις. Και θα πεις πως δεν πήγαινε άλλο. Που πάντα πάει, άμα θες. Μετά, τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το πάθος της συντήρησης, θα μοιάσεις τότε ακόμα περισσότερο στους ήρωες που σιχαίνεσαι. Σε κάθε συνάντησή σου με ίσο σου άνθρωπο θα βάζεις μπροστά σαν πανοπλία το άξεστο πλάσμα. Ο λίγος ίσκιος σου θα σε θωρακίζει από την οδυνηρή συνάφεια με τον παρεμφερή σου. Κανονικά πρέπει να χρωστάς ευγνωμοσύνη γι΄ αυτό στην άξεστη αγάπη σου. «Σε ευχαριστώ, ακαλλιέργητο πλάσμα, που η επινοημένη μου εμμονή για σένα με προστάτεψε. Δεν πήγα να καώ με την καλή περίπτωση. Να χάσω την ανεξαρτησία μου. Τη μαγκιά μου. Να γίνω κουρέλι». Αν δεν υπήρχε το φάντασμα του άξεστου ανθρώπου, θα αναγκαζόσουν κάποια στιγμή να ζήσεις κι εσύ με έναν όμοιό σου το οδυνηρό πράγμα που λέγεται ζευγάρι, θα αναγκαζόσουν να είσαι τρυφερός, να αγαπήσεις στ΄ αλήθεια.
Έκλεισα το βιβλίο του Κιουρέισι – δεν είχα και πολύ κέφι για διάβασμα. Την ώρα που ντυνόμουν για να βγω, θυμήθηκα τον Κ. Άνθρωπος της νύχτας. Παρουσιαστικό τρομαχτικό. Ένας Βίκινγκ με μυαλό πεντάχρονου. Με συμπαθούσε. «Όταν ήμουν νέος», μου εξομολογήθηκε μια νύχτα, «σαν να με μούντζωσε ο Θεός και πήγα κι ερωτεύτηκα. ‘Ηταν μια καριόλα, δεν βάζει με το νου σου. Παίρνω το αεροπλάνο και ανεβαίνω Θεσσαλονίκη να τη δω. Τρελαμένος, θέλω να της πω πόσο ερωτευμένος είμαι, θέλω να πεθάνω μαζί της. Κατεβαίνω παράλυτος. Χέρια, πόδια, δεν μπορώ να τα μανουβράρω. Τη βλέπω να με περιμένει στο αεροδρόμιο. Την κοιτάζω. Και ύστερα την πλακώνω στο ξύλο. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου. Την τσάκισα. Πήρα το επόμενο αεροπλάνο και γύρισα. Αυτή ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ακόμα την αγαπάω την πουτάνα. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου…»
Μεθεόρτια γενεθλίων στο γαλλικό. Αγάπη πολλή, δεν βάζεις με το νου σου. Σε τσάκισα.
. . .
Μαλβίνα Κάραλη : Σαββατογεννημένη, εκδόσεις 01Κείμενα, 2005, σελίδες 153-157
. . .
Μαλβίνα Κάραλη : Σαββατογεννημένη, εκδόσεις 01Κείμενα, 2005, σελίδες 153-157
Δεν με ελκύει η ξεδιαντροπιά της εξίσωσης
Δεν με ελκύει η ξεδιαντροπιά της εξίσωσης:
Στον έρωτα η καλύτερη του ενός είναι η χειρότερη του άλλου.
Εγώ αυτήν την τάξη δεν πρόκειται ποτέ να την περάσω.
Γι’ αυτό, σκασιαρχείο καλύτερα.
Εμένα κάνε με κύκλο ομόκεντρο, να νιώθω τη συγγένεια.
Και τότε η καλύτερή σου είναι η καλύτερή μου.
Αλλά ομόκεντρο.
Αλλιώς ζηλεύω.
Κι όταν ζηλεύω γίνομαι έξυπνη.
Και όταν γίνομαι έξυπνη, τα καταστρέφω όλα.
Χάριν του κίβδηλου ενστίκτου που αφορά τους χαμηλούς.
Και που το λένε αυτοσυντήρηση.
Και που δεν με αφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου