Ο Σταμάτης Γκαβέτας γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στη Χαλκίδα. Απόφοιτος του Α.Τ.Ε.Ι. Διοίκηση Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας (Καλαμάτα) και τελειόφοιτος του ίδιου τμήματος σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο Ε.Α.Π. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και μένει στην Αθήνα. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα τέχνης ρητορικού λόγου, φωτογραφίας, σκηνοθεσίας και δημοσιεύει διηγήματα που γράφει στο διαδίκτυο και σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά
Τα δυό κοκκόρια
και η τρίτη είναι δική μου. »
Δεν έδωσα σημασία, πλησίαζαν βλέπεις και τα Χριστούγεννα, οπότε φαντάστηκα ότι θα ήταν κάποιο θρησκευτικό παραλήρημα . Όπως λέει άλλωστε και ο σοφός — ιδέα δεν έχω ποιος — όταν εσύ μιλάς στο Θεό είναι προσευχή, όταν εκείνος όμως σου μιλάει είναι σχιζοφρένεια.
Το τρίτο Σάββατο μ’ έναν ενδόμυχο φόβο να μου τρώει τα τζιέρια — βρε μπας — έπεσα για ύπνο. Μέσα στη λίμνη της πλάνης μου, σε αυτόν τον παραμορφωτικό καθρέπτη που συνηθίσαμε να λέμε όνειρο, σμιλευόταν το μέλλον, σπιθίζοντας του ύπνου το χαλί.
Δύο κοκκόρια είδα. Σαν σε αρένα παλαιστές, γυρίζανε το ένα γύρω από το άλλο, μετρώντας τις δυνάμεις τους. Το ένα ήτανε μαύρο με κόκκινες σαν αίμα ανταύγειες στα πλάγια, το άλλο άσπρο σαν το γάλα. Πολύ αγριεμένα και τα δύο, τίναζαν τα φτερά τους προτάσσοντας νύχια γαμψά και ράμφη, σαν άντρες που σηκώνουν τα μανίκια τους έτοιμοι για καυγά.
Στημένος σε μια γωνιά και έξω από τον αγώνα, κοιτούσα εγώ ανήμπορος να κάνω κάτι. Χιμάνε το ένα στ’ άλλο. Σκόνη σηκώνεται, αυτά τσιμπιούνται συνέχεια και με τα νύχια προσπαθεί το ένα να κυριαρχήσει πάνω στο άλλο. Μάχη σώμα με σώμα, μέχρι τελικής πτώσεως. Μάχη αιώνια. Φοβάμαι.
Σε μια στιγμή ένα από τα δύο — δε θυμάμαι ποιο — πετάγεται και με το μυτερό κεράτινο του πέταλο, μου τραβάει μια χαρακιά πάνω από τον αντίχειρα. Το αίμα χύνεται καυτό, κρατήρας ηφαιστείου από το χέρι μου, λερώνοντας όλο τον καμβά∙ δακρυσμένη ατάλαντου ζωγράφου πινελιά.
Στο σταυροδρόμι ζωής και θανάτου, για λίγο στάσιμος, τροχοπέδη στο χρόνο που μου δόθηκε για να φθάσω στο τέλος του, ξυπνώ, δραπετεύοντας από το ματωμένο μου κελί. Δύο ηλιαχτίδες σα μαχαιριές, εισβάλανε στο δωμάτιο, χτυπώντας αλύπητα τα νυσταγμένα μου βλέφαρά.
Χαμένος ακόμα στους μαιάνδρους του οράματος σηκώθηκα και άνοιξα το παράθυρο του σπιρτόκουτου μου. Άκουσα έναν κόκκορα, τελάλη της μέρας, να διαλαλεί το ξημέρωμα. Με τη ματιά και όχι με τα αφτιά ακολουθώ τον ήχο, ήτανε ο μαύρος.
Άναψα ένα τζιγάρο φωτίζοντας σα φάτνη το πρόσωπο μου, τράβηξα μια τσούρα γεμίζοντας κάθε κυψελίδα των πνευμόνων μου με άφθονο ασημί καπνό — καημού καταπραϋντικό και πόνου μέλλοντα.
Ντύθηκα γρήγορα, έβαλα τη μαύρη καμπαρτίνα, σήκωσα το γιακά να μη με τρώει τ’ αγιάζι και κίνησα να βρω γιατρό για πιστοποιητικό θανάτου, λες και δεν ήξερα από μόνος μου.
Στο ξόδι, μια χούφτα σκουληκιασμένο χώμα πήρα, την κοίταξα και με τα δάχτυλα μου σκάρωσα μια φατσούλα. Μάτια, στόμα, μύτη, χείλια. Χωμάτινος και ραγισμένος σαν άλλος ναυαγός σ’ ερημονήσι, αποχαιρέτησα το έργο μου λέγοντας του καλό ταξίδι και το έρριξα στην αδηφάγο γη.
Τελικά αυτό είναι η ζωή, ένα ποτήρι που γεμίζει στάλα τη στάλα και όταν ξεχειλίσει, λέμε πως είμαστε πλήρεις ημερών. Το μόνο που αλλάζει είναι το μέγεθος του γυαλιού, τίποτα άλλο, μονάχα αυτό, μονάχα…
Θεός χωρέσ’ τον…
. . .
Πληγή
Φορές αισθάνεσαι τόσο μόνος σαν πληγωμένος από τους ανθρώπους δράκος. Αρρυθμία στο ορμέμφυτο του έρωτα , χωρίς τα χνάρια σου στον κόσμο αυτό να αφήσεις. Να διαιρεθείς σα σπασμένος καθρέπτης στο πάτωμα και να ενωθείς ξανά σε μια εικόνα που θα χωράει και ο άλλος. Ποιος είναι αυτός ; Μόνο ένας ;
Τον εαυτό μου κοιτώ ή κάποιον άλλο; Στην αγορά του έρωτα ξόδεψα όλα τα λεφτά μου και τριγυρνώ με ένα αλλόκοτο πρόσωπο και τώρα ποιος θα με κοιτάξει; Τριάκοντα αργύρια στα αυτιά μου ταλανίζουν, προδοσία στο σύνολο, ακροβάτης στα ηλεκτροφόρα σύρματα της αγάπης. Γυμνός και ντροπιασμένος στο σαρκικό πηγάδι ∙ νερό με γεύση αλκαλική.
. . .
Μάχη Σικέ
Αλυχτάν μέρα και νύχτα τα σκυλιά του Παβλόφ, αποπροσανατολίζοντας την ορμή του καρναβαλιού δημιουργώντας τεχνικά ερεθίσματα.
Κανείς δεν είδε, κανείς δεν ξέρει για τη φυλή εκείνων που ζουν στο δρόμο με σύμπαν τους τον πόνο.
Πλίνθοι ατάκτως ερριμένοι μοιάζουν αστέρια ντροπής που ξεψυχάνε στην άσφαλτο.
Παρατηρητής σταυροφόρος με ζεμένο το άλογο στοχάζεσαι το τέλος μιας μάχης σικέ.
. . .
Λουσινία
Μύστες του χρόνου οι ωρολογοποιοί, ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Μέσα σε κάθε ρολόι που φτιάχνουν κρύβουν δύο μικροσκοπικούς νάνους. Αυτοί ξέρουν! Φορές όταν κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί όλοι έχουμε την αίσθηση πως ο χρόνος δεν περνά, τον καθυστερούν επίτηδες μήπως και κάτι αλλάξει, μα του κάκου.
Κείνο το βράδυ σε ένα κακόφημο μπαρ στο λιμάνι με το αλκοόλ να παίζει ζάρια με τα μάτια μου, είδα το φονικό της Λουσινίας. Ένας ναύτης ορφανός την καλούσε να του τραγουδήσει στο τραπέζι, αυτή όμως πεισματικά αρνιόταν, ο νταβάς τάχατες πως δεν έβλεπε. Από το μανίκι του οινοβαρή ναύτη γλίστρησε μια φαλτσέτα, η στίλβη της με τύφλωσε. Μια σχισμή στο λαρύγγι της και το ρέον αίμα έβαψε κόκκινο το άσπρο της φουστάνι. Μέσα από την αιμάτινη γραμμή στο λαιμό της είδα να βγαίνει ένα αηδόνι, με μια μαρμαρυγή τίναξε το αίμα από πάνω του και ένας αμανές από τόπο αλαργινό και ξένο κελάρυσε την θλιβερή εκείνη ώρα.
Πλανόβιος πια ο ναύτης, αποτραβηγμένος από τα εγκόσμια, χαύνος σε μια φυλακή, του νου την πιο σκληρή.
. . .
Έτη Κρίσης
Σκιές ανθρώπων σε κάθε στενό, σε όλη την επικράτεια κατάθλιψη. Εμπορικοί δρόμοι που κάποτε έσφυζαν από ζωή, τώρα τα μαγαζιά τους στη σειρά είναι κλειστά.
Τότε, εκείνο το απόγευμα του Οκτώβρη, ήταν που είδα ένα κεφάλι σε ένα τρέιλερ, αλλού χέρια αλλού πόδια – μαλλιοβράς. Ανήσυχος μπροστά σε αυτό το αποτρόπαιο θέαμα πλησίασα να δω καλύτερα γιατί δε μπορεί να βλέπω καθαρά – σκέφτηκα. Ένας έμπορος είχε φορτώσει την πραμάτεια του από το μαγαζί που έκλεινε. Εκεί, μέσα στα αποκαΐδια της προηγούμενης εμπορικής του δραστηριότητας υπήρχε και ένα πρόσωπο που ξεπετιόταν μέσα από τη σποδιά.
Την γνώρισα, ναι είμαι σίγουρος ότι ήταν αυτή, ένας συμφυρμός με έπιασε, αδύνατον – είπα, και έμεινα να κοιτώ σα χαύνος. Η Τζέσικα από τη βιτρίνα με τα ρούχα. Πόσοι και πόσοι περαστικοί δε θαύμασαν επάνω της την τελευταία λέξη της μόδας; Πόσα ζευγάρια δε φιλήθηκαν μπροστά της; Πόσοι δε φαντάστηκαν τα ρούχα της στο σώμα τους; Ίσως κάποιοι να την ερωτεύθηκαν κιόλας. Τώρα μετά από αυτή την ένδοξη ζωή αυτό είναι που της επιφυλάσσει το μέλλον, σπαρμένα κομμάτια σε μια χωματερή.
. . .
Τίμιος ήλος
Μεγάλη Εβδομάδα περιφέρομαι κουβαλώντας τον Σταυρό της μοναξιάς στην Πλάκα - τι γραφικός ; Ένας παλαιοπώλης έχει βγάλει την πραμάτεια του. Η λάμψη από το χρυσό κασελάκι ενός λούστρου που ήταν προς πώληση με τύφλωσε. Σφήνα στη μνήμη μου η θύμηση... Κάτω από την παλιά αγορά της Χαλκίδας υπάρχει μία πλατεία που περιμένουν υπομονετικά λούστροι. Θα 'μουν δε θα 'μουν επτά ετών όταν ο πατέρας με πήγε σε ένα από αυτούς να μου καθαρίσει τα παπούτσια . Αρνήθηκα με σθένος ένας μεγάλος άνθρωπος να υπηρετεί έναν μικρό σαν εμένα . Το βλέμμα του πατέρα σκοτείνιασε και το χέρι του είχε πάρει το δρόμο προς το σβέρκο μου. Ντράπηκα, φοβήθηκα και υπάκουσα... Τίμιος ο λούστρος, ήλος εγώ, μάρτυρας μιας θλιβερής ζωής , της δικής του. Τριάντα χρόνια μετά δεν έχω συμφιλιωθεί με την πράξη μου αυτή
. . .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου