Ο ζωγράφος από το Γαβαλά
Όλες οι πληροφορίες από εδώ
Νίκος Ζωντός
Αθήνα 27 Αυγούστου του 2006
Κουράστηκα!... Έκατσα στον ίσκιο της ελιάς μετρώντας τη ζωή μου. Γύρισα τις πίσω σελίδες της και διάβασα: Μου είπαν πως γεννήθηκα τη νύχτα στις 22 του Δεκέμβρη το 1937 στο Γαβαλά της Εύβοιας. Μου είπαν ακόμη πως πάνω στους πέντε μήνες ξέφυγα από τη μελούτη που είχαν κρεμασμένη πάνω στη ψαλίδα του σπιτιού και με κούναγε η γιαγιά μου και χτύπησα στον απέναντι τοίχο. Στα έξι μου χρόνια, με έδειρε άσχημα ο δάσκαλος, γιατί με έπιασε να ζωγραφίζω ένα λουλούδι. Στα οχτώ μου χρόνια, σε μια εκδρομή του σχολείου για τη Κύμη με το φορτηγό του Κατσινή, βούλιαξε το ξύλινο γεφύρι στο Μανικιάτικο ποτάμι, έγειρε το φορτηγό και μου τσάκισε ένα δάχτυλο του δεξιού μου χεριού ανάμεσα στα κάγκελα της γέφυρας και στην καρότσα του φορτηγού. Στα δέκα μου, με δάγκωσε φίδι φαρμακερό μια μέρα έξω στα χωράφια. Με κράτησαν στο σπίτι δυο βδομάδες και μετά από ξόρκια και βοτάνια και πόνους φριχτούς, με πήγανε στο νοσοκομείο στη Χαλκίδα. Έμεινα εκεί έξι μήνες και λίγο έλειψε να χάσω το πόδι μου. Στις επισκέψεις μια θεία μου όταν με ρώτησε τι ήθελα να μου φέρει απ’ έξω. Της ζήτησα ένα μπλοκ και ένα μολύβι για να ζωγραφίζω. Εκεί, στο κρεβάτι του Νοσοκομείου, ζωγράφιζα χωριουδάκια με δρόμους και πλατείες και δέντρα και νοσταλγούσα το χωριό μου. Στα δώδεκα κρυβόμουνα μέσα στα σκίνια στις εξοχές και έκανα ζωγραφιές που τις χρωμάτιζα με τα αγριολούλουδα και τις έκρυβα, γιατί ο δάσκαλος με είχε διδάξει πως είναι κακό πράμα να ζωγραφίζεις. Στα δεκαέξι μου στο γυμνάσιο, σε μια έκθεση με θέμα την 25η Μαρτίου, επαναστάτησα! Στο τέλος της έκθεσης ζωγράφισα την Ελευθερία να κρατά στο ένα χέρι το σπαθί και στ’ άλλο το στεφάνι. Παράξενο! …Η καθηγήτρια δε με έδειρε καθόλου! Αντίθετα, μου έβαλε την ιδέα να πάω στην Αθήνα να σπουδάσω λέει ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Έτσι κι εγώ, για να την ανταμείψω, στο τέλος κάθε έκθεσης της ζωγράφιζα και το ανάλογο θέμα. Στα δεκαοχτώ μου γνώρισα το ζωγράφο Δημήτρη Μεγαλίδη, που είχε έρθει τότε στο Αλιβέρι να ζωγραφίσει τους ανθρακωρύχους. Έμεινε περίπου δύο μήνες στα ανθρακωρυχεία. Πήγαινα και τον έβρισκα. Πήρα κοντά του τα πρώτα λίγα μου μαθήματα. Μου έλεγε να ζωγραφίζω πάντα εκ του φυσικού και να μην αντιγράφω. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου έγινε θηρίο. Δεν ήθελε με τίποτα να γίνω ζωγράφος. Ήθελε λέει να γίνω δάσκαλος. «Αυτό που τόσο με πλήγωσε μικρό παιδί._Μικρό παιδί σαν να ήμουνα και πήγαινα σχολείο στα μάτια είχα τη χαρά στα χέρια το βιβλίο», που λέει και το τραγούδι. Ο πατέρας μου ήτανε χτίστης. Κοντά του τα καλοκαίρια έμαθα να πελεκάω και να χτίζω τη πέτρα. Όταν τελείωσα το γυμνάσιο, έκανα κάποια μεροκάματα, αγόρασα λαδομπογιές, χαρτόνια, κούρεψα και την ουρά του γαϊδουριού και έφτιαξα πινέλα, και πήγαινα πίσω και απέναντι απ’ το χωριό στο βόρειο μέρος, στη ρίζα ενός μεγάλου γέρικου και αγαπημένου μου βράχου με τις ελιές και τα σκίνια γύρω-γύρω και εκεί έστησα το πρώτο μου εργαστήρι. Εκεί, χειμώνες καλοκαίρια, πέρναγα τις μέρες μονάχος από το πρωί μέχρι αργά που νύχτωνε. Όταν έβρεχε, κρυβόμουνα μέσα στη σπηλιά του βράχου. Εκεί έκανα τα πιο μεγάλα μου όνειρα. Εκεί που τα δειλινά ο ήλιος έγερνε πέρα και πίσω απ’ τα βουνά και η Δύση γινότανε πορτοκαλένια, έβλεπα ένα πελώριο Τιτσιάνο με μια βαθυκόκκινη χλαμύδα του να ζωγραφίζει μπροστά σε ένα πελώριο τελάρο που σκέπαζε τον ουρανό. Στο χωριό με λέγανε τρελό. Σαν πέρναγα με κοίταζαν παράξενα και πίσω από τις πλάτες μου λέγανε «περνάει ο τρελός». Με όλα αυτά τα καμώματα μια μέρα μάλωσα άσχημα με τον πατέρα μου που ήθελε να γίνω δάσκαλος και σήκωσα το χέρι να τον χτυπήσω. Δε με χώραγε πια το σπίτι. Την άλλη μέρα έφυγα για την Αθήνα. Πήγα στον φούρνο ενός θείου μου στην οδό Αγίου-Μελετίου, λίγο πιο κάτω από τη Στοά-ΜΠΡΟΝΤΓΟΥΕΗ. Ζήτησα να κοιμάμαι στο φούρνο και να βοηθάω σε ό,τι μπορούσα. Με δέχτηκαν. Εκεί γνώρισα το ζωγράφο Τάσσο Λουκίδη που είχε σπουδάσει ζωγραφική με υποτροφία μαζί με το Γεωργιάδη στο Παρίσι. Η Γαλλική Ακαδημία τον είχε βραβεύσει με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Με δέχτηκε με πατρική στοργή στο εργαστήρι του, που είχε δίπλα στην οδό Κεφαλληνίας. Έμεινα κοντά του δύο χρόνια, δουλεύοντας σχέδιο με κάρβουνο, μέχρι που έφυγα για στρατιώτης. Όταν απολύθηκα από το στρατό, γύρισα πάλι στο χωριό. Στο Αλιβέρι ζούσε τότε ο Γιάννης Πετρούτσος ζωγράφος αυτοδίδακτος. Έμαθε για μένα και με κάλεσε να γνωριστούμε. Δουλέψαμε μαζί δυο χρόνια. Στο σπίτι όμως ήμουν πάντα ξένο σώμα. Δεν άντεξα και ξανάφυγα για την Αθήνα. Πείνασα πολύ. Δούλεψα σε οικοδομές, κοιμήθηκα έξω, σε γιαπιά, σε πάρκα, χειμώνες καλοκαίρια, μέχρι που γνώρισα τη γυναίκα που παντρεύτηκα. Η γυναίκα μου με στήριξε πολύ. Πήρα μέρος για πρώτη φορά σε ομαδική έκθεση το 1971 στη Γκαλερί-Κυβέλη στην Καρνεάδου και πούλησα τον πρώτο μου πίνακα. Από τότε πήρα μέρος και σε άλλες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις σε διάφορες Γκαλερί στην Αθήνα. Το 1980 ήμουν από τα ιδρυτικά μέλη της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών «Νέα Σύνορα» του Δημήτρη Βαλασκαντζή, όπου κάθε Τρίτη είχαμε βραδιές ποίησης και ζωγραφικής με σύγχρονους ποιητές όπως Ρίτσο, Ελύτη, Λειβαδίτη, Αναγνωστάκη, Καβάφη, Καρυωτάκη, Βρετάκο, Τσίρκα, κ.ά. Αυτές οι μέρες ήταν οι ομορφότερες της ζωής μου. Σήμερα στα εβδομήντα μου, έχω χάσει τη γυναίκα μου και απόμεινα πάλι μόνος μαζί με ένα ανάπηρο παιδί... Κουράστηκα!... Σήμερα στα εβδομήντα μου, έκατσα στον ίσκιο της ελιάς, δίπλα στην Πινακοθήκη και διάβασα τις πίσω σελίδες της ζωής μου. Και ακόμα κάνω όνειρα!...
Το φιλί (ψηφιδωτό)
ειδύλλιο (ψηφιδωτό)
Αμφιβολίες (Λάδι σε μουσαμά)
Βιολιστές (Λάδι σε μουσαμά)
Βιολιστής εραστής καραβιών (λάδι σε μουσαμά)
Βιολιστής εραστής της Σελήνης (λάδι σε μουσαμά)jpg
Βιολιστής στον βράχο (λάδι σε μουσαμά)
Ευρώπη και Δίας (λάδι σε μουσαμά) Συλλογή Γ. Καρόζη
Καίριο χτύπημα (λάδι σε μουσαμά)
Ο ανήφορος (λάδι σε μουσαμά)
ποδηλάτισσα
Το παιδί με τα στάχυα (λάδι σε μουσαμά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου