Η Κυριακή Αν. Λυμπέρη γεννήθηκε και ζει στη Χαλκίδα. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Τα Ποιητικά, Το Φρέαρ, Οροπέδιο, Δέκατα, Μανιφέστο, Θευθ, Πόρφυρας, Το Κοράλλι, Δίοδος, καθώς και στα ηλεκτρονικά περιοδικά poeticanet, frear. gr και άλλα.
Κριτικά της σημειώματα για ποιητικά και άλλα βιβλία έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Απόπλους, στο περιοδικό Θευθ, στη στήλη «Αναγνώσεις» της Κυριακάτικης Αυγής και στα ηλεκτρονικά περιοδικά frear. gr και bookpress. Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών Αθηνών.
Μέχρι τώρα έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
«Κοιτούσα μέσα στο ποτήρι», Χαλκίδα 2009.
«Εμαυτού», Χαλκίδα 2010.
«Το κάλλος και το τραύμα», εκδ. Γαβριηλίδη, Αθήνα 2012.
«Ζητήματα ύψους», εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2015.
«Ορμητικοί φθόγγοι ως το χάνομαι» Οί Εκδόσεις των Φίλων (2017)
«Το ωραίο το φτιάχνεις»Οί Εκδόσεις των Φίλων (2019)
Συμμετοχή σέ συλλογικά έργα:
«Τα ποιήματα του 2015» – Κοινωνία των Δεκάτων,
«Τα ποιήματα του 17» Κοινωνία των Δεκάτων,
«Το παιδί στην Ποίηση» – Κύκλος Ποιητών 2018.
Ποιήματα της:
ΤΟ ΩΡΑΙΟ TO ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ
.....................
Είναι που ήθελα να είμαι με τους καλύτερους.
Κι έτσι κάποτε παρέδωσα
στο νοτιά τα μυστικά μου ανοίγματα
ακόμα η πνοή του περισσεύει στο στόμα μου
όμως κάθε ωραίο κάποτε τελειώνει.
Το ωραίο το φτιάχνεις, δεν υπάρχει από μόνο του·
μου έλεγε η εσωτερική αδελφή μου.
Ό,τι έχασες μπορείς να το ξανακερδίσεις·
ό,τι σου πήραν, σπείρε να φυτρώσει καινούριο.
Λοιπόν τον κήπο τώρα να καλλιεργήσω
να φύγουν τ’ αγριόχορτα
και να κοπούνε όλα τα ξερά, ανάμεσα
σε σάπιους σπόρους άνοιξη να μελετάω.
Κι ίσως η αιωνιότητα μου κάνει χάρη
ίσως ο Άδης να με λυπηθεί
μπορεί κι ο νοτιάς να καταθέσει
στο τέλος παράσημα στις πατούσες μου.
ΑΣΤΕΓΕΣ ΝΥΧΤΕΣ
................
Με άδεια μάτια στους δρόμους περιφέρεται
σε κάποιο παγκάκι
το πολύ πολύ να εμπιστευτεί τη λύπη.
’Άστεγες νύχτες, δίχως άστρα
μόνο ερωτηματικά
όπως, πού θα σε βρω επί τέλους
μήπως δεν έχεις καρδιά
μικρέ μου πρίγκηπα και τα τέτοια.
Δε σώνεται το πάθος εύκολα
αν θέλει το όνομά του να δικαιολογήσει.
Σταγόνα σταγόνα μόνο κυλάει
στις πλάκες αλμυρό και η γη από κάτω
ανακλαδίζεται κι ετοιμάζει τούς σπόρους της.
ΠΑΡ-ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
................
Αν το όνομα Πάρις περικλείει μιαν επιθυμία
ή ένα πλεούμενο για να σαλπάρεις
δεν θα το μάθετε ποτέ, αφού
δουλειά της Ποίησης δεν είναι να κάνει ανακοινώσεις
ούτε έχει σημασία αν η έμπνευση σε βρίσκει περπατώντας
ή όταν καθαρίζεις αμπελοφάσουλα.
Ούτε οι ακριβοί κοντυλοφόροι
σημαίνουν πάντα επιδέξιους γραφιάδες
και γενικώς όλα τα γνωστά
προϋποθέσεις, προθέσεις και ευγενείς φιλοδοξίες
είναι ζήτημα δευτερολέπτων να βρεθούν
στα σκουπίδια της πιο αριστοκρατικής γειτονιάς.
Το πιο πιθανόν είναι κι η Ελένη να βαριέται αφόρητα
να δραπετεύει συνέχεια για να μη μας συναντήσει
ανάγκη άλλωστε καμιά δεν έχει
-τόση σπατάλη ομορφιάς εκείνη!—
Τροίες κι Αιγύπτους αλωνίζει αναιδώς
είδωλο είναι, ό,τι θέλει κάνει
σύζυγοι προδομένοι κι εραστές, όλα εξ αρχής δικά της.
Αν το όνομα Πάρις σημαίνει
μια έλλειψη ή ένα περίσσευμα
δε θα το μάθετε ποτέ, αφού
οι αμφιβολίες δεν ικανοποιούνται με υποθέσεις
οι έρωτες δεν κερδίζονται με παρακάλια
τα άστρα δε συμπαρίστανται στους αγώνες μας, καθώς
στα μπαλκόνια τους ανεβαίνουμε
απλώς για να κοιτάξουμε καλύτερα κάτω.
ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΕΛΟΥΣΕ
Στους νεκρούς στο Μάτι
.........................
Σ’ ένα φλογισμένο κλαδί καθόταν
αυτή τη φορά
ο πρίγκηπας του θανάτου.
Α, τί άπληστος!
Με μια του κίνηση
στροβίλιζε τίς ψυχές μες στη φωτιά
και γέμιζε το δάσος το άγριο γέλιο του.
Σάρκα μου, καμένη σάρκα μου
σε ποια άνθη, σε ποια πουλιά
να στραγγίζω τώρα τίς καθημερινές μου λύπες;
Από ποιες εξαίσιες λάμψεις
του ήλιου όταν χορεύει
ανάμεσα στα φυλλώματα
να κλέβω φως
των ματιών μου το θάμβος να περιορίζω;
Από ποιους εύρωστους κορμούς
ποιες φλούδες αρωματικές
ν’ αποστάζω τα ρήματά μου;
Σάρκα μου, μαύρη καμένη σάρκα μου
διαιρεμένη σ’ ογδόντα κορμιά
θυμίαμα πού προσβάλλεις τον ουρανό
πώς να σε ξανασυναντήσω αθώα;
"Στους νεκρούς στο Μάτι" το δικό σας κ.Κυριακή Λυμπέρη και για τον "τρόμο των νεκρών στο Μάτι"
η πλαστελίνη μου πάνω στην πέτρα.(Γιώργος Βουτσάς)
ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΟΠΩΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ
.....................................
Δεν αμφιβάλλω, θ’ απαντήσεις.
Θ’ ακούσω: μάλλον, μπορεί, πιθανόν.
Ο δαίμονας κρατάει το μολύβι σου.
Ο δαίμονας σου οδηγεί το χέρι.
Και έτσι, όπως τα βεγγαλικά
για το καλό του νέου χρόνου
θα σκίζουν ουρανούς και σύμπαντα
οι ώρες μου θα πέφτουν στο πηγάδι σου
θα γεύομαι άβυσσο στη γλώσσα.
Αχ, φωνήεντα μου παραπονεμένα
παράταση πνιγμού θα εκτελώ·
προς το βυθό του μέλλοντος μου
ο λαίμαργος αφέντης μου
νομίζω με τραβάει και φέτος.
ΣΤΑ ΑΚΡΑ
.........
Βλέπετε, είμαι γυναίκα
δε μου επιτρέπεται
σαν καθώς πρέπει, λεπτεπίλεπτη κι ευγενική
να μεθύσω, να φωνάξω, να βγω στους δρόμους
στα άκρα κάπως για το ποίημα
να φτάσω βρε παιδί μου.
Συνθήματα να γράφω δε μου πάει
βόμβες δε μ’ εμπιστεύεται κανείς
και δε μ’ αφήνει η αιδώς
τη γύμνια μου να περιφέρω
ψυχή εκτεθειμένη τόσο
τι χρειάζεται του σώματος τις μαγγανείες;
Όμως, αν πρόκειται για πυρκαγιές
ά, τότε μια χαρά μπορώ
την καρδιά σας να κάψω στο λεπτό
μ’ ένα φιτίλι ρήμα τόσο δα από
την πυριτιδαποθήκη της γλώσσας.
ΣΤΟ ΝΑΟ
............
Αφού δεν έρχεσαι τέχνη
έρχομαι να σ’ επισκεφτώ εγώ
επί πώλου όνου μπαίνω
και αναμένω ιαχές.
Α, σιωπηλή, σιωπηλή μου αγάπη
πόσο με βασανίζεις ενίοτε
τα ξέφτια σου να κυνηγάω
στις πέντε άκρες του Ναού.
Κι αν (πόσο) με θυμώνουν
επαίτες κι αργυραμοιβοί
με φραγγέλιο θέλω
να υπερβώ το περιττό.
Ύστερα στα πόδια σου θα πέσω
-σε θυμάμαι
δροσιά μελών
ευφροσύνη αρμών—
όταν θα μου παραδοθείς
επιτέλους θα νιώσω
μικρός θεός εν τη βασιλεία μου.
...................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου