Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018
Αδαμάντιος Παπαδήμας (1897-1987) :" Η Συντροφιά "
Η ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
............................
Στον Κ. Φαλτάιτς
Ο κουτσός μουσικός με τα μακριά μαλλιά, το αδύνατο χλωμό πρόσωπο και τα μεγάλα ισκιωμένα μάτια, ο υπάλληλος και το παιδί που σπούδαζε· — η ίδια συντροφιά βρέθηκε ξανά στην κάμαρα του Πέρκα. Η μέρα, γιορταστική του — και του άγιου δίχως τζάμι με μπογιατισμένο χαρτί — μ΄ ένα καντήλι κάτωθέ του, σε μια καρέκλα, σε φως αχνό, χλωμό. Χτύπησε στα μάτια του κουτσού μουσικού και καθώς μπήκε στάθηκε μπροστά. Κι όπως ήτανε ψηλός, αδύνατος με τα ξέθωρα ρούχα σκέπασε την εικόνα.
— Τι κοιτάς, του φώναξεν ο Πέρκας.
— Αηδονόγλωσσα θα ήτανε ο μακαρίτης είπε με βαθιά φωνή. Κανταδόρος στις κακοτοπιές. Έχουνε ένα πάθος τα μάτια του.
Καθίσανε στο μεσιανό τραπέζι οι δυο, ο μουσικός στη γωνιά κι ο Πέρκας στάθηκε ορθός και κοίταζε το αντικρινό σπίτι.
Ο μουσικός σφύριξε ύστερα μουρμούρισε κάποιο σκοπό τεντώνοντας το πόδι του.
*
* *
Αρχίσανε τις κουβέντες. Το παιδί που σπούδαζε για την επιστήμη του. Ο υπάλληλος για τη δουλειά του. Κι ο Πέρκας για το κορίτσι του αντικρινού σπιτιού. Για τα μάτια της τα σεμνά, για την κουβέντα της την γλυκομίλητη κι ύστερα την κορμοστασιά της, τα χυτά στήθια…
Μόνο ο κουτσός μουσικός τους έβλεπε σφυρίζοντας με τεντωμένο πόδι.
— Χρυσή καρδιά, είπεν για μια στιγμή στον Πέρκα μαζεύοντας το πόδι του. Να σ΄ είχα μαζί μου θαρρώ πως δε θα πείναγα ποτές. Τα λόγια σου κι ένα ποτηράκι μπροστά μου γιομάτο πάντα από το κιτρινωπό διαμάντι, Συ να μίλαγες κι εγώ να τραγούδαγα κι η χάρη του άγιου να μας σκέπαζε…
Όλοι γελάσανε. Ο Πέρκας τραβήχτηκε από το παράθυρο. Κι ο υπάλληλος τούγνεψε με χαμόγελο. Μα εκείνος αντί να μιλήσει γύρισε τα μάτια του ξανά στο αντικρινό σπίτι.
— Γονατιστός στη χάρη της, πετάχτηκε ο μουσικός κι όλοι νομίσανε πως ήτανε σκοπός τραγουδιού. Μα εκείνος έδειχνε το κορίτσι που είχε βγει στο αντικρινό ψηλό μπαλκόνι με ποδιά μπλε με πρόσωπο λευκό σαν κούκλας και χείλια κοκκινωπά σαν κερασένια. Τότες όλοι πήγανε στο παράθυρο κοντά κι ο κουτσός μουσικός άπλωσε το πόδι του και βρέθηκε εκεί. Στάθηκαν αμίλητοι, ακούνητοι. Ο Πέρκας με ταραχή. Ο επιστήμονας με ψευτόγελο ο υπάλληλος σ΄ έκσταση κι ο μουσικός με τα μεγάλα του ισκιωμένα μάτια απλωμένα.
*
* *
Το τραγούδι του κουτσού με το σιγανό ακοπανιαμέντο τους έριξε σε συλλογή. Για σκορπισμένο βιός, μίλαγε, για θάλασσες, για στεριές για χείλια και στόματα για κορμιά και μάτια γαλανά και ισκιωμένα. Κι όλο στα μάτια ξαναγύριζε η στροφή κι όλο τα μάτια του μουσικού γοργόπαιζαν και στυλώνονταν στο ταβάνι.
*
* *
Κι απ΄ αυτό ήρθεν η ιστορία του που την είπεν μόνος του. Και μέσα σ΄ αυτήν ανάφερε όσα και στο τραγούδι του και το ξετύλιγμά της ήτανε όπως και το ξετύλιγμα του σκοπού. Χαρές που τον πλάνευαν και λύπες μυστικές, κούφιες, από το τίποτα. Γιατί τα μάτια της δεν τον κοιτάξανε με την ίδια λαχτάρα και στο φιλί του τραβήχτηκε αδιάφορα, ψυχρά...
Και στο τέλος:
— Νάβλεπες τα χεράκια της — μυστήριο, — σαν κρινένια. Τα χειλάκια της — αηδονόγλωσσα... — σαν ανοιγόκλειναν… — Τα μάτια της — γλομπάκι λεχτρικό… — σαν σε κοίταζαν. Κι ο τρόπος της — χρυσή καρδιά… — σαν μιλούσε. Κι ύστερα το κορμί της…
Και σηκώθηκεν από τη γωνιά. Το πόδι του λύγισε και μαζί το σώμα του. Κι η μορφή του σα ν΄ αγρίεψε, με τα μακριά μαλλιά που ανεμιστήκανε.
*
* *
«Κείνα τα χρόνια έμενα στο σπίτι μου κοντά — άρχισεν ο επιστήμονας. Μικρή πολιτεία περισσότερα χωράφια παρά σπίτια. Μα γης οργωμένη, γης που θέριευε το σπαρτό. Κι οι συντοπίτες μου βουνίσιοι με κάτι μπόγια κυπαρισσένια γεροί μ΄ αρχοντικό μούτρο. Κι εμείς καμάρι ξέχωρο που ανοίξαμε τα μάτια σε τέτοια γης.
Σ΄ αυτή τη γης, στον φωτεινόν αυτόν τόπο γνωρίστηκα τότε με μια γυναίκα. Ήμερη κι απλή φύση καταλαβαίνεις; Στην όψη της φαινότανε το μέστωμα των δεκαεφτά χρονώ… Και το κορμί της χυτό, σα δροσοπηγή…
Πέρασα πολύν καιρό μαζί της.
Με το σπίτι μου όμως άλλαζα καθημερινά πικρά λόγια. Μου θυμίζανε πως είμαι «επιστήμονας» και κατακρένανε τη θέση μου αντικρύ της. Μόνο τότες εγώ ένοιωθα κάποιον παλιόν πόνο, μίαν αγάπη κρυφή για την επιστήμη μου που την σκέπαζε τώρα η σκόνη στη γωνιά.
— — — —
Στο νου μου όμως τρέξανε άλλες σκέψες. Η απλότητα της συντρόφισσάς μου μού φάνηκε σαν κάτι τις κοινό, και πίστεψα τα λόγια της μητέρας μου και της αδερφής μου. Και ξύπνησε ξαφνικά μέσα μου ο πόθος για τη γυναίκα που ζούσε στις μεγάλες πολιτείες.
Λογάριαζα τώρα να φύγω από κει.
Εκείνη τόμαθε. Ένα δειλινό άνοιξα τα βιβλία μου διάβασα κάμποσο κι ύστερα βγήκα με ευχάριστες σκέψες. Απαντηθήκαμε. Έκανα πως δεν την είδα και προσπέρασα. Το βράδυ καθώς ανέβαινα στο σπίτι μου, στην αυλόπορτα ξαφνικά την αντίκρισα μπροστά μου.
— Λογαριάζεις να φύγεις, μου είπε με τρεμουλιαστή φωνή.
Ήταν από τα ήσυχα βράδια που μόνο απόμακρα ακούς φωνές μισοσβησμένες να σχίζουνε τον αέρα και να σβήνουμε ξανά σα φωνές πουλιών. Και τα σπίτια κλεισμένα με φως αχνό, χλωμό μέσα.
— Όχι… δεν ξέρω… δεν αποφάσισα… αποκρίθηκα.
—- Τότες… εγώ... έκανε ξαφνικά και χύθηκε απάνω μου με αναφιλητά. Με τράνταξε με τράβηξε κι εγώ ήμουν σα χαμένος. Στο σκοτάδι είδα τα μάτια της να λάμπουνε και το πρόσωπό της χλωμό. Δίχως να νοιώσω βρέθηκα άντικρυ στην μητέρα μου και την αδερφή μου και την μητέρα της στην αυλόπορτα. Την πήρανε με βία.
— Σαν δεν ντρέπεσαι που πας και μπλέκεις έλεγεν αδιάκοπα η αδερφή μου. Κι εγώ τρόμαζα μην την ξαναϊδώ μπροστά μου έτσι όπως ήτανε με το χλωμό πρόσωπο και τ΄ αγριεμένα μάτια. Μέσα μου παράξενα φχαριστιόμουν γι΄ αυτό μα σύγκαιρα τη λυπόμουν…
Ήταν περασμένη η νύχτα. Στο σπίτι μου κοιμόνταν. Διάβαζα μ΄ αλλόκοτη όρεξη αυτό το βράδυ. Ξαφνικά άκουσα μια φωνή κάτω από το παράθυρο. Δεν πήγε ο νους μου πως θα ήταν ξανά αυτή. Τ΄ άνοιξα και την είδα κάτου στην αυλή με την μητέρα της που την τράβαγε.
Κατέβηκα αθέλητα σιγά.
Τούτη φορά δεν έκλαιγε. Με κοίταζε μόνο μ΄ αγριεμένη όψη.
΄ — Γιατί δεν έρχεσαι εκεί… μου είπε.
— Που εκεί… ρώτησα.
— Στο σπίτι…
Και ξανά έβγαλε μια φωνή δυνατή.
Κι ύστερα πολλές φωνές άγριες, τρικυμιστές…
Ξυπνήσανε όλοι. Είδανε το ανοιχτό παράθυρο με το φως, τις ανοιχτές πόρτες και τρέξανε.
Γύρισα ύστερα από λίγο που έγινε ησυχία στο σπίτι. Από το αντικρινό βουνό έβγαινε το φεγγάρι μικρόσκημο. γαλανωπό… Δεν ξέρω γιατί μου φαινόταν πως θ΄ άκουγα ξανά τη φωνή της τρικυμιστή και άγρια να σκίζει τον ήσυχο βραδινόν αέρα…
Πέρασε λίγος καιρός κι έφυγα…
Κυλήσανε τα χρόνια κι έμαθα πως παντρεύτηκε. Ύστερα πως απόχτησε ένα παιδί. Η μανία για την επιστήμη μου θέριευε μέσα μου τώρα. Καταλαβαίνεις πως σηκωνόμουν πολλά μέτρα από τη ζωή, από τη γης της απόμερης πολιτείας μου καΙ πλανευόμουν στους ορισμούς και στα βιβλία μου; Κι όσο τόνοιωθα τόσο η λαχτάρα μου μεγάλωνε; Καταλαβαίνεις πως είχα ξεχάσει την παλιά ιστορία... Και μόνο τις προάλλες μου τη θύμισε η μητέρα της που την είδα εδώ.»
— Πως… πετάχτηκεν ο μουσικός.
«Μου είπε πως πέθανε και την τελευταία στιγμή φώναζε τ΄ όνομά μου όπως και τότες στην νύχτα εκείνη στην ησυχία, με την άγρια τρικυμιστή της φωνή, σαν χαροπάλευε... Και το φώναζε όσο που έσβησε στα χείλια της...»
*
* *
Ο επιστήμονας έπαψε.
— Τόσο αίστημα, μουρμούρισεν ο υπάλληλος.
— Συνηθισμένη ιστορία είπεν ο Πέρκας. Μόνο ο μουσικός δε μίλησε. Καθόταν με απλωμένο πόδι στη γωνιά και τα μάτια του μεγάλα, ισκιωμένα βλέπανε έξω.
Ανήσυχος τόνος, ο σκοπός του δικού του τραγουδιού και της ιστορίας.
Του επιστήμονα ήμερος μα γιομάτος λύπη βουβή.
Είχε πέσει πια το σκοτάδι κι η κάμαρα φωτιζότανε από το χλωμό φως που έκαιγε στο καντήλι στην εικόνα του άγιου μπροστά. Ο μουσικός σηκώθηκε κι έκανε να τραγουδήσει. Μα ο σκοπός κύλησε θλιβερός από τα χείλια του κι έσβησε σαν παράπονο.
Ο επιστήμονας μόνο δεν είχε σηκωθεί. Φαινόταν πως θ΄ άρχιζε ξανά την ιστορία του όπως θα μίλαγε για την επιστήμη του. Σα να είχε δέσει τη ζωή μ΄ αυτήν κι έτρεχε κοντά της στους ορισμούς και στις διάταξες.
*
* *
Καθώς βγήκανε στο δρόμο ο κουτσός μουσικός είπε στον υπάλληλο.
— Με τέτοια ιστορία και να μην λαλάει η καρδιά αυτουνού του ανθρώπου. Θα την τραγούδαγα με χίλια στόματα. Τέτοιο μυστήριο…
Κι ο υπάλληλος κοιτάζοντας αδιάφορα πέρα.
— Παραμύθια αδερφέ…
Είναι να λες λυπητερά παραμύθια σε τέτοιο φως που ζεις...
Κι ο αέρας που φύσηξε σα να τους χτύπησε πλημμυρισμένος από λουλούδια της νύχτας.
....................................................................................
Το διήγημα αντλήθηκε από το ιστολόγιο του κ.Σαραντάκου
τον οποίο ευχαριστώ ! Σαραντάκος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου