Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Αντίγονος ο Καρύστιος (250 π.Χ. — 197 π.Χ.) : Γλύπτης, επιγραμματοποιός, Συγγραφέας






Ο Αντίγονος ο Καρύστιος (στη λατινική Antigonus Carystius, 250 π.Χ. — 197 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας γλύπτης και επιγραμματοποιός, και συγκεκριμένα χαλκοπλάστης, από την Κάρυστο, ο οποίος έζησε στην Αθήνα και μετά στην Πέργαμο.

Ο Αντίγονος φιλοτέχνησε αρκετούς χάλκινους ανδριάντες, διακρίθηκε όμως και ως συγγραφέας. Συνέγραψε μία «Ιστορία της ζωγραφικής και της ανδριαντοποιίας» από την οποία άντλησε υλικό ο Πλίνιος (Nat. Hist. xxxiv 19), ενώ από το έργο του Βίοι φιλοσόφων περιέσωσε πολλά αποσπάσματα ο Διογένης Λαέρτιος. Διασώθηκε ακέραιο το έργο του Αντιγόνου Ιστοριών παραδόξων συναγωγή. Είναι πάντως αμφισβητήσιμο το αν ο γλύπτης και ο συγγραφέας των πλην της «Ιστορίας της ζωγραφικής...» έργων είναι το ίδιο πρόσωπο. Εξαιρετική μονογραφία για τον Αντίγονο τον Καρύστιο έγραψε ο μεγάλος Γερμανός φιλόλογος Βιλαμόβιτς (Ulrich von Wilamowitz-Moellendorff)

Το παρακάτω κείμενο, ώς έχει, από το εξαιρετικό ιστολόγιο  Αντίγονος ο Καρύστιος 9250-197 Π.Χ.) του Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου



[Ὡς βάση γιὰ τὸ κείμενο: Poetae melici Graeci, edidit D. L. Page, Clarendon Press, Oxford 1962, σελ. 41. Γιὰ τὶς γλῶσσες, βλ. Λογεῖον.]

Τῶν δὲ  ἀ λ κ υ ό ν ω ν,  οἱ ἄρσενες  κ η ρ ύ λ ο ι  καλοῦνται. Ὅταν οὖν ὑπὸ τοῦ γήρως ἀσθενήσωσιν καὶ μηκέτι δύνωνται πέτεσθαι, φέρουσιν αὐτοὺς αἱ θήλειαι ἐπὶ τῶν πτερῶν λαβοῦσαι… Καὶ ἔστι τὸ ὑπὸ τοῦ  Ἀ λ κ μ ᾶ ν ο ς  λεγόμενον τούτῳ συνῳκειωμένον· φησὶν γὰρ ἀσθενὴς ὢν διὰ τὸ γῆρας καὶ τοῖς χοροῖς οὐ δυνάμενος συμπεριφέρεσθαι οὐδὲ τῇ τῶν παρθένων ὀρχήσει:

Τ’ ἀρσενικὰ τῶν  ἀ λ κ υ ό ν ω ν  ὀνομάζονται  κ η ρ ύ λ ο ι. Ὅταν γίνωνται ἀδύναμοι ἀπ’ τὰ γηρατειὰ καὶ δέν μποροῦν πιὰ νὰ πετοῦν, τοὺς παίρνουνε τὰ θηλυκὰ πάνω στὰ φτερά, καὶ τοὺς πᾶνε… Κ’ ὑπάρχει τὸ σχετικὸ μ’ αὐτὸ λεγόμενο τοῦ  Ἀ λ κ μ ᾶ ν ο ς· γιατὶ λέγεται, ὄντας ἀδύναμος ἀπ’ τὰ γηρατειὰ καὶ μή μπορῶντας νὰ τραβήξῃ παρέα τοὺς χορούς, μήτε τῶν παρθένων τὴν ὄρχηση:

Οὔ μ’ ἔτι, παρσενικαὶ μελιγαρύες ἱαρόφωνοι,

Ἐμένα πιά, παρθενικὲς γλυκειὲς φωνοῦλες ἱερές,

γυῖα φέρην δύναται· βάλε [<ἀβάλε] δὴ βάλε κηρύλος εἴην [δωρικὴ παροιμία],

τὰ γόνατα μου δέ βαστᾶνε· ἄχ καὶ νάμουνα κηρύλος,

ὅς τ’ ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ’ ἀλκυόνεσσι ποτήται [πρβλ Ἀριστοφάνους Ὄρνιθες, στ. 251]

ποὺ στὸν ἀνθὸ πετάει τοῦ κύματος, παρέα μὲ τὶς ἀλκυόνες, 

νηδεὲς ἧτορ ἔχων, ἁλιπόρφυρος ἱαρὸς ὄρνις.

δίχως δέος-φόβο νάχῃ στὴν καρδιά

-τὸ ἱερό, τὸ ἅλικο θαλασσοπούλι…



.  .  .

Δεν υπάρχουν σχόλια: