Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1907 με καταγωγή της μητέρας του από Χαλκίδα.
*Ήταν υπάλληλος του Επικουρικού Ταμείου Υπαλλήλων Πετρελαιοειδών. Περνούσε τις ελεύθερες ώρες του με το γράψιμο και το διάβασμα στη «Δημοτική Βιβλιοθήκη» του Πειραιά. Έκανε συχνά παρέα μέ τους νεαρούς, τότε, διανοούμενους, Γιώργο Καρατζά, ποιητή πρόωρα χαμένο, φοιτητή της Νομικής Σχολής τότε, τον επίσης πρόωρα χαμένο ποιητή Νίκο Καββαδία, τον αείμνηστο γιατρό Γιώργο Ρόζεμπεργκ, τον Μιχάλη Παπαθεοδώρου, το Γιώργο Βουνελάκη, φοιτητή της Νομικής τότε και άλλους που αποτελούσαν μιά από τις ζωηρότατες φιλολογικές παρέες νέων στον Πειραιά. Στην παρέα εκείνη ο Μανώλης Αλεξίου, πράος και μειλίχιος, αλλά πάντα με θερμά ενδιαφέροντα για την Τέχνη και την κοινωνία, ήταν εξαιρετικά συμπαθής. Αργότερα ο Μανώλης Αλεξίου έγινε διευθυντής του ταμείου στο όποιο εργαζόταν. Ο πόλεμος, οι περιπέτειες του έθνους, οι μετοικήσεις και ανασυνδυασμοί της ζωής είχαν διαλύσει την παλιά πειραιώτικη παρέα. Μα οι θύμησες κρατούσαν ζωντανή την αγάπη. Ο Μανώλης Αλεξίου πέθανε στα 1963, νέος ακόμα. Παρουσιάστηκε στα Γράμματα από τις στήλες έγκυρων περιοδικών της Αθήνας και του Πειραιά από το 1929. Συλλογές ποιημάτων εξέδωσε δύο: τα «Τοπία δίχως ουρανό», στα 1935 και στα 1960 τη «Μουσική με σπασμένα πλήχτρα». Η ποίηση του Μανώλη Αλεξίου είναι ποίηση νοσταλγίας εκείνου που δεν ήρθε. Και η πίκρα για κείνο που ήρθε και δεν μας ικανοποίησε. Η νοσταλγία της χαράς που χάθηκε, χωρίς ποτέ ναρθή. Η λαχτάρα του ανέφικτου παράδεισου. Στο χάσμα ανάμεσα πραγματικότητα και όνειρο ανθίζει η ποίηση του Μανώλη Αλεξίου. Στο χάσμα αυτό ανθίζει όλη η ποίηση. Η όποια ποίηση και αυτή που μένει σ’ ενα καθαρό λυρισμό, στην προσωπική περιπέτεια, και αυτή, που το «εγώ», μπολιασμένο στο μεγάλο δέντρο του «εμείς», εκφράζει τη μεγάλη περιπέτεια ενός συνόλου ή του συνόλου. Χωρίς να σημαίνει αυτό, ότι ο ποιητής δεν εκφράζει πάντα και άλλων ανθρώπων την περιπέτεια, όταν εκφράζει αυθεντικά τη δική του. Όλη η ποίηση που εκφράζει αυθεντικά βιώματα εκφράζει τους ανθρώπους ή σύνολα ανθρώπων. Και η ποίηση, η λυρική και η κοινωνική, και η ποίηση ιδεών, φτάνει τις ιδέες να τις έχει βιώσει αυθεντικά ο ποιητής. Ο Μανώλης Αλεξίου είναι ποιητής με αυξημένη ευαισθησία και πλούσιο λυρικό κόσμο. Η προσωπική του περιπέτεια... στη διαδρομή από τη ζωή, αποτελεί το συγκινησιακό έναυσμα της ποιητικής του δημιουργίας: ο χαμένος στην άχλύ μακρινών οριζόντων παράδεισος:
Λόγχες τα κατάρτια φτάνουν ως τον ουρανό / και ξερνούν οι τσιμινιέρες την καπνιά που κλώθει, / Το λιμάνι το δικό μας είναι πιο στενό: / Δε χωράνε για ν΄ αράξουν όλοι μας οι πόθοι... και...
Ριζοσπάστης 21/3/2004(ΑΠΟ το Καλπάκι, την Ακροναυπλία, το Επταπύργιο - Γεντί Κουλέ, τις φυλακές Αβέρωφ, της Αίγινας, Συγγρού, Κέρκυρας, Πάτρας, Βούρλων - Κάστορος, Κεφαλονιάς, Ιντζεδίν... Φυλακές... Ολούθε φυλακές. Ακόμη κι οι αίθουσες του Εθνικού Αρχαιολογικού μας Μουσείου έγιναν φυλακές... Στις αίθουσες αυτές το μεταδεκεμβριανό κράτος στοίβαζε εκατοντάδες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, κυρίως ΕΠΟΝίτες, ανάμεσά τους κι ο ποιητής Μανώλης Αλεξίου που αφιέρωσε στη φυλακή αυτή ένα πολύ χαρακτηριστικό, αλλά και πολύ ταιριαστό για την περίπτωση ποίημα που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Γενιά».
Ὑπάρχουν
. . .
Ὑπάρχουν στὸν ἀπέραντο κόσμο, σ’ αὐτὴ τὴ γῆ,
βουνοκορφὲς ἀπάτητες, ἄγρια παρθένα δάση,
θάλλασες ποὺ ἔχουν σκεπαστῆ μὲ ὁμίχλη καὶ σιγή,
ποὺ δὲ θὰ δῶ, ποὺ τἄχω χάσει.
Γιὰ ἐμὲ θὰ μείνουν ἄγνωστες, ὄνειρα μακρυνά,
οἱ πολιτεῖες ποὺ νοσταλγῶ, χαμένες Ἀτλαντίδες.
Γύρω πουλιὰ φασματικὰ πετοῦν στὰ σκοτεινὰ
κ’ οἱ τελευταῖες μου ἐλπίδες.
Μὰ τρέμω μήπως δίπλα μου, κοντά μου ἴσως πολύ,
κι ἂς μὴ τὴ βλέπω, βρίσκεται χρόνια καὶ τὴν ἀφήσω,
μιά ὕπαρξη ἁγνή, μια ἁπλὴ καρδιά, ποὺ σβήνει σιωπηλή,
χωρὶς νὰ τὴ γνωρίσω...
Η πραγματικότητα δε χωράει πιά τους πόθους μας: «Το λιμάνι το δικό μας είναι στενό. Δέ χωράει πιά όλους μας τους πόθους. Πραγματοποιήθηκαν μερικά όνειρά μας. Φτάσαμε στο λιμάνι, στο τέρμα. Και βλέπουμε, ότι όλοι μας οι πόθοι δε χωράνε. Το λιμάνι μας είναι πιά στενό. Πόθοι καινούργιοι προστέθηκαν στους παλιούς. Δε χωράν λιμάνια τους πόθους του ανήσυχου άνθρωπου.». Η ποίηση του Μανώλη Αλεξίου είναι λιτή και απέριττη. Οι μεταφορές της, οι εικόνες της επηρεασμένες από τον Πειραιά, τον Πειραιά λιμάνι εμπορικό και τον Πειραιά της Φρεαττύδας και της Καστέλλας, τον ήσυχο τότε, με τις ψαρόβαρκες, τους ψαράδες, τις άπλες λαϊκές ταβέρνες και τη θάλασσα, τη θάλασσα αιώνια ξελογιάστρα για ταξίδια στο άγνωστο και στή χαρά, και αιώνια νανουρίστρα των ονείρων και της ρέμβης.
Ω, θάλασσά μου, θάλασσα, πάρε κι αγκάλιασε με, / έτσι που ξαίρουν μοναχά οι μάνες ν’ αγκαλιάζουν*
Παραλειπόμενα
. . .
Τότε δεν έπεσες.
Τι κι αν όλα γύρω σου ήταν γκρεμισμένα
κι εσύ γυμνός και ματωμένος
έφαγες απ’ τα σκουπίδια πατατόφλουδες
κι απ’ το παγούρι σκοτωμένου ήπιες νερό,
στάθηκες κολόνα πίσω απ’ το οδόφραγμα
σαν πλάτανος ορθός.
Τώρα εχθροί και "φίλοι" σε δολοφονούν πισώπλατα
γλυκά και με χαμόγελο.
Εσένα δε σε σπάραξαν λιοντάρια
και την ολάνοιχτη παιδιάτικη καρδιά σου
δεν την κομμάτιασαν περήφανοι αετοί.
Τις δικές σου πληγές έγλειψαν τσακάλια
τυφλοπόντικοι ροκάνισαν τις μέρες σου,
έμποροι φτηνοί και Φιλισταίοι
-ταπεινοί μεταπράτες της ρουτίνας-
"έβαλαν κλήρο και διαμοίρασαν τα ιμάτιά σου",
εσένα βαλθήκανε την ψυχή σου να ξεφτίσουν
μικρά αδηφάγα τρωκτικά.
Τότε δεν έπεσες
κι ούτε θα πέσεις.
Επιμύθιο
. . .
Ένα μαντήλι ο κόσμος απλωτός
στο χέρι θ΄ απομείνει της αλήθειας,
χωρίς κεντίδια και γοργόνες.
Ένα ολοκάθαρο μαντήλι σκέτο
για τις πεζές ανάγκες που εκδικούνται
όταν δεν τις κοιτάμε τίμια, κατά πρόσωπο.
Ένα μαντήλι ο κόσμος όλος,
που, αντί να χαίρεσαι μ΄ εκείνο η ανθρωπότητα
με υστερισμούς γεροντοκόρης το υπερπέραν,
στο χωματένιο θα καθίσει το σκαμνί της
να καθαρίσει πια τη βουλωμένη μύτη της.
Το λιμάνι μας
. . .
Το λιμάνι το δικό μας ήταν αμμουδιά –
πάνε χρόνια – σαν το κύμα μόνο ετραγουδούσε.
Κουρνιάζαν θαλασσοπούλια γύρω τη βραδιά
και ψαρόβαρκες αράζαν, όταν εφυσούσε.
Σε φτωχή μια ταβερνούλα, μες στην ερημιά,
στους ψαράδες η γαλήνη το κρασί κερνούσε
και παντού ήταν απλωμένη τόση απανεμιά,
που η ψυχή τους με το φλοίσβο, θα `λεγες μεθούσε.
Τώρα πια στα βρωμισμένα και βαθιά νερά
η ζωή τρυκιμιασμένη παραδέρνει.
Μαύροι δράκοι τα καράβια στέκουν στη σειρά
και καθένα δρόμο αφήνει, δρόμο παίρνει.
Λόγχες τα κατάρτια φτάνουν ως τον ουρανό
και ξερνούν οι τσιμινιέρες την καπνιά που κλώθει.
Το λιμάνι το δικό μας είναι πια στενό
δε χωράνε για ν’ αράξουν όλοι μας οι πόθοι...
Τὸ παραθύρι ἄσε ἀνοιχτό...
. . .
Τὸ παραθύρι ἀσε ἀνοιχτό,
κι ὅλο τὸ πληχτικό σου σπίτι∙
ἄνοιξε ἀκόμη τὸ φεγγίτη
νἄμπῃ τὸ φῶς τὸ λιγοστό.
Στὰ μάτια σου ὅλη σου ἡ ψυχὴ
ν’ ἀνέβῃ κάνε, νὰ προφτάσῃ,
κι ἄσε τὸν ἥλιο νὰ χορτάσῃ,
προτοῦ νὰ μείνῃ μοναχή.
Θἄρθῃ ὁπου νάναι ἡ βραδιά,
σὰν ἐφιάλτης καὶ σὰ δέος
κι ὅσο κι ἂν θὲς νἆσαι γενναῖος,
μόνη θὰ φοβηθῇ ἡ καρδιά.
«Μέρα εἶναι κι αὔριο τοῦ Θεοῦ» –
ὤ, μὴ σοῦ ποῦν καὶ τὸ πιστέψῃς!
Ξανὰ ὅ,τι ζήσης μὴ γυρέψης –
φτερὸ στὸν ἄνεμο πουλιοῦ.
Δὲ θἄβρῃς αὔριο ὅ,τι ποθεῖς,
μὰ οὔτε ἴδια θὰ ποθῇς, σὰν τώρα∙
δὲν ξέρεις – ἔλα καὶ φεύγει ἡ ὥρα –
ἂν αὔριο θὰ ξημερωθῇς!
Πρῶτα ἐσώπασε ἡ καρδιά μου...
. . .
Πρῶτα ἐσώπασε ἡ καρδιά μου κ’ ἔπειτα ἔκλεισαν τὰ χείλη,
τὰ τραγούδια σὰ λουλούδια μαραθῆκαν πρὶν ἀνθίσουν,
καὶ τὰ νιάτα μαραζῶσαν, τριαντάφυλλα τοῦ Ἀπρίλη,
πρὶν προκάμουνε νὰ ζήσουν.
Μόνος ἔμεινα κ’ ἡ νύχτα μὲ τραβάει στὴ συντροφιά της –
πάνω ἀπὸ τὸ ἀνήδονό μου τὸ κρεββάτι κρεμασμένη
κάποια εἰκόνα μοῦ θυμίζει μὲ νεκρή τὴν ὀμορφιά της
μιὰ κοπέλλα πεθαμένη.
Τὸ παράθυρο ἔχω κλείσει ποὺ κοιτοῦσε σ’ ἕναν κῆπο
καὶ τὴ θύρα δὲν ἀνοίγω νἄμπη ὁ θόρυβος τοῦ δρόμου,
μὰ οὔτε κ’ ἔρχεται κανένας νὰ ρωτήση ἄν εἶμαι ἤ λείπω,
μήτε ἀκόμη στ’ ὄνειρό μου.
Μόνο θέλει νὰ ξεσπάση, σὰ λυγμὸς βαθιὰ κρυμμένος,
τὸ παράπονο ποὺ πνίγω στὴν περήφανη ντροπή μου
κάποιες ὧρες ὅταν τρέμω – τόσο ἀπ’ ὅλους ξεχασμένος –
καὶ τὴν ἴδια τὴ σιωπή μου.
Τα δεσμά
. . .
Στίχοι: Μανόλης Αλεξίου
Μουσική:
Κώστας Λειβαδάς
Κώστας Λειβαδάς
Τραγούδι:
Ελένη Τσαλιγοπούλου
Τα δεσμά που μας κρατούν
μας πληγώνουνε τα χέρια
κάτι αόρατα μαχαίρια
μας κεντούν.
Το κλειδί της φυλακής
το `χει ο χρόνος κι η συνήθεια
και σε πάει στο δρόμο
η αλήθεια της σιωπής.
Πάντα ψάχνεις για να βρεις
τη ψυχή σου στο σκοτάδι
μα τη χάνεις κάθε βράδυ
πιο νωρίς.
Κι αν υπάρχουν ουρανοί
Θεέ μου, πόσο μακριά μας
κι είναι μόνο στα όνειρά μας
γαλανοί.
Τα μυστικά από το καλοκαίρι
. . .
Στίχοι: Μανόλης Αλεξίου
Μουσική: Ανδρέας Αλεξίου
1. Ευρυδίκη
Είναι κάτι βράδια
με όνειρα και χάδια
που ο ήλιος ανατέλλει
κι ο ήλιος μου είσαι εσύ
χάνομαι μαζί σου
μες τη θύμηση σου
και είναι το κορμί σου
μια θάλασσα ανοιχτή
Τα μυστικά απ’ το καλοκαίρι
θα κρατήσω
μέσα στη μνήμη του μυαλού μου και πιο πίσω
κι αν μου χαρίσουν το κλειδί του παραδείσου
κανείς δε θα βρει τι πέρασα μαζί σου
Όσο ξημερώνει
κι ο ήλιος δυναμώνει
το άγγιγμα σου λειώνει
στη ζέστη του ουρανού
κάνω ένα ταξίδι
μες τα δυο σου χείλη
δροσιά που με τυλίγει
στο φως του δειλινού
Τα μυστικά απ’ το καλοκαίρι
θα κρατήσω
μέσα στη μνήμη του μυαλού μου και πιο πίσω
κι αν μου χαρίσουν το κλειδί του παραδείσου
κανείς δε θα βρει τι πέρασα μαζί σου.
Σατιρικό μοτίβο
. . .
...Και το διαζύγιο εχάρισε στο ζεύγος ευτυχία!..
Ο νόμος "επεδίκασε" την Καίτη στην μαμά,
τον Ντίνο "εκράτησε" ο μπαμπάς – και βρήκαν ησυχία!
Τώρα σαν ξένοι βλέπονται τυχαία στο σινεμά.
Σε μια πανσιόν ο κύριος, στην Κηφισιά η κυρία,
με τη "μικρή" στο Λύκειο το "καημενάκι" ο Ντίνος.
Έμαθε ο γιος τη μάνα του να τη θεωρεί "μια αχρεία"
κ’ η κόρη τον πατέρα της να τονε βρίζει "κτήνος".
Είμαι ένας εργένης
. . .
Είμαι ένας εργένης
που αλλάζει κάθε χρόνο κάμαρα.
Έχω ένα κρεβάτι, μια καρέκλα
ένα μικρό γραφείο, λίγα βιβλία.
Όλα φτηνά κι αγορασμένα
παλιώσανε μαζί μου κι από μένα.
Δεν έχω ούτε ένα “ιερό κειμήλιο” φυλαγμένο,
μήτε, κληρονομιά, ένα λάφυρο πολέμου:
Είμαι ο τελευταίος απόγονος
μιας οικογένειας τοκογλύφων!
Το βράδυ, όταν γυρίζω
με βήμα αργό στην κάμαρά μου,’κανένας δε με περιμένει.
Μάταια όλη τη μέρα ο μόχθος
ζητιάνεψε το μερτικό του!
Μόλις φωτίζει η λάμπα μου αντικρύζω
την τρελή μορφή του Βαν Γκογκ
με το γυαλένιο βλέμμα
και το κομμένο αυτί που περιμένει
την πίπα να του ανάψω τη σβησμένη.
Στο πλάι του φαίνεται – παλιά φωτογραφία
πάνω σε μια γέφυρα ειδυλλίου,
η κοπέλα που στα όνειρά μου αγάπησα
σαν να με βλέπει, να μου λέει:
“Πέρασε πια απ’ την άλλη όχθη – ξέχασέ με!”
(Ω, σαν δεν υπάρχει ούτ’ ένα καλωσόρισμα
το αυτί σου ακούει μακριά μέσα στη νύχτα
ακόμη και το πέσιμο ενός φύλλου
από το δέντρο της ελπίδας που σαλεύει
με το ‘να του χέρι ένα παιδάκι!)
Είμαι ένας εργένης
που αλλάζει κάθε χρόνο κάμαρα
έχω ένα κρεβάτι μια καρέκλα
ένα μικρό γραφείο λίγα βιβλία
και μια ψυχή που μάταια ψάχνει
λίγη ησυχία να βρει και λίγη ζέστα…
(περ. “Νεοελληνικά Γράμματα”, τ. 106, 10/12/1938)
Εσείς
Θυμηθείτε μας
εσείς που θα ‘ρθετε
όταν εμείς θα ‘μαστε η σκόνη στο κατώφλι σας
κι ο ήλιος θα χαϊδεύει
το στιλπνό κι υψωμένο μέτωπό σας.
Εσείς, που από ψηλό θα δείτε εξώστη
όλη την πλάση μες στο απόβροχο να λάμπει
κοπέλα δεκαοχτάχρονη που βγήκε απ’ το λουτρό της
θυμηθείτε το χλωμό τσαγκαροπαίδι
που σκυμμένο με τη φαλτσέτα το βελόνι
τα άρβυλα της μεγάλης έφτιαξε πορείας:
Ένας άδοξος έμεινε στην πίστη Γαλιλαίος!
Όταν θα στήνετε στην πιο ψηλή κορφή
τη λευκή σημαία της ανθρωπότητας
θυμηθείτε τον άρρωστο δασκαλάκο
που βήχοντας σ’ ένα χωριάτικο σχολείο
στους λίγους έλεε μαθητές του
συλλαβιστά το ταπεινό του αλφαβητάρι:
Αναρριχήθηκε για να τη στήσει αγάλι-αγάλι
μια νύχτα στην απόκρημνη καρδιά τους!
Εσείς την ορισμένη θα ‘ρθετε ώρα,
κανένας από μας δε θα ‘ναι εκεί
να σας καλωσορίσει.
Να στεφανώσετε δικό μας άγαλμα
δε θα ‘βρετε καν’ενα:
Όλοι οι δικοί μας ήρωες
ανώνυμοι και ντροπαλοί.
Ένας μικρός Γιωσέφ στην Παλαιστίνη
είτε στο Χάρλεμ ένας νέγκρος
ή μια Κινεζοπούλα στη Σαγκάη
θα ‘κανε, αν ζούσε, όλο ντροπή, να ξαναφύγει
το γέρο απ’ την Ιθάκη του Οδυσσέα.
(περ. “Νεοελληνικά Γράμματα”, 28/1/1938)
. . .
Και άλλα από τα Ευβοϊκά Περιοδικά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου