"Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία Πυρσού" Τόμος ΙΑ' Σελ: 828
Στο ιστολόγιο του καθηγητού Α.Π.Θ. Σταύρου Γκιργκένη μπορούμε να βρούμε πληθώρα πληροφοριών για τον Ευφορίωνα... (Το προτάσσω για να μην σας διαφύγει το link)
Παρουσίαση
...................
Γιος του Πολύμνηστου από τη Χαλκίδα της Εύβοιας, έζησε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα (κατά τη Σούδα γεννήθηκε γύρω στο 275 π.Χ.). Υπήρξε μαθητής στην Αθήνα των φιλοσόφων Πρύτανη, αρχηγού της Ακαδημίας μετά το 241 π.Χ., και του Περιπατητικού Λακύδη,[1] καθώς και του ποιητή Αρχέβουλου από τη Θήρα. Ευνοούμενος πρώτα της Νικίας, συζύγου του Αλέξανδρου, κυβερνήτη τότε της Εύβοιας, μετανάστευσε αργότερα στην Αντιόχεια του Ορόντη στη Συρία, στην αυλή του Αντιόχου Γ΄ του Μεγάλου (223-187 π.Χ.), όπου έγινε διευθυντής της εκεί βιβλιοθήκης. Υπήρξε κυρίως ποιητής επικών ποιημάτων[2] και επιγραμμάτων, καθώς και έργων σε πεζό λόγο,[3] μεταξύ των οποίων και ένα λεξικό του Ιπποκράτη σε 6 βιβλία. O Ευφορίων χαρακτηριζόταν (και συνήθως κατακρινόταν) στην αρχαιότητα για το εκκεντρικό υλικό των θεμάτων του, για το σκοτεινό του ύφος και τις δύσκολες και σπάνιες λέξεις που χρησιμοποιούσε (γλῶσσαι). Φαίνεται ότι επιθυμούσε να εντυπωσιάζει με λεκτικά και ευφωνικά ηχητικά παιχνίδια τους αναγνώστες του. Δεν έλειψαν, ωστόσο, και οι θαυμαστές, όπως ο Ρωμαίος ερωτικός ποιητής Κορνήλιος Γάλλος, ο οποίος τον απέδωσε στα Λατινικά, και ο αυτοκράτορας Τιβέριος. Γενικά η επίδρασή του σε αρκετούς Ρωμαίους ποιητές νεωτεριστικών τάσεων, οι οποίοι εμπνέονταν από τις Αλεξανδρινές καλλιτεχνικές αρχές, υπήρξε μεγάλη και προκάλεσε την αντίδραση του Κικέρωνα, που τους αποκάλεσε (Τusc. 3, 45) cantores Euphorionis, δηλ. υμνητές του Ευφορίωνος.
(Σούδα*, στο λήμμα Ευφορίων:
Ευφορίων, του Πολύμνηστου, Χαλκιδεύς, από την Εύβοια., μαθητής στα φιλοσοφικά του Λακύδη και του Πρύτανη και στα ποιητικά του ποιητή Αρχέβουλου από τη Θήρα, του οποίου λέγεται ότι υπήρξε και ερωμένος. Γεννήθηκε κατά την 126η [4] Ολυμπιάδα, τότε που και ο Πύρρος ηττήθηκε από τους Ρωμαίους. Η όψη του είχε το χρώμα του μελιού, ήταν παχύς και στραβοπόδαρος. Επειδή τον πήρε υπό την προστασία της η Νικία, γυναίκα του Αλέξανδρου, γιου του Κρατερού, ο οποίος βασίλευσε στην Εύβοια, έγινε πολύ πλούσιος και μετέβη στον Αντίοχο τον Μέγα, που βασίλευε στη Συρία, ο οποίος τον έκανε προϊστάμενο της εκεί δημόσιας βιβλιοθήκης. Πέθανε εκεί και θάφτηκε στην Απάμεια, αλλά όπως λένε μερικοί στην Αντιόχεια. Επικά του βιβλία είναι τα ακόλουθα: Ησίοδος, Μοψοπία ή Άτακτα (ονομάζεται Άτακτα γιατί περιλαμβάνει σύμμεικτες ιστορίες και Μοψοπία, γιατί η Αττική λεγόταν παλιά Μοψοπία, από την κόρη του Ωκεανού Μοψοπία η υπόθεση του ποιήματος αφορά την Αττική). Χιλιάδες: το έργο έχει ως υπόθεση αυτούς που του στέρησαν τα χρήματα, τα οποία τους είχε εμπιστευθεί, δηλαδή ότι θα τιμωρηθούν έστω και αργά στο μέλλον. Κατόπιν συγκεντρώνει χρησμούς που εκπληρώθηκαν στη διάρκεια χιλίων ετών. Τα βιβλία αυτού του έργου είναι πέντε και η πέμπτη χιλιάδα επιγράφεται Περί Χρησμών, δηλαδή ότι εκπληρώνονται σε χίλια χρόνια.
[1] Σύμφωνα με τον Φώτιο (Βιβλ. κωδ. 279 Bekker p. 532b) ο Ευφορίων έγινε μάλιστα πολίτης της Αθήνας.
[2] Τίτλοι έργων: Αλέξανδρος, Άνιος, Απολλόδωρος, Χιλιάδες, Γέρανος, Αραί (ή Ποτηριοκλέπτης), Διόνυσος, Διόνυσος κεχηνώς, Ησίοδος, Ιστία, Υάκινθος, Μοψοπία, Φιλοκτήτης κ.α.
[3] Ιστορικά υπομνήματα, Περί Αλευάδων, Περί Ισθμίων, Περί μελοποιών.
[4] Δηλ. ανάμεσα στα 276-272 π.Χ.
O άνθρωπος που βάσκανε τον ίδιο του τον εαυτό
Το απόσπασμα αυτό του Ευφορίωνα (Πλούτ., Συμπ. 682Β) αναφέρεται στην αρνητική ικανότητα ορισμένων ανθρώπων να ματιάζουν τον ίδιο τον εαυτό τους και θα μπορούσε να ανήκει στο χαμένο ποίημά του Υάκινθος. Ο Ευτελίδας που ονοματίζεται στο κείμενο πρέπει να ταυτίζεται με κάποιον Αρκάδα, ο οποίος είχε μείνει στη μνήμη των συγχρόνων του ως ακόλαστος στη γλώσσα και άνθρωπος που φθονούσε όσους ευτυχούσαν (βλ. Σούδα, λήμμα ακόλαστος). Υφίσταται ως τιμωρία την βασκανία που μέχρι τότε προκαλούσε στους άλλους. Η ιστορία έχει σαφέστατη παραπομπή στο μύθο του Νάρκισσου, αφού ο Ευτελίδας αρρωσταίνει μόλις βλέπει την αντανάκλασή του στο ποτάμι:
Ωραία ήταν κάποτε, ωραία, του Ευτελίδα τα μαλλιά.
Μα ο ίδιος τον εαυτό του βάσκανε ο ολέθριος άντρας
μέσα στον όλο δίνες ποταμό αντικρίζοντάς τον.
Κι αμέσως αρρώστια ανάρμοστη τον έπιασε.[1]
[1] H αρρώστια δεν αναφέρεται, αλλά προφανώς επρόκειτο για πτώση των μαλλιών ή αλωπεκία.
Επίγραμμα στον νεαρό Εύδοξο
Παλ. Ανθ. 6. 279. Το επίγραμμα εύχεται τη μελλοντική επιτυχία ενός αγοριού, με την ευκαιρία της τελετουργικής αφιέρωσης εκ μέρους του των μαλλιών του στον Απόλλωνα, πράξη που σηματοδοτεί το πέρασμά του στην εφηβεία.
Όταν ο Εύδοξος κούρεψε τα ωραία μαλλιά του για πρώτη φορά,
στο Φοίβο τα χάρισε παιδική ομορφιά.
Αντί για πλεξούδες, κάλλος των Αχαρνών να τον ακολουθεί,
Εκηβόλε, [1] ο κισσός [2] που πάντα να θάλλει.
[1] Λατρευτική ονομασία του Απόλλωνα που σημαίνει «αυτός ο οποίος βάλλει (από) μακριά», ενν. με το τόξο του.
[2] Ο κισσός είναι από τον αθηναϊκό δήμο των Αχαρνών, γιατί λέγεται ότι εκεί φύτρωσε για πρώτη φορά ο κισσός στη γη. Ο κισσός, ως ιερό φυτό του Διόνυσου, συμβολίζει την επιτυχία στο θέατρο και την ποίηση και αυτό είναι αναμφίβολα που εύχεται ο ποιητής στον Εύδοξο.
"Δεσμός" Τεύχος:3 Σελ:2 Μάης-Ιούνης 1961
Ο Διόνυσος που χάσκει (Διόνυσος Κεχηνώς, Ευφορίων 2)
Στο ποίημα αυτό φαίνεται ότι ο Ευφορίων ασχολούνταν με κάποιον αιτιολογικό μύθο, δηλαδή μύθο ο οποίος αποσκοπούσε στη δικαιολόγηση μιας ορισμένης λατρείας ή ενός λατρευτικού ονόματος θεού. Συγκεκριμένα στο ποίημα αυτό ο Ευφορίων προσπαθούσε να εξηγήσει, αξιοποιώντας μια τοπική παράδοση, την περίεργη ονομασία ενός ναού του Διονύσου στη Σάμο, ο οποίος αποκαλούνταν ναός του Κεχηνότος (=του Χάσκοντος) Διονύσου, δηλαδή του Διόνυσου που χάσκει. Την πιθανή μορφή της διήγησης αντλούμε από τον Πλίνιο, ο οποίος φαίνεται να έχει υπόψη του την ίδια ιστορία.
(Πλίνιος, Ν.Η. 8. 16. 57:) Ο Ελπίς, Σάμιος στην καταγωγή, ο οποίος εξόκειλε με το πλοίο του στην Αφρική, όταν αντίκρισε κοντά στην ακτή ένα λιοντάρι με το στόμα του να χάσκει απειλητικά, ζήτησε καταφύγιο σε ένα δέντρο, καλώντας ταυτόχρονα σε βοήθεια τον πατέρα Διόνυσο, καθώς τότε κυρίως είναι καιρός για προσευχές, όταν δεν υπάρχει καμιά ελπίδα. Όμως το θηρίο, ενώ θα μπορούσε, δεν προσπάθησε να τον εμποδίσει την ώρα που προσπαθούσε να φύγει, αλλά ξαπλώνοντας δίπλα στο δέντρο ζητούσε οίκτο με το χάσκον στόμα του, με το οποίο τον είχε τρομάξει. Γιατί ένα κόκαλο είχε καρφωθεί στα δόντια του από κάποιο ορμητικό δάγκωμα και το βασάνιζε με πείνα και όχι μόνο με το ίδιο του το τσίμπημα, έτσι καθώς τον κοίταζε σαν να τον παρακαλούσε σιωπηλά για βοήθεια... Τέλος κατέβηκε από το δέντρο και του έβγαλε το κόκαλο... Και παραδίδεται ότι όσο καιρό παρέμενε το πλοίο σ' εκείνη την ακτή, το λιοντάρι ανταπέδιδε τη χάρη φέρνοντας θηράματα. Γι' αυτό το λόγο ο Ελπίς αφιέρωσε ναό στον πατέρα Διόνυσο στη Σάμο, τον οποίο εξαιτίας εκείνου του συμβάντος οι Έλληνες αποκαλούν ναό του Χάσκοντος Διόνυσου.
(Αιλιανός, Περί ζώων ιδ. 7. 48:) Ίδιον των ζώων είναι και η μνήμη. Συμφωνεί με όσα ειπώθηκαν προηγουμένως και δείχνει προς την ίδια κατεύθυνση η περίπτωση του λιονταριού που σχετίζεται με το ναό του Χάσκοντος Διονύσου στη Σάμο. Και δε θα έπρεπε να θεωρείται τερατώδες. Αυτό ας ακουστεί, διότι το περιέγραψαν ο Ερατοσθένης, ο Ευφορίων και άλλοι.
Η λατρεία του Σείριου στην Κέα και ο αφανισμός των Φλεγυών
Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις οι Φλεγύες ήταν λαός με κοιτίδα τη Θεσσαλία και επιχείρησαν κάποτε να συλήσουν το μαντείο των Δελφών, ενώ ο επώνυμος ήρωάς τους Φλεγύας επιχείρησε να πυρπολήσει το ναό του Απόλλωνα. Εγκαταστάθηκαν και στο νησί της Κέας, όπου συνέχισαν την ασεβή περιφρόνησή τους προς τους θεούς, με αποτέλεσμα να τιμωρηθούν από τον Ποσειδώνα και τον Απόλλωνα:
(Σχόλιο Σέρβιου στην Αινειάδα του Βεργίλιου 6, 618): Αυτοί (οι Φλεγύες), σύμφωνα με τον Ευφορίωνα, ήταν νησιωτικοί πληθυσμοί αρκετά ασεβείς και βέβηλοι προς τους θεούς. Γι' αυτό και ο Ποσειδώνας οργισμένος έπληξε με την τρίαινά του εκείνο το μέρος του νησιού που κατείχαν οι Φλεγύες και τους αφάνισε όλους.
Η πληροφορία του Σέρβιου σχετικά με τον Ευφορίωνα και την αναφορά του στους Φλεγύες επιβεβαιώθηκε από πάπυρο της Οξυρρύγχου του 1ου αιώνα μ.Χ. Ο πάπυρος διέσωσε ένα απόσπασμα 14 στίχων του Ευφορίωνα, στο οποίο αναπτύσσονται δύο μύθοι του νησιού της Κέας. Ο πρώτος (στ. 4-9) είναι ο μύθος της σωτήριας άφιξης του Αρισταίου στο νησί. Ο Αρισταίος ήταν γιος του Απόλλωνα και της Κυρήνης, σπουδαίος μάντης και γιατρός. Από το μαντείο των Δελφών έλαβε κάποτε εντολή να πάει στην Κέα να βοηθήσει τους κατοίκους που τους ταλαιπωρούσε η ξηρασία και ο καύσωνας. Εκεί ίδρυσε ναό και λατρεία προς τιμή του Δία Ικμαίου (του κυρίου των βροχών) και έκανε θυσία στον Σείριο ή άστρο του Κυνός, όπως τον έλεγαν οι αρχαίοι, οι οποίοι τον συνέδεαν με τις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού (τα λεγόμενα κυνικά καύματα). Ο Δίας εισάκουσε τις ικεσίες του και διέταξε από τότε να πνέουν οι ετησίαι, οι ετήσιοι άνεμοι που δροσίζουν τις Κυκλάδες.
Ο δεύτερος μύθος (στ. 11-12) αναφέρεται στην καταστροφή των Φλεγυών και την ηρωοποίηση δύο γυναικών του λαού αυτού, της Μακελούς και της Δεξιθέας. Σύμφωνα με τις παραδόσεις της Κέας ο Απόλλωνας και ο Ποσειδώνας, όταν αφάνισαν τους Φλεγύες για τον ασεβή χαρακτήρα τους, διέσωσαν μόνο τη Μακελώ και την κόρη της Δεξιθέα, επειδή τους φιλοξένησαν με ζήλο. Σύμφωνα πάντως με ορισμένους συγγραφείς (Νίκανδρος, Οβίδιος) η Μακελώ πέθανε μαζί με τους άλλους Φλεγύες και αυτήν την εκδοχή φαίνεται να ακολουθεί εδώ ο Ευφορίων. Ωστόσο σε κάθε περίπτωση και οι δύο γυναίκες αναβαθμίστηκαν σε κατώτερες θεότητες.
Σε όλο το απόσπασμα που μεταφράζεται παρακάτω μοιάζει να μιλούν οι Μούσες:
(οι τρεις πρώτοι στίχοι είναι πολύ φθαρμένοι)
[(οι κάτοικοι)] (θαυμάζανε) τη γνώση του θεού που είχε ο Αρισταίος
προσέχοντας πότε ο διψαλέος Κύων μαραίνει την ήμερη βελανιδιά,
και των νέων τα γόνατα ξηραίνονται άνυδρα.
Τότε δίνουν προσοχή στο άστρο της Μαίρης [1] που φέρνει κάματο...
[ ] Γιατί στ' αλήθεια αυτό ή θα σε βλάψει ή θα σε ωφελήσει. [2]
Αν σωστά υπολογίσεις θα σ’ ωφελήσει, αν κάνεις λάθος σ' έβλαψε.
[ ] κι οι δυο σας [3] μακάρι να είστε ελεήμονες...
(και η Μακελώ) που πέθανε με τους (άλλους) Φλεγύες.
Εσένα και στο μέλλον θα σε θυμηθούμε, φίλε αοιδέ, [4]
τον Φοίβο ξεγελώντας. Αυτό θα’ ναι το δώρο μας
για τη γλυκύτητά σου, που γι’ αυτήν αμέτρητα θα μπορούσα να πω.
[1] Μαίρη ονομαζόταν το σκυλί του Ικάριου (βλ. την Ηριγόνη του Ερατοσθένη), το οποίο μεταμορφώθηκε στον αστερισμό του Σείριου ή Κυνός. Ο Αρισταίος είχε διατάξει τους Κείους να παρατηρούν κάθε χρόνο οπλισμένοι την επιτολή του Σείριου και να του κάνουν θυσία.
[2] Εδώ φαίνεται ότι οι Μούσες απευθύνονται στον ποιητή.
[3] Εδώ οι Μούσες φαίνεται να απευθύνονται στη Δεξιθέα και τη Μακελώ σαν να ήταν ηρωίδες και εύχονται να εξελιχτούν σε ευμενείς για τους κατοίκους της Κέας θεότητες.
[4] Οι Μούσες απευθύνονται και πάλι στον ποιητή.
Η άνοδος του Κέρβερου στον Πάνω Κόσμο
To κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από βιβλίο σε περγαμηνή του 5ου αιώνα μ.Χ. Έγινε αντιληπτό ότι ανήκει στον Ευφορίωνα με τη βοήθεια ενός σχολίου στα Θηριακά (στ. 288) του Νικάνδρου: το σχόλιο περιείχε τον στίχο 11 του κειμένου της περγαμηνής και τον απέδιδε στον Ευφορίωνα.
Το χωρίο περιγράφει τον μυθικό σκύλο του Άδη, τον Κέρβερο, όταν τον ανέβασε ο Ηρακλής από τον Κάτω Κόσμο στο φως, και τον τρόμο που προκαλεί η θέα του. Δε γνωρίζουμε από ποιο έργο του Ευφορίωνα προέρχεται το απόσπασμα, αν και ίσως θα ήταν δυνατό να συνδεθεί με τον Ξένιο, μια σύνθεση του Ευφορίωνα της οποίας την υπόθεση αγνοούμε, γνωρίζουμε όμως ότι γινόταν κάπου σ' αυτήν λόγος για τον Ηρακλή και τον Κέρβερο (σχόλιο στην Ιλ. Ε 99): «...και ο Ευφορίων στον Ξένιο ισχυρίζεται ότι εκεί (δηλ. στην Ηράκλεια του Πόντου) ο Κέρβερος οδηγήθηκε στον Πάνω Κόσμο από τον Ηρακλή και ξέρασε χολή, από την οποία φύτρωσε το δηλητήριο που λέγεται ακόνιτον».
(Οι 4 πρώτοι στίχοι είναι κατεστραμμένοι)
Πίσω του, μαζεμένα της ουράς του τα φίδια,
απ’ το κάτω μέρος της μαλλιαρής του κοιλιάς γλειφόντουσαν γύρω στα πλευρά,
και στα βλέφαρα μέσα τα μάτια του άστραφταν σαν κύανος. [1]
Σίγουρα σε κάποια καμίνια κάπου στη Λιπάρα [2]
ή στην Αίτνα την γεμάτη καπνό, στην αυλή του Αστερόπου, [3]
τέτοιες σηκώνονται λάμψεις, όταν με σφυριά χτυπιέται ο σίδηρος,
κι αναπηδούν στον αέρα, βοά το αμόνι που δουλεύεται έμπειρα.
Έφτασε ο Κέρβερος στην Τίρυνθα, στο μοχθηρό Ευρυσθέα,
από τον Άδη, ζωντανός, τελευταίος από δώδεκα άθλους.
Φοβισμένες στα τρίστρατα της γεμάτης κριθάρι Μιδέας [4]
οι γυναίκες με τα παιδιά τους μαζί τον κοιτούσαν.
[1] Δε γνωρίζουμε τι ακριβώς ήταν ο κύανος. Πρόκειται πάντως για ένα υλικό που χρησίμευε στην κατασκευή των ασπίδων και πήρε το όνομά του από το βαθυγάλαζο χρώμα του. Ίσως να ήταν κυανός χάλυβας.
[2] Ηφαιστειογενή νησιά στην Τυρρηνική θάλασσα, στα βόρεια της Σικελίας. Στο πρωτότυπο αποκαλούνται Μελιγουνίς, σπάνιο όνομα γι' αυτά τα νησιά, το οποίο όμως ο Καλλίμαχος (Ύμνος στην Άρτεμη 47-48) θεωρεί ως αρχαιότερο.
[3] Κύκλωπας, ένας από εκείνους που χάλκευαν τον κεραυνό του Δία. Αλλού είναι γνωστός με το όνομα Αστερόπης, Αστεροπαίος ή Στερόπης.
[4] Πόλη της Αργολίδας ανάμεσα στις Μυκήνες και την Τίρυνθα.
Ευφορίων ο Χαλκιδεύς: Κατάρες για τον κλέφτη του ποτηριού
Αραί ή Ποτηριοκλέπτης
Το ακριβές περιεχόμενο του ποιήματος είναι άγνωστο. Ο αφηγητής καταριέται με απανωτά μυθολογικά παραδείγματα κάποιον που του έκλεψε ένα ποτήρι. Το ποίημα φαίνεται να αποτελεί μια παιγνιώδη προσπάθεια επίδειξης μυθολογικών γνώσεων και όχι μια σοβαρή προσπάθεια απειλής.
α. Εκείνος που μου 'κλεψε, μόνος αυτός, το ποτήρι από την Αλύβη...[1]
β.[2]...πιο κακέ κι από τον Καλλικόωντα... [3]
γ.[4](μακάρι ο κλέφτης να πάθει αυτό που συνέβη)
...στην Έρση [5] (που έπεσε) κάτω από το Γλαυκώπιο,[6]
επειδή άνοιξε το ιερό καλάθι της Αθηνάς δέσποινας.
Ή να τσακιστεί, όπως τσακίζονταν οι οδοιπόροι στο μέρος που ο Σκείρων
ανάρμοστα λουτρά για τα πόδια του επινόησε.[7]
Όχι όμως για πολύ. Χτυπημένος απ' της Αίθρας το γιο, [8]
έσχατος λίπανε το λαιμό της χελώνας μας. [9]
Ή ίσως η Ταινάρια [10] Άρτεμη, που τις γυναίκες παραστέκει
στους πόνους του τοκετού, [11] τεντώνοντας το βίαιο τόξο της
με το βέλος να τον χτυπήσει.
Ή στον Αχέροντα να σηκώνει το βαρύ λιθάρι του Ασκάλαφου, [12]
που οργισμένη μαζί του η Δήμητρα στερέωσε πάνω στα μέλη του,
γιατί μόνος αυτός μαρτύρησε εναντίον της Περσεφόνης.
δ.[13]
(Ιωάνν. Διάκ. υπόμν. στο Ερμογ., Περί μεθ. δειν.:) Επειδή υπήρξαν πολλοί Ευρυβάτες που στάθηκαν πανούργοι, πράττονταν άλλα σε άλλους, όπως μνημονεύει και ο Ευφορίων:
(Να πάθεις) κι όσα για τους παλιότερους τους Ευρυβάτες τραγουδιούνται.
[1] Η Αλύβη, πόλη των Αλιζώνων στη Βιθυνία, ήταν διάσημη για τα μεταλλεία αργύρου της. Άρα «ποτήρι από την Αλύβη» μεταφορικά σημαίνει «ποτήρι αργυρό».
[2] Το απόσπασμα (Ηρωδιαν., Περί μον. λέξ. 3, 2, 915 Lentz) παραδίδεται δίχως να αναφέρεται από ποιο έργο έχει αντληθεί. Ωστόσο φαίνεται να ταιριάζει πολύ καλά στις Αρές και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο στον κλέφτη του ποτηριού.
[3] Ο Καλλικόων ή Κιλλικόων ήταν περίφημος προδότης (βλ. ήδη Αριστοφ., Ειρ. 363 κ.εξ.). Σύμφωνα με τη Σούδα (λήμμα πονηρός), ο Καλλικόων πρόδωσε την πατρίδα του Μίλητο στην Πριήνη. Όταν κάποτε, μετά την προδοσία, πήγε να αγοράσει κρέας από έναν συμπατριώτη του, εκείνος του έκοψε το χέρι με το μαχαίρι των χασάπηδων.
[4] Από περγαμηνή του 5ου αιώνα μ.Χ. Οι τρεις πρώτοι στίχοι είναι αθεράπευτα σπαράγματα. Το απόσπασμα είναι μια σειρά από κατάρες προς τον κλέφτη του ποτηριού που αντλούν υλικό από το χώρο του μύθου. Για να γίνει κατανοητό πρέπει να εννοηθεί στην αρχή μια φράση του τύπου «μακάρι ή τον καταριέμαι να πάθει ό,τι συνέβη και ...».
[5] Η Έρση και η Άγλαυρος, κόρες του πρώτου βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα, καταλήφθηκαν από μανία και έριξαν τον εαυτό τους από την Ακρόπολη, όταν τόλμησαν να ανοίξουν το ιερό καλάθι της Αθηνάς, μέσα στο οποίο μεγάλωνε υπό την προστασία δύο φιδιών ο Εριχθόνιος, γιος του Ήφαιστου, τη φροντίδα του οποίου είχε η Αθηνά. Όταν μεγάλωσε, ο Εριχθόνιος βασίλεψε στην Αθήνα. Βλ. Παυσ. 1, 18, 2.
[6] Σύμφωνα με το σχολιαστή στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη (στ. 33) το Γλαυκώπιο ήταν βράχος της Παλλάδας. Οι αρχαίοι διαφωνούσαν για την ακριβή τοποθεσία του, αλλά ο Ευφορίων καθαρά τον εντοπίζει στην Ακρόπολη.
[7] Σύμφωνα με τον πολύ γνωστό μύθο ο Θησέας, στο δρόμο για την Αθήνα, κοντά στα Μέγαρα, συνάντησε το ληστή Σκείρωνα, ο οποίος έβαζε τους περαστικούς να του πλύνουν τα πόδια και τους γκρέμιζε με μια κλωτσιά στη θάλασσα. Εκεί παραμόνευε μια μεγάλη χελώνα, η οποία έτρωγε τα πτώματα. Ο Θησέας κατόρθωσε να πιάσει το πόδι του Σκείρωνα και να τον πετάξει στο γκρεμό.
[8] Δηλ. το Θησέα.
[9] Ο Ευφορίων, αν λάβουμε υπόψη ότι είχε πολιτογραφηθεί Αθηναίος, με την κτητική αντωνυμία μας εννοεί την Αθήνα, διότι οι Αθηναίοι έτρεφαν ιστορικά βλέψεις για τα Μέγαρα και είχαν δημιουργήσει μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία τα Μέγαρα ήταν σε παλιούς χρόνους αθηναϊκά.
[10] Από το ακρωτήριο Ταίναρο της Πελοποννήσου. Η Ταινάρια Άρτεμη είναι κατά κύριο λόγο Άρτεμη της Λακεδαίμονας, όπου υπήρχε διάσημη λατρεία της θεάς στις Αμύκλες ως Ορθίας.
[11] Η Άρτεμη είχε ταυτιστεί με την Ειλείθυια, θεά που βοηθούσε τις γυναίκες στον τοκετό.
[12] Χθόνιος δαίμονας, ο οποίος αποκάλυψε στον Πλούτωνα ότι η Περσεφόνη, κόρη της Δήμητρας, είχε δοκιμάσει από το ρόδι που της είχε δώσει ο Πλούτωνας, για να ξεχνά τη μητέρα της. Η Δήμητρα τον τιμώρησε καταπλακώνοντάς τον με έναν βράχο, από τον οποίο τον ελευθέρωσε ο Ηρακλής, όταν πήγε στον Άδη να φέρει τον Κέρβερο. Βλ. Απολλόδ., Βιβλ. 1, 33.
[13] Το απόσπασμα παραδίδεται δίχως τίτλο έργου. Εικάζεται ότι ανήκει στις Αρές. Πρέπει και πάλι να εννοήσουμε μια φράση "να πάθεις ακόμη..."
Άνιος, ο προφήτης γιος του Απόλλωνα
Ο Άνιος ήταν γιος του Απόλλωνα και της Ροιούς ή Κρέουσας, κόρης του Στάφυλου, ο οποίος με τη σειρά του ήταν γιος του Διόνυσου (το όνομά του είναι ενδεικτικό της διονυσιακής του καταγωγής). Όταν ο Στάφυλος αντιλήφθηκε ότι η κόρη του ήταν έγκυος, την έκλεισε σε μια λάρνακα και την πέταξε στη θάλασσα, μοτίβο που το ξαναβρίσκουμε στο μύθο του Ακρίσιου και της Δανάης. Τα κύματα έβγαλαν τη λάρνακα στην Εύβοια, όπου και γεννήθηκε ο Άνιος. Ο πατέρας του Απόλλωνας τον μετέφερε στη Δήλο, όπου παντρεύτηκε τη Δωρίππη. Απ’ αυτήν απέκτησε την Ελαΐδα, τη Σπερμώ και την Οινώ, στις οποίες ο Διόνυσος έδωσε το χάρισμα να παράγουν από τη γη λάδι, σιτάρι και κρασί. Ο Απόλλωνας δίδαξε στον Άνιο τη μαντική τέχνη και ο τελευταίος προφήτεψε στον Αγχίση μετά το τέλος του Τρωικού Πολέμου όσα επρόκειτο να συμβούν στους απογόνους του. Τον Άνιο επισκέφτηκε για να τον συμβουλευτεί και ο Θάσος, γιος του Αγήνορος, ψάχνοντας την αδερφή του Ευρώπη. Βρήκε, όμως, τραγικό θάνατο, αφού τον κατασπάραξαν σκυλιά. Στο σωζόμενο δίστιχο που ακολουθεί, από το έργο του Ευφορίωνα Άνιος, ο Θάσος ταξιδεύει, πριν την άφιξή του στον Άνιο, στη Δωδώνη και τους Δελφούς (Πυθώ), για να συμβουλευτεί τα μαντεία για την τύχη της αδερφής του:
Έφτασε στη Δωδώνα,[1] που προφητεύει με του Δία τη βελανιδιά,
έφτασε και στην Πυθώ και την Προναία[2] τη γλαυκόμορφη.
[1] Εκτός από τον τύπο Δωδώνη υπήρχε και τύπος Δωδών, γενική Δωδῶνος, η δοτική του οποίου Δωδῶνι υπάρχει ήδη στο Σοφοκλή, Τραχ. 172.
[2] Λατρευτική ονομασία της θεάς Αθηνάς στους Δελφούς.
λίου)
* Σούδα
Το παρόν λεξικό, γραμμένο τον 10ο αιώνα μ.Χ., αποτελεί τον πρόδρομο των νεότερων και σύγχρονων αρχαιογνωστικών εγκυκλοπαιδικών λεξικών.
Θεωρείται η αρχαιότερη εγκυκλοπαίδεια που διασώθηκε μέχρι τις ημέρες μας.
Το έργο απαρτίζεται από 31.342 λήμματα, τα οποία διακρίνονται (κατά Bekker και Adler) στις εξής κατηγορίες:
α) λεξικογραφικές πηγές
β) υπομνήματα και συλλογές αρχαίων σχολίων
γ) παροιμίες
δ) ιστορικά έργα
ε) βιογραφίες
στ) φιλοσοφικά κείμενα
ζ) θεολογικές πηγές και
η) λογοτεχνικά έργα
Στις λεξικογραφικές πηγές του Σούδα εντάσσονται:
α) η λεγάμενη "επαυξημένη Συναγωγή" ή το λεξικό του Φωτίου περιλαμβάνει, εκτός από τη Συναγωγή λέξεων, το λεξικό του Αρποκρατίωνος, τα αττικιστικά λεξικά του Αιλίου Διονυσίου του Αλικαρνασέως και του Παυσανία, το πλατωνικό λεξικό του Βοηθού και εκείνο του Τιμαίου, έργα Δικών ονόματα και Λέξεις ρητορικαί αντίστοιχα - και το ομηρικό λεξικό του Απολλώνιου του Σοφιστού
β) ένα ρητορικό λεξικό
γ) η επιτομή του λεξικού του Αρποκρατίωνος
δ) Lexicon Ambrosianum -επιτομή του λεξικού του Διογενιανού-
ε) οι Λέξεις Ρωμαϊκαί -λεξικό λατινικών δανείων-
στ) τα Τακτικά -λεξικό στρατιωτικών όρων-
ζ) ετυμολογικά λεξικά και
η) η επιτομή της Φυσικής ιστορίας του Αριστοτέλη από τον Αριστοφάνη το Βυζάντιο
Στην κατηγορία των ιστορικών έργων που αξιοποιεί το Σούδα, συγκαταλέγονται:
α) οι Εκλογαί του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου
β) βυζαντινά χρονικά
γ) ιστορίες των αττικών ρητόρων και
δ) συλλογές χρησμών. (Γιώργος Δαμιανός, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου