Η Μαρία Παναγοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Καλαβρυτινούς. Ύστερα από σπουδές Ιστορίας και Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών προσλήφθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού, όπου εργάσθηκε ως Αρχαιολόγος επί εικοσιοκτώ έτη. Κατά διαστήματα υπηρέτησε στην ΙΑ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ευβοίας. Καρπός της έρευνας στην Εύβοια, το βιβλίο Αρχάμπολη (1995), το οποίο αφορά στη συστηματική ανασκαφή στην περιοχή του Κάβο Ντόρο της Καρυστίας. Εργάστηκε επίσης στην Α΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ακροπόλεως, στη Β΄ Εφορεία Αττικής και στην ΚΑ΄ Εφορεία Κυκλάδων με σημαντική ανασκαφή στο Αρχαίο Θέατρο της νήσου Μήλου. Παράλληλα με την Αρχαιολογική καριέρα ασχολήθηκε με τη ζωγραφική ερασιτεχνικά και τη συγγραφή ποιητικών κειμένων.
Έργα:
Ημερολόγια Ευδαιμονίας και Οδύνης, Γαβριηλίδης 2004,
Άμπωτη και Παλίρροια, Γαβριηλίδης 2010,
Ένα βιβλίο ποίησης (συλλογικό), Γαβριηλίδης 2011 και
Κυμάτων Αντήχηση, Αρμός 2011.
Τα τελευταία χρόνια ζει μόνιμα στη Χαλκίδα με κύρια απασχόληση τη συγγραφή και τη μελέτη λογοτεχνικών βιβλίων.
Αχτίδα χαρμόσυνη
...
Το βουητό στις πόλεις ξεχύθηκε και τα σύνορα έπεσαν.
Όλα γίνανε ένα στην οχλοβοή, κι εκείνος, όμορφος, ντυμένος με το μπλε σακάκι περπατούσε αμέτοχος την ώρα τη νυχτερινή.
Η Μαριώ καρδιοκτυπούσε, έσβησε το φως, γδύθηκε και το μελαψό κορμί έλαμψε στον αγέρα. Την αγκάλιασε και μέσα στην ένωση τους γεννήθηκε ένα φως. Μυσταγωγία κι ένα κρυφό γέλιο αντήχησε στην ατμόσφαιρα. Μυστηριακή ώρα, ταίριασμα αρμονικό, όλα γίνονται ένα στην απεραντοσύνη της ώρας.
Μια νύχτα σκοτεινή την αντάμωσε ο Βλάσης και τα χέρια δέθηκαν μέσα στην οίηση του παρόντος.
Γλυκό άστρο, φώτιζε με και γίνε φάρος παντοτινός.
Η Ύδρα, μια αγκαλιά ζεστή, μού θυμίζει ώρες μυστηριακές, όνειρα λεύτερα. Ταξίδια μακρινά ξεκινούν καθημερινά. Ολοζώντανοι φάροι απλώνονται τριγύρω και το φως της νύχτας, που αντανακλάται στο πρόσωπό του, με γυρίζει χρόνια πίσω όταν ανταμώναμε σαν περιστέρια, σαν λεύτερα πουλιά.
Φύλλα φθινοπωρινά
. . .
Τ' αγιόκλημα μοσχομυρίζει
πήρε καί βραδιάζει
τά βλέφαρα κλειστά σέ νανουρίζουν οι γλάροι
φλέγεσαι από ηδονή καί προσκυνάς τά χώματα τά ιερά
πού σ' έθρεψαν καί σού δίδαξαν τήν καλοσύνη
Μακάριος οίστρος
ευτυχής συγκοιρία, σέ ανανεώνει
τά βήματά σου σιωπηλά ακούγονται στήν πόρτα
Ανοίγεις καί κλείνεις τούς μίσχους
όμορφο λέλουδο καί σκορπάς ευωδία
καθώς ανασαίνεις τή μαγεία τής εξοχής
Φύλλα φθινοπωρινά κυλήστε
στήν ηρεμη ατμόσφαιρα τού μεσονυκτίου
Τά πρωτοβρόχια έρχονται
χαρές καί λύπες διαχέονται
ροδόσταμο καί βασιλικά ανανεώνουν τή ζήση
κι' ακουμπούν στά χείλη τά βελούδινα
Τ' αγιόκλημα μοσχομυρίζει
πήρε καί βραδιάζει
τά βλέφαρα κλειστά σέ νανουρίζουν οι γλάροι
φλέγεσαι από ηδονή καί προσκυνάς τά χώματα τά ιερά
πού σ' έθρεψαν καί σού δίδαξαν τήν καλοσύνη
Μακάριος οίστρος
ευτυχής συγκοιρία, σέ ανανεώνει
τά βήματά σου σιωπηλά ακούγονται στήν πόρτα
Ανοίγεις καί κλείνεις τούς μίσχους
όμορφο λέλουδο καί σκορπάς ευωδία
καθώς ανασαίνεις τή μαγεία τής εξοχής
Φύλλα φθινοπωρινά κυλήστε
στήν ηρεμη ατμόσφαιρα τού μεσονυκτίου
Τά πρωτοβρόχια έρχονται
χαρές καί λύπες διαχέονται
ροδόσταμο καί βασιλικά ανανεώνουν τή ζήση
κι' ακουμπούν στά χείλη τά βελούδινα
Πόνος και πάθος
...
Τα βήματα μου αντήχησαν στη σιωπή και το ήρεμο δείλι απλώθηκε στην κάμαρα. Με έχουν φιμώσει, με έχουν σπρώξει μακριά από τη ζεστασιά της αγάπης και απομονωμένη γυρίζω σελίδα αναπολώντας χαμένες νότες. Ένας μόνον άνθρωπος στέκει κοντά μου ολιγαρκής και ήρεμος. Νιώθω στριμωγμένη, παραγκωνισμένη. Περιμένω να 'ρθει η ώρα του «τζιν με τόνικ». Το σούρουπο, ένα τσιπουράκι μού θυμίζει εικόνες του παρελθόντος, τότε που με τα αρχαιολογάκια τα πίναμε και συζητούσαμε για χρόνια πίσω, όταν η ανασκαφή της «Αρχάμπολης» μας ένωσε σε μια ομάδα. Στις καρδιές μας απλωνόταν το πάθος.
Τώρα, ήρεμη βαδίζω πορεία προγραμματισμένη χωρίς προσμονές.
Το πρωινό μπάνιο κι αυτό μια ψυχρολουσία παίζει με τις αντοχές μου. Ο ήλιος με ζεσταίνει λίγο, αλλά το αίσθημα της αφής με έχει εγκαταλείψει χρόνια.
Μέθεξη
...
Μέθεξη σε λέγαν
εβαπτίσθης
στα νερά του παραδείσου.
Φωτεινές δέσμες
σ' ακολουθούν
και σ' ένα δρόμο
μακρινό
σβήνεις το δάκρυ.
Απόκριση καμία
μονολογείς
και προκαλώντας
την τύχη
υπνοβατείς στην άβυσσο.
Τα πονεμένα μέλη
ζητούν παρηγοριά
στου χρόνου τη φορά.
Απόκριση καμία
νύχτα σκοτεινή
περπατάς ξυπόλυτη
στα σοκάκια
της πόλης.
. . .
Φθινόπωρο 1986, Άγιος Στέφανος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου