Η Καίτη Δρόσου (1924 - 3 Φεβρουαρίου 2016) ήταν Ελληνίδα δημοσιογράφος και ποιήτρια.
Γεννήθηκε το 1924 και υπήρξε μια στενή φίλη του Γιάννη Ρίτσου και σύζυγος του Άρη Αλεξάνδρου από το 1959, που παντρεύτηκαν, μέχρι το τέλος της ζωή του. Το έργο της είναι πλούσιο και σημαντικό. Από τον πρώτο της γάμο με τον ηθοποιό Φάνη Καμπάνη είχε αποκτήσει ένα γιό. Μαζί με τον Άρη Αλεξάνδρου έζησαν αυτοεξόριστοι στο Παρίσι από την περίοδο της δικτατορίας.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην Ημερησία αλλά και ως μεταφράστρια . Έχει μεταφράσει ποιήματα του Μαγιακόφσκι (Μαγιακόφσκι ποιήματα, εκδόσεις Κοροντζής 2012) από τα Ρωσικά και έχουν εκδοθεί τα παρακάτω έργα της στην ελλάδα.
Ο αποστάτης Μαγιακόβσκι και η Οκτωβριανή επανάσταση, (1990) εκδόσεις Ύψιλον
Ιωσήφ Μπρόντσκι, (1988) εκδόσεις Ύψιλον
Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων κατά Κλωντ Σιμόν, Εκδόσεις Γκοβόστη
Πέθανε την Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016 στο σπίτι της στο Παρίσι σε ηλικία 92 ετών.
Αφιέρωμα στην Καίτη Δρόσου από το περιοδικό " Πανοπτικόν"
Εδώ μιλάει για τον Άρη Αλεξάνδρου
................................................................
Ποιήματα (κάποια)
...............................
Από την Ανθολογία των Ηρακλη-Ρένου-Ήρκου κα Στάντη Αποστολίδη
με την ευγενική αδεία τους για αναδημοσίευση.
Εφημερίδα "Αυγή" 08 02 2016
Γράφει η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου σλαβολόγος που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Ακολούθα, μου λένε,
το μεγάλο ποτάμι που για σένα,
τη στιγμή τούτη ανοίχτηκε
Ιδού, ο οβολός σου
για τον πορθμέα»
(Καίτη Δρόσου, από την ποιητική
της συλλογή Οι τοίχοι τέσσερις, Κείμενα,1985)
Την Τρίτη πέθανε η ποιήτρια και δημοσιογράφος Καίτη Δρόσου σε ηλικία 94 ετών. Δεν θα γράψω «έφυγε» -- της άρεσαν τα σταράτα λόγια, κι ας είναι ενίοτε σκληρά. «Τίποτα δεν υπάρχει μετά, σκοτάδι, σκοτάδι, τίποτα», μου είχε πει κάποτε που μιλούσαμε για τον θάνατο.
Από το 1967 ζούσε στο Παρίσι, σ' ένα μικρό διαμέρισμα. Αυτοεξόριστη. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα που με τη μεσολάβηση του Λουί Αραγκόν είχε συνδράμει πολλούς Έλληνες που είχαν φύγει στη Γαλλία, δασκαλεμένο για την «περίπτωση», δεν έκανε τίποτα για κείνη και τον σύντροφό της Άρη Αλεξάνδρου. Δεν το ζήτησαν ούτε εκείνοι. Η απομόνωση του αποδιοπομπαίου αντιρρησία συνείδησης Αλεξάνδρου υιοθετήθηκε από το αδελφό κόμμα. Επί δεκαπέντε χρόνια, η Καίτη Δρόσου, ήταν αναγκασμένη να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο για να μπορέσει να επιζήσει. Ο Αλεξάνδρου, οδοκαθαριστής και νυχτοφύλακας.
Η Καίτη πέθανε μόνη, διαβάζοντας, γράφοντας, όπως έκανε πάντα. Το μυαλό της λειτουργούσε άριστα. Η ψυχή της το ίδιο.
«[…] κι ούτε έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου -- η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου»
Αυτοί οι στίχοι του αγαπημένου της Γιάννη Ρίτσου από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος είναι σαν να γράφτηκαν για κείνη. Η Καίτη Δρόσου είχε αντιστρέψει την συνήθη πορεία κι εξέλιξη των ανθρώπων στον χρόνο. Τη στιγμή που οι άλλοι γερνούσαν υποχωρώντας με συγκατάβαση, συμβιβαζόμενοι, αποδεχόμενοι, η Καίτη γερνούσε επαναστατώντας, αντιδρώντας. «Τώρα μη σε δω να κλάψεις» μου είχε πει κάποτε, σε δύσκολη στιγμή, «να θυμώσεις θέλω! Θύμωνε! Θύμωνε!» Η Καίτη ήταν νέα, επειδή παρέμενε --ή μάλλον γινόταν με τα χρόνια, όλο και πιο πολύ-- επαναστάτρια.
Αγανακτούσε και μιλούσε. Δεν ήταν πάντα αρεστή. Δεν εγκατέλειψε ποτέ τον αγώνα για την αλήθεια που πανταχόθεν κουκουλωνόταν ή διαστρεφόταν επιμελώς. Διατηρούσε ασίγαστο το ενδιαφέρον της για την ιστορία, την πολιτική, την ποίηση. Ξεκοκκάλιζε καθημερινά τη Monde, διάβαζε καθετί που αφορούσε την εξέλιξη του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην πρώην ΕΣΣΔ, κυρίως όλα όσα αποδείκνυαν το λάθος, το αδειανό «κιβώτιο» της πολιτικής της πορείας. Διάβαζε τους απαγορευμένους Ρώσους ποιητές σε γαλλική μετάφραση, αλλά και στα ρωσικά. Περπατούσε χιλιόμετρα ολόκληρα μέχρι που την εγκατέλειψαν οι δυνάμεις της· κατέβαινε κάθε χρόνο στην Ελλάδα, για να επισκεφθεί τα Κύθηρα, να περάσει μερικές μέρες στην Κυψέλη, να δει την πολυαγαπημένη εγγονούλα της, να φροντίσει για το αρχείο του Άρη που στο τέλος αποφάσισε και --σωστά κρίνοντας-- το παραχώρησε στο ΕΛΙΑ. Στις αφηγήσεις της θυμόταν εκπληκτικές λεπτομέρειες από τη ζωή της, ήταν σε θέση να κάνει βιβλιογραφικές αναφορές, να σχολιάζει λογοτεχνικά έργα, να κρίνει την ακρίβεια μεταφράσεων ακόμα και από τα ρωσικά, που με τη βοήθεια λεξικού καταλάβαινε πολύ καλά.
Η Καίτη ταλανιζόταν συνεχώς από τη νοσταλγία και την πίκρα συγχρόνως, που προκαλούσε ο ακάματος καθημερινός της αναστοχασμός. Οι απώλειές της --πρώτα ο Άρης Αλεξάνδρου, ύστερα ο Γιάννης Ρίτσος, και τελευταίο και πολύ οδυνηρό χτύπημα, ο γιος της Άγγελος Καμπάνης-- της είχαν κληροδοτήσει το πένθος, μόνιμο πια στο τέλος της ζωής της. Σαν τάμα απέναντι σε αυτούς τους νεκρούς κατέθετε τη μαρτυρία της. Υπήρχαν και πράγματα που επιθυμούσε να μην ειπωθούν. Στην παραίνεσή μου «γράψ' τα αυτά!», υπήρξε φορά που απάντησε: «Όχι. Ζουν ακόμα οι άνθρωποι».
Η κομματική της ζωή -- από μικρή στις τάξεις του ΚΚΕ της είχε αφήσει βαθιά σημάδια, και όχι μόνο λόγω της σκληρής απομόνωσης που υπέστη ο Άρης. «Εσένα γιατί δεν σε διέγραψαν ακόμα»; -- τη ρωτούσε ο Αλεξάνδρου με το δικό του πικρόχολο χιούμορ. «Είναι ύποπτο αυτό». Σε μια εξομολογητική της στιγμή, μου φώναξε «κουβαλάω νεκρούς στην πλάτη μου εγώ!», και όταν, έκπληκτη, τη ρώτησα τι εννοούσε αφού δεν είχε σκοτώσει κανέναν, μου μίλησε για όσους νέα κοπέλα ακόμα, γειτονιά-γειτονιά, δρόμο-δρόμο είχε πείσει και είχε επιστρατεύσει στις γραμμές του κόμματος. Ανθρώπους που αργότερα σκοτώθηκαν στις μάχες, στο βουνό, χάθηκαν στην εξορία και την πολιτική προσφυγιά.
Στις διηγήσεις της αμέσως διαπίστωνες τον έρωτα που έτρεφε ακόμα για τους δυο μεγάλους ποιητές-συντρόφους της ζωής της, τον Άρη Αλεξάνδρου και τον Γιάννη Ρίτσο. Της είμαι ευγνώμων για το πορτρέτο του Ρίτσου που μου σκιαγράφησε, υποσκάπτοντας την αγιογραφία προς την κατεύθυνση ενός όλο χιούμορ, ζεστού, οργιαστικού και συνάμα τρυφερού συντρόφου ζωής, ενός πολυτάλαντου, διονυσιακού ανθρώπου που την έκανε να γελάει με τα αληθινά ανατρεπτικά και ιερόσυλα αστεία του. Τρανή απόδειξη της μοναδικής αυτής φιλίας, βεβαίως, η έκδοση της αλληλογραφίας τους από τις εκδόσεις «Άγρα» σε επιμέλεια Λίζυς Τσιριμώκου με τίτλο Τροχιές σε διασταύρωση (εκδ. «Άγρα» 2008). Ο Αλεξάνδρου, πιο δύσκολος σαν χαρακτήρας, κλειστός, δυσπρόσιτος, της αφιέρωσε μερικά από τα πιο όμορφα ερωτικά ποιήματα της ελληνικής ποίησης. Μου είχε πει πως όταν ο Αλεξάνδρου πρωτάκουσε τη μελοποίηση του Μιχάλη Γρηγορίου («όπου πατάς/ πέφτουν πράσινα φύλλα…») είχε κλάψει από συγκίνηση -- του άρεσαν πολύ. Και δεν συγχωρούσε στον εαυτό της που κάποτε, απελπισμένη από την οικονομική πίεση, πιο γήινη εκείνη, πιο ανήσυχη, τον είχε μαλώσει που δεν «έριξε τον εγωισμό του» να κάνει σωστά, δηλαδή με μια δόση ταπείνωσης, την αίτηση για την --τελικά χαμένη-- υποτροφία μιας Φιλέλληνος Γαλλίδας.
Δεν ήταν όμως αυτό η Καίτη Δρόσου – δεν ήταν μόνο η μούσα και συνομιλήτρια, η πρώτη αναγνώστρια και καλύτερη φίλη των δυο ποιητών. Ήταν η ίδια ποιήτρια. Οι τρεις συλλογές της, που σύντομα θα εκδοθούν απ' τις εκδόσεις Πανοπτικόν στη Θεσσαλονίκη, προδίδουν ευαισθησία ανάλογη των δυο αγαπημένων της, τη νοσταλγία για την Ελλάδα, τον πόνο του χωρισμού απ' τους αγαπημένους, την χαρά της μητρότητας, τη γενναία αποδοχή της μοναξιάς και του θανάτου. Οι μικρές της πραγματείες --Ο αποστάτης Μαγιακόβσκι και η Οκτωβριανή Επανάσταση (ύψιλον/βιβλία, 1990) και Ιωσήφ Μπρόντσκι. Ο ποιητής και η Κα-Γκε-Μπε (ύψιλον/βιβλία, 1988)--, την εποχή που γράφτηκαν με δυσεύρετες τις σχετικές πληροφορίες έσπασαν τις «αποσιωπήσεις» της επίσημης, με θρησκευτική συνέπεια υιοθετημένης και στην Ελλάδα λογοτεχνικής ιστορίας της ΕΣΣΔ.
Είναι δύσκολοι οι καιροί που διανύουμε και η Καίτη αγωνιούσε, όχι μόνο για τους φίλους και την εγγονούλα της, παρά για την πορεία όλης της Ελλάδας. Παρακολουθούσε τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις καθημερινά. Και οργίζονταν για τις χαμένες ευκαιρίες και τα όσα συνέβαιναν στην Ευρώπη. Δεν της άρεσαν. Η φωνή της, η αγανάκτηση και η έγνοια της θα λείψουν. Η κηδεία της Καίτης, μαθαίνουμε, θα γίνει στο Παρίσι. Ήθελε να ταφεί δίπλα στον Άρη Αλεξάνδρου, να σφραγίσει έτσι οριστικά την εξορία.
«Σταυρώθηκα μόνη μου/ Μη με ξεχνάτε», είχε γράψει σε ένα ποίημα της. Δεν την ξεχνάμε.
Με πολύ ενδιαφέρον διάβασα την αναφορά στην Καίτη Δρόσου στο Ιστολόγιο
" Λογοτεχνικά Πάρεργα "
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Κυριακή, 14 Φεβρουαρίου 2016
Αναδημοσιεύω τμήμα της, που αφορά αποκλειστικά την Καίτη Δρόσου.
Μέσα σε αυτόν τον κύκλο των πνευματικών γνωριμιών μου, αλλά και τον τόσο
τρυφερό και ανθρώπινο σε προσωπικό επίπεδο, σημαντική θέση κατέχει και η
γνωριμία μου με την ποιήτρια Καίτη Δρόσου, την γυναίκα του συγγραφέα Άρη
Αλεξάνδρου και επιστήθια φίλη του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, που μοίραζε τον χρόνο
της μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδος. Την γυναίκα με την διαρκή και φλογερή αριστερή
συνείδηση, την ασυμβίβαστη ακόμα και μέσα στο ίδιο της το πολιτικό περιβάλλον.
Την ποιήτρια, μεταφράστρια, δοκιμιογράφο και δημοσιογράφο, Καίτη Δρόσου,
την πρωτοσυνάντησα τον Σεπτέμβρη του 2001, μετά από ένα τηλεφώνημα που είχε
προηγηθεί μεταξύ μας. Γνώριζα όχι μόνο ποια ήταν, αλλά και το πολιτικό και
πνευματικό βάρος που κουβαλούσε το όνομά της και η προσωπική της πορεία. Στο
εμπόριο, είχα βρει και αγοράσει-1000 παλαιές δραχμές-την ποιητική της συλλογή
«Οι τέσσερις Τοίχοι», από τις εκδόσεις του Τυπογραφείου «Κείμενα» του Φίλιππου
Βλάχου, τις μελέτες της: «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων κατά Κλωντ
Σιμόν», εκδ. Γκοβόστη χ.χ., «Ιωσήφ Μπρόντσκι-ο ποιητής και η ΚΑ-ΓΚΕ-ΜΠΕ»,
εκδ. Ύψιλον 1988, και. «Ο Αποστάτης Μαγιακόβσκη και η Οκτωβριανή
Επανάσταση», εκδ. Ύψιλον 1990, και ασφαλώς, είχα διαβάσει το «Κιβώτιο» του
δεύτερου συζύγου της Άρη Αλεξάνδρου. Γνώριζα ακόμα, ότι ήταν και εκείνη
φυλακισμένη και συγκρατούμενη με τον ποιητή Ρίτσο τον καιρό της εξορίας τους.
Στο δεύτερο τηλεφώνημά μας, την συνάντησα στο σπίτι της, στην οδό Σπετσών 47
στην Κυψέλη.
Η ασυμβίβαστη πολιτικά και κοινωνικά ποιήτρια Καίτη Δρόσου, ήταν ένας
θαυμάσιος άνθρωπος, που παρά την κούραση των χρόνων της, εξακολουθούσε να
παραμένει, μια επαναστάτρια, αντισυμβατική, ανεξάρτητη, ελεύθερη σκεπτόμενη
και δυναμική γυναίκα. Μια γυναίκα, που χωρίς να απεμπολή το αριστερό παρελθόν
της, ασκούσε αυστηρή και διαρκή κριτική στα κοινωνικά και πολιτικά
τεκταινόμενα και πρακτικές της αριστεράς, τόσο της ανανεωτικής όσο και της
κομμουνιστικής στον ελληνικό χώρο τα τελευταία χρόνια, μετά την μεταπολίτευση,
αλλά, και στα μονολιθικά δικτατορικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης.
Ανοιχτό μυαλό, ελεύθερη σκέψη, δυνατή κρίση, με μεγάλη παιδεία, έθετε πάντα την
κρίση της επί τον τύπο των ιδεολογικών ήλων, σεμνή σαν παρουσία, όσον αφορά
τους προσωπικούς της αγώνες,-χωρίς να τους κρύβει- διακριτική απέναντι στα
προσωπικά αδιέξοδα των ανθρώπων που συνάντησε στο διάβα της ζωής της, και
αλλαξοπίστησαν ιδεολογικά, αλλάζοντας την πολιτική και κομματική τους ρότα.
Καθίσαμε την πρώτη φορά στο τραπέζι του δωματίου της, και μιλούσαμε για πάνω
από έξι ώρες για τον πολιτικό χώρο της αριστεράς και τις παθογένειές του, για το τι
έφταιξε και στράβωσαν τα πράγματα στην πορεία, για τα εγκλήματα που διέπραξαν
οι ηγέτες τόσο του ελληνικού όσο και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Μου
μιλούσε για τα χρόνια και τις ιδεολογικές της επιλογές, τους κοινωνικούς της
αγώνες, τις εξορίες και τα προσωπικά της πολιτικά αδιέξοδα, την αγάπη της στους
απλούς αριστερούς κυνηγημένους κατοίκους αυτής της χώρας, μετά την ήττα του
αριστερού κινήματος. Σε αυτήν την πρώτη μας συνάντηση, δεν μιλήσαμε σχεδόν
καθόλου για το ποιητικό της έργο, συζητήσαμε μόνο πολιτικά, με ρωτούσε τις
απόψεις μου, με εξερευνούσε, με παρατηρούσε, έβλεπε το δικό μου νεότερο πάθος
και την αγωνία, για το άδοξο και μοιραίο τέλος της τόσο φιλόδοξης κοινωνικά και
πολιτικά χαμένης κόκκινης επανάστασης. Φιλόξενη και εγκάρδια, αγανακτισμένη
και δυσαρεστημένη ταυτόχρονα, με αυτά που συνέβαιναν στην χώρα μας την
περίοδο εκείνη, με ρωτούσε και με ξαναρωτούσε για τις δικές μου θέσεις απέναντι
σε όλα αυτά, ήθελε να μάθει, εγώ, σαν νεότερός της πως σκεπτόμουν, πως
αντιδρούσα, τι μεθόδους διαμαρτυρίας υιοθετούσα, τι πολιτικά βιβλία διάβαζα,
ποια περιοδικά αγόραζα, ποιους συγγραφείς αγαπούσα, και έλαμπε το πρόσωπό της,
όταν της εξομολογιόμουν τους δικούς μου εφηβικούς και νεανικούς αγώνες από την
πλευρά της λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης, που ήταν και κοινοί αγώνες των
νέων της γενιάς μου. Θυμάμαι, την δεύτερη φορά που την συνάντησα, δεν κρατούσα
μόνο τα βιβλία της, αλλά και το σημαντικό βιβλίο του Γάλλου Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ:
«Μήδε ο Μάρξ Μήδε ο Χριστός, η νέα παγκόσμια επανάσταση έχει αρχίσει στις
ΗΠΑ», εκδ. Ράππα χ.χ. Jean-Francois Revel: “Ni Marx ni Jesus”. «Η επανάσταση
του εικοστού αιώνα θα γίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν μπορεί να γίνει πάρα
μόνο εκεί. Έχει κιόλας αρχίσει. Και δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί στον
υπόλοιπο κόσμο, παρά μόνο αν πετύχει στη Βόρειο Αμερική…». Το κρατούσα
επίτηδες για να την ρωτήσω, μου είπε ότι το είχε διαβάσει στην Γαλλική του έκδοση
όταν κυκλοφόρησε, και μου σύστησε και άλλα πολιτικά βιβλία να μελετήσω.
Οραματίστρια και ταυτόχρονα πολύ ρεαλίστρια. Κάθε κουβέντα της προέρχονταν
από την μακρά αγωνιστική της πορεία, τις αμφισβητήσεις της, τις αρνήσεις της, την
φλόγα που έκαιγε μέσα της. Ταξιδεύτρια αλλά και με αγάπη για την Ελλάδα. Σαν να
ήταν, μάλλον, διχασμένη η ψυχή της, μεταξύ της δεύτερης πατρίδας της την Γαλλία,
που την υποδέχτηκε στα δύσκολα πέτρινα χρόνια με μεγάλη ικανοποίηση, και την
εδώ, που ερχόταν για να ξανασυναντήσει τις μνήμες της, τους αγώνες της, τις
πολιτικές της αναζητήσεις, τις διώξεις της, τους φίλους της, τους δικούς της
ανθρώπους. Έφερε βαθειά μέσα της, αυτό το ακατανόητο στους πολλούς
επαναστατικό στίγμα, το τόσο προσωπικό και ταυτόχρονα οικουμενικό, που σου
παρέχει η διαφορετική ματιά, η προσωπική σου ματιά, που έχεις για τον τόπο σου.
Η Καίτη Δρόσου, ενώ ήταν μια γνήσια δυναμική Ελληνίδα, ταυτόχρονα, ήταν και
μία οικουμενική φωνή. Ζούσε, σαν να μην είχε περάσει ο χρόνος από πάνω της, σαν
να ήταν ακόμα, η νεαρή γυναίκα με μόνο της εφόδιο τα αριστερά της όνειρα που
ξεκινούσε να βγει στο βουνό των ιδεολογικών ελπίδων της, να κολυμπήσει στα
ποτάμια της αριστερής ιδεολογίας της, να βάλει μια κραυγή με την βροντερή φωνή
της για να αλλάξει η κατάσταση στην χώρα της, να αλλάξει ο κόσμος, να αλλάξει η
δικτατορική και καταστροφική πορεία που είχε πάρει εδώ και χρόνια η μαρξιστική
ιδεολογία, στα ανατολικά ευρωπαϊκά κράτη, και ιδιαίτερα, στην Μέκκα του
Κομμουνισμού. Συμφωνούσαμε, και το χαιρόμουν αφάνταστα, στο ότι, μια
φιλεργατική και οικουμενική ιδεολογία, είχε καταντήσει στα χέρια μιας ιστορικής
νομενκλατούρας μια δικτατορική πολιτική πρακτική. Το παιχνίδι, όπως και εκείνη
έλεγε, χάθηκε με τον θάνατο του Λένιν. Μετά από αυτόν, ακολούθησαν οι κάθε
απόχρωσης αριστερές στυγνές δικτατορίες. Παρόλα αυτά, εξακολουθούσε να είναι
στρατευμένη στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, στα οράματά της, στους αγώνες
της, στις πολιτικές της επιδιώξεις, στα ανθρωπιστικά της οράματα. Δεν δέχτηκε
μάλλον ποτέ, την ήττα της, δεν την παραδέχτηκε. Γνώριζε τα σφάλματά της, τα
στηλίτευε, αλλά ίσως συναισθηματικά, ίσως πνευματικά, ίσως από μια βαθειά
επαναστατική φλόγα που δεν είχε σβήσει ακόμα μέσα της, πίστευε ακόμα μετά από
τόσα χρόνια, και παρά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στην ανανεωτική της
φωνή και τους διαρκείς αγώνες της.
....................................................................
Τώρα που φεύγεις καλέ μου
μάθε το πώς δε μούμεινε τίποτα
παρά μόνο
ένα κομμάτι νύχτα απ’ τα μαλλιά σου….
....................................................................
Η πρώτες μας αυτές συναντήσεις, επαφές και συνομιλίες, έγιναν με μια αμοιβαία,
θέλω να πιστεύω συμπάθεια, ή ορθότερα, από έναν μεγάλο σεβασμό εκ μέρους μου,
προς την προσωπικότητά της, προς τον διαρκή αγώνα της, την πάντα παρούσα
αγωνία της, και το κυριότερο, την επαναστατική της σκέψη. Ένα γυναικείο μυαλό
ξουράφι. Πανέξυπνη γυναίκα, μορφωμένη και με διαρκή κριτική σκέψη, παρά το
προχωρημένο της ηλικίας της. Και το κυριότερο, για μένα, δεν ήταν φανατισμένο
ιδεολογικά, πολιτικά ή κομματικά άτομο. Δεν κουβαλούσε μέσα της, τις διάφορες
ατομικές ιδεοληψίες που κουβαλούν ακόμα και σήμερα, τα άτομα που εντάχθηκαν
και θυσιάστηκαν για την όποια ιδεολογία τους, και από την πλευρά των ηττημένων
και από την πλευρά των νικητών.
...................................................................................
Ζητώ μια μαλακιά γραμμή
στον ορίζοντα πέρα
μια γωνιά μες στον κόσμο
μια γωνιά
τόση μόνο όσο πιάνει
μια φωλιά χελιδονιών,
να σταθώ
ν’ ακουμπήσω το φως που βαραίνει τα χέρια μου,
ν’ ακουμπήσω το φως
στων ανθρώπων τα γόνατα.
...................................................................................
Στην δεύτερη συνάντησή μας, είχε την καλοσύνη να μου φωτοτυπήσει τις
ποιητικές της συλλογές, και να μου προσφέρει τεύχη λογοτεχνικού περιοδικού που
δεν είχα. Επίσης, μου έδωσε δαχτυλογραφημένες δύο κριτικές για τα ποιήματά της
που είχε κρατήσει, με χειρόγραφες σημειώσεις και ευχές προς εμένα. Και πάλι
μιλήσαμε περισσότερο για την πολιτική, παρά για τα ποιητικά πράγματα. Αν και
αυτήν την φορά, την ρώτησα και επέμενα σε αυτό, για την περίπτωση του Ρώσου
ποιητή Βλαδιμήρ Μαγιακόφσκυ. Στην τρίτη μας συνάντηση, δεν παρέλειψα ακόμα,
όταν είδα τον βαθμό εμπιστοσύνης που μου έδειξε, να την ρωτήσω και για τον
ποιητή Γιάννη Ρίτσο, πράγματα και γεγονότα, τον καιρό της κοινής τους εξορίας,
που ο σεβασμός μου προς εκείνον και το δέος που ένιωθα-όταν τον γνώρισα από
κοντά-με απέτρεψε να τον ρωτήσω. Μου μίλησε με μεγάλη αγάπη και ενδιαφέρον
για τον ποιητή, και για την κοινή τους πορεία και αγώνες.
................................................
Κάθε πρωί
κάθουμαι μόνη
στο κατώφλι μου.
Σπυρί-σπυρί μαζεύω
τις παληές καλημέρες σου
για να φτιάξω τον ήλιο.
Κάθε βράδι
αγκαλιάζω τα λόγια σου
κι αποκοιμιέμαι.
..................................................
Τηλεφωνηθήκαμε, δύο με τρείς φορές ακόμα, και σποραδικά όταν ήταν στην
Ελλάδα, μιλούσαμε, περισσότερο οφείλω να πω για τα πολιτικά πράγματα στην
Ελλάδα, παρά για την ποίηση την δική της, ή των άλλων. Δεν έχανα όμως την
ευκαιρία, να την ρωτήσω για τον ποιητικό κόσμο της Γαλλίας, και εκείνη, μου
απαντούσε με χαρά και πάντα με ενθάρρυνε να κρατώ μια επαναστατική κριτική
στάση απέναντι στην κοινωνία και τα πράγματα.
Ας έρθουμε τώρα, στην πνευματική παρουσία της ποιήτριας και δημοσιογράφου
Καίτης Δρόσου.
Η ποιήτρια Καίτη Δρόσου, όπως η ίδια μου ανέφερε, γεννήθηκε στην Σμύρνη
στις 12 Ιουλίου του 1922, χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και άφησε την
τελευταία της πνοή στο Παρίσι την περασμένη Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016. Χωρίς
να φανεί βαρύγδουπο, θα σημειώναμε, ότι γεννήθηκε «στην εξορία» και πέθανε στην
«εξορία», σαν μια Ελληνίδα πολίτης του Κόσμου. Παρουσιάστηκε στα ποιητικά μας
γράμματα με την λυρική συλλογή ποιημάτων της «Ποιήματα Ι», ένα μικρό
βιβλιαράκι 30 σελίδων που εκδόθηκε από την Λογοτεχνική Γωνιά το 1950, όπως
αναφέρεται στον κολοφώνα, τυπώθηκε στο τυπογραφείο Λογοτεχνική Γωνιά το
Μάρτη του 1950 σε 250 αντίτυπα. Η συλλογή περιέχει τους ποιητικούς τίτλους
«Μικρά Τραγούδια» 1έως 7, «Ανοιξιάτικες Ώρες» 1 έως 8, «Η Βασανισμένη βροχή»
1 έως 9, «Δύο τραγούδια για τον Γιάννη Ρίτσο», 1 έως 2, «Δύο τραγούδια για τον γιό
μου» 1 έως 2, και, «Κι ένα του Βύρωνα». Ποιήματα μικρής πνοής και φόρμας, αλλά
δυνατών εικόνων και συναισθημάτων, μικρές πύρινες ποιητικές φλόγες, που
τρεμοσβήνουν μέσα στην λευκή σελίδα της ψυχής μας, ερωτικές συγκινητικές
στιγμές, προσωπικές αναμνήσεις μιας γυναικείας ευαισθησίας και αγαπητικής
πληρότητας. Τρυφερός λόγος αλλά και πικρός, καταστάλαγμα μιας ζωής έντονης
και γεμάτης γυναικείο συγκρατημένο λυρικό πάθος.
................................................
Έλα κι απόψε
να μοιραστείς το ψωμί
και τις έγνοιες μου
Το φεγγάρι θ’ αργήσει
Μεσάνυχτα.
Θα σε νοιώσουν τα χέρια μου.
Θα σ’ αγγίξουν τα χέρια μου.
Έλα απόψε.
.................................................
Η δεύτερη ποιητική της συλλογή, κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα, στην
Αθήνα, τον Μάη του 1953 σε τριακόσια αντίτυπα από το τυπογραφείο του Π.
Μπόλαρη, και είχε τον τίτλο «Φύλλα φωτιάς», σελίδες 29. Η δεύτερη αυτή ποιητική
της συλλογή, περιέχει ποιήματα επίσης μικρής φόρμας,-εκτός από δύο με τρία, που
είναι πολύστιχα- συνήθως δύστυχα, τα οποία είναι όλα άτιτλα. Οι ολιγόστιχες αυτές
και ολιγοσύλλαβες ποιητικές μονάδες, διακρίνονται για τον αυθορμητισμό τους, την
κάπως γυναικεία αφέλειά τους, χωρίς όμως να χάνουν κάτι από την υφολογική τους
βαρύτητα, και επίσης, για έναν έντονο μητρικό αισθησιασμό που πολλές φορές όπως
και στην επόμενη συλλογή της καταλήγει σε ερωτικό. Τα ποιήματα, φέρουν έντονη
την σφραγίδα μιας γυναικείας μητρότητας και αίσθησης, σαν να αντιμετωπίζει το
αντρικό ερωτικό πρόσωπο ως παιδί που οφείλει εκείνη να το φροντίσει και να το
προστατέψει από τους εξωτερικούς κινδύνους. Και σε αυτήν την συλλογή, όπως και
στην πρώτη της, που έχει μια πρωτόλεια απλότητα, χωρίς εξεζητημένους στίχους, ή
μεγάλου ιδεολογικού και εννοιολογικού βάρους λέξεις, ο πολιτικός στιγματισμός
της ποιήτριας φαίνεται από την επιλογή του χρωματικού της καμβά, που είναι
πάντα σταθερός, το κόκκινο. Το κόκκινο που για την ποιήτρια, εκφράζει το
επαναστατικό πάθος, την ερωτική φουρτούνα, την ελπιδοφόρα επανάσταση. Η
γυναικεία της ευαισθησία είναι διάχυτη στα ολιγόστιχα ποιήματά της. Συνήθως
χρησιμοποιεί τον ελεύθερο στίχο, αποφεύγει την παραδοσιακή γυναικεία ή μη
ομοιοκαταληξία, δεν την αφήνει όμως αδιάφορη ο δημοτικός στίχος που σε
ορισμένες της ποιητικές μονάδες, φαίνεται αβίαστα, και που πετυχαίνει να μας
προσφέρει εξαιρετικές εικόνες και μια αίσθηση πληρότητας. Σίγουρα, η
μελαγχολική της διάθεση, και η στυφή της πίκρα είναι εμφανής στα ποιήματά της,
όμως, η συνολική τους ποιητική αίσθηση είναι ελπιδοφόρα.
.........................................................
Τα χρόνια σου
μικρά παιδιά
στα γόνατα μου βύζαξα ελπίδα.
----
Κηδεύω τις μέρες μου.
Λένε πως έρχεται η άνοιξη
με ανθοδέσμες φως
με το νερό της λησμονιάς.
Κηδεύω τις μέρες μου
μ’ ανθοδέσμες φως.
Το νερό της λησμονιάς
δεν μπορώ να το πιω.
--
Σταυρώστε με.
Δεν είμαι ταίρι κανενός.
Δεν έχω ταίρι.
Το μαρτύριό μου σέρνω ολομόναχη.
Σταυρώθηκα μόνη μου.
Δεν μπορείτε να με σταυρώσετε.
Δεν έχω χέρια.
Απόμειναν τα χέρια μου μαζί του
να χαϊδεύουν τα πόδια του.
Είχα αδέρφια.
Τα ξέχασα.
Δεν έχω ταίρι.
Σταυρώθηκα μόνη μου
Μη με ξεχνάτε.
..................................................
Η Τρίτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο «Οι τοίχοι τέσσερις» εκδόθηκε το 1985
από το Τυπογραφείο «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου, έχει σαράντα σελίδες, και
τυπώθηκε στο τυπογραφείο του Μιχάλη Μπορμπουδάκη, τριάντα δύο χρόνια μετά
την δεύτερή ποιητική της συλλογή. Όπως αναγράφεται στις μέσα σελίδες, «Τα
ποιήματα γράφτηκαν από το 1980 ως το 1982». Τα ποιήματα και της συλλογής
αυτής, είναι άτιτλα, και κινούνται περίπου, στην ίδια ατμόσφαιρα με τα
προηγούμενα. Εδώ η ποιήτρια χρησιμοποιεί εκτός από της μικρής φόρμας της μιας
στροφής ποιήματα, και μεγαλύτερες συνθέσεις, επίσης, οι τελευταίες της
καταθέσεις όπως: «η αδελφή μου λέει πως την ονόμασα Ρωξάνη…», σ.34,
«Ασυνήθιστος θόρυβος μ’ έκανε να τρέξω κι’ είδα στο σκαλοπάτι…», σ.35, «Φοράω
μια φούστα μακριά, καθισμένη στο παγκάκι,….», σ.36, «Ανεβαίνω την rue Royale κ’
εκεί απέξω απ’ του Μαξίμ που πήγες να δειπνήσεις σε βλέπω να με χαιρετάς μ’ ένα
ποτήρι μπύρα…», σ. 37, και το μεγαλύτερης φόρμας «Από τότε που έφυγες
κατοικείς τις νύχτες μου. Όλες. Ώστε ο καιρός μπορεί να κυλά σαν λιωμένο βούτυρο
σε ζεστή επιφάνεια κι αυτή η εικόνα, αυτή η αίσθηση, γίνεται σαν κορμί, το δικό
μου, που για πρώτη φορά αφήνεται να ρουφήξει μέσα σε μια τέλεια εγκατάλειψη,
ετούτη την υγρασία…», σ. 38, η ποιήτρια χρησιμοποιεί μια ποιητική θα γράφαμε
πρόζα, αφήνει ακόμα και το ελεύθερο συνήθως στίχο που χρησιμοποιεί και
καταφεύγει σε μια ποιητική αφηγηματική λυρική πεζολογία. Το γυναικείο
συναίσθημα, ενώνεται με φυσικές παραστάσεις μιας μελαγχολικής
καθημερινότητας, που αποπνέει όμως έναν έντονο μουσικό ερωτισμό. Το κορμί
γίνεται φορέας μιας ερωτικής διάθεσης που ανακαλεί μνήμες καθημερινής ευωχίας
αξέχαστων και ανεπανάληπτων στιγμών. Σωματικά ίχνη που χάραξαν την συνείδησή
της, όπως το γεγονός της μητρότητας. Το αντρικό ερωτικό πρόσωπο στην ποίηση
της Καίτης Δρόσου, αντιμετωπίζεται σαν ένα μεγάλο ερωτικό παιδί, που η ποιήτρια
«οφείλει» ερωτικά να το κανακέψει. Λόγος λυρικός, μουσικός, ορισμένες φορές
κοφτός αλλά όχι οξύς, χωρίς γωνίες, χωρίς εσωτερικές αναταράξεις, αλλά με μια
νηφάλια ερωτική ηρεμία, γεμάτος εικόνες και αισθήσεις, ερωτικά μελαγχολικά
στιγμιότυπα, μιας γυναικείας φύσης που ξέρει να αγαπά με ειλικρινές πάθος, και
που γνωρίζει να διεκδικεί την χειραφετημένη της γυναικεία επιθυμία με
επαναστατική διάθεση. Αυτό το Μαγιακοφσκικό πρότυπο, έρωτας και επανάσταση
μαζί, πλεονάζει δημιουργικά στην ποίηση της Καίτης Δρόσου.
........................................
Επειδή
ο ύπνος σου
μένει πλάι μου
αξημέρωτος
ξημερώνομαι
με δυό ζευγάρια κάλτσες
το ‘να το μπαλώνω
τ’ άλλο το φορώ.
......................................................
Το ίδιο θα μπορούσαμε να λέγαμε και για τον δοκιμιακό της λόγο. Είτε πρόκειται
για τον κυνηγημένο από την Σοβιετική Κα-Γκε- Μπε, θαυμάσιο αντικομφορμιστή
ποιητή Ιωσήφ Μπρόντσκι, και την μικρή μελέτη της-που γράφτηκε στο Παρίσι- για
τις διώξεις των πνευματικών ανθρώπων στην τότε Κομμουνιστική Σοβιετική
Ένωση, που όπως αναφέρει στο τέλος της μελέτης:
............................................................
«Αυτό θα πει γκλασνόνστ.
Διότι όταν πετάς τη μούμια του Στάλιν απ’ το μαυσωλείο έχεις ανάγκη την
διανόηση, όταν όμως ασχολείσαι με διαπλανητικές ρουκέτες ποντάρεις σ’ ένα γενικό
ανθρώπινο αίτημα για ειρήνη και ήσυχη ζωή. Η λογοτεχνία μπορεί να ασχοληθεί με
τους αναστεναγμούς του καιρού της βίαιης κολλεκτιβοποίησης, πενήντα εννιά
χρόνια πίσω, γεγονότα που τα περιέγραψε ζωντανότερα και καλύτερα ο
λογοκριμένος ίσαμε σήμερα Ισαάκ Εμμανουήλοβιτς Μπάμπελ, που τουφεκίστηκε».
Είτε στην άλλη της μελέτη «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων κατά Κλωντ
Σιμόν. Ανάγνωση του βιβλίου του Κλωντ Σιμόν «Η Πρόσκληση». Η Δρόσου όχι μόνο
παραθέτει αποσπάσματα από το έργο του Γάλλου συγγραφέα που όπως η Σαρρώ
και άλλοι, ανήκουν σε αυτό που ονομάσθηκε το «νέο μυθιστόρημα», αλλά θα μιλήσει
για την μεταπολεμική λογοτεχνία που θα επιδιώξει να απαρνηθεί την στρατευμένη
λογοτεχνία, που τόσα δεινά επέφερε στις ανθρώπινες συνειδήσεις και οδήγησε σε
αδιέξοδο και στον θάνατο αρκετούς γνωστούς συγγραφείς, τόσο της τότε
Σοβιετικής Ρωσίας όσο και σε άλλες χώρες που προσπάθησαν οι διάφοροι θιασώτες
να εφαρμόσουν με την πνευματική βία την στρατευμένη τέχνη του σοσιαλιστικού
ρεαλισμού. Ο Κλωντ Σιμόν, πιστεύει σε μια αυτόνομη και αυτάρκης λογοτεχνία, σε
μια λογοτεχνία που από μόνη της αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός, μια πολιτική
πράξη, μια νέα προβληματική της γλώσσας και του λογοτεχνικού λόγου, που οφείλει
να αφήσει ιστορικά πίσω της τόσο τα διάφορα στρατόπεδα του Άουσβιτς, που οι
μνήμες τους ανάγκασαν τον Primo Levi, να οδηγηθεί στον θάνατο, όσο και τα
διάσπαρτα Γκούλαγκ, που τόσο παραστατικά μας περιέγραψε ο Αλεξάντερ
Σολζενίτσιν. Η μεταπολεμική λογοτεχνία που εξετάζει η Δρόσου, είναι σαν να
ακολουθεί τις αρχές του Ρολάν Μπάρτ,(Rollan Bart), για το σημείο μηδέν και την
καινούργια αφετηρία του πεζού και του ποιητικού λόγου στον Δυτικό κόσμο. Η
προβληματική της Δρόσου εστιάζεται από τα μέσα σε αυτά τα φαινόμενα, που δεν
άπτονται μόνο του χώρου της λογοτεχνίας, αλλά έχει να κάνει και με την
κοινωνιολογία της καθημερινότητας, μια και επηρέασε τις ζωές και τις συνήθειες
και παραδόσεις χιλιάδων ανθρώπων. Η κριτική που ασκεί η ποιήτρια Καίτη
Δρόσου, στο πολιτικό σύστημα και κρατικό μόρφωμα της τότε κοσμοκράτειρας
Σοβιετικής Ένωσης, και με ότι αυτό συνεπάγεται στην με στρατιωτικό τρόπο
επιβολής του στα άλλα κράτη της ανατολικής Ευρώπης, και αλλού ανά την υφήλιο,
είναι η νέα ανανεωτική και ερμηνευτική ματιά, με την οποία οι γενιές μετά τον
δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο άρχιζαν να βλέπουν την μαρξιστική και λενινιστική
ιδεολογία, και ο τρόπος που αυτή εφαρμόστηκε, καθώς τα σύνορα άρχιζαν αργά και
σταθερά να πέφτουν-μέχρι την πλήρη απελευθέρωση του 1989-και τα άτομα να
επισκέπτονται τα κράτη αυτά και να μαθαίνουν από τα μέσα τις δύσκολες συνθήκες
ζωής και στυγνές ιδεολογικές επιβολές των κομματικών εγκάθετων πάνω στους
απλούς ανθρώπους και τις συνειδήσεις τους, και τις εκατοντάδες διώξεις των
πνευματικών ανθρώπων και καλλιτεχνών. Ακόμα και η δική μου γενιά, αρκετές
δεκαετίες μετά, έζησε μέσα σε ένα ιδεολογικό ψέμα, σε μια ιδεολογική φενάκη, σε
έναν μεσσιανικό κόσμο, που ήταν τόσο φρικτός όσο φονικό και ακανθώδες ήταν το
κόκκινο φωτοστέφανό του, από τους διάφορους υμνητές του.
«Η Πρόσκληση στην πρώτη της κιόλας σελίδα φέρει για μότο της εξής φράση: Ο
μόνος διαρκής παράγων της Ιστορίας είναι η Γεωγραφία. Η φράση βεβαίως ανήκει
στον Βίσμαρκ, αλλά ας δούμε τι λέει ένας Ρώσος του οποίου τα γραπτά
κατηγορήθηκαν, λογοκρίθηκαν, απαγορεύτηκαν, τις μέρες ακριβώς που παιζόταν
για πρώτη φορά στη Μόσχα «Ο Επιθεωρητής» του Νικολάι Γκόγκολ…»,
από την αρχή της μελέτης της Δρόσου, σελίδα 7.
Στις ίδιες ερμηνευτικές πολιτικές ράγες, πατά η ποιήτρια Καίτη Δρόσου στο
ευρύτερης σύνθεσης μελέτημά της για τον Βλαδίμηρο Μαγιακόβσκυ. Ένα βιβλίο
160 σελίδων, που εξετάζει τα πραγματικά αίτια της αυτοκτονίας του μεγάλου
Ρώσου ποιητή. Μέσα από ιστορικά ντοκουμέντα της εποχής του ποιητή, μέσα από
ένα πλούσιο αρχείο ιστορικών πηγών, από πρώτες πηγές και δημοσιεύματα, από
περιοδικά και ιστορικά αρχεία, η Καίτη Δρόσου, με έναν λόγο ακριβή και καίριο,
χωρίς περιστροφές και μισόλογα, χωρίς υπεκφυγές και λογοτεχνικές παλινωδίες,
χωρίς ιδεολογικές κόκκινες αγκυλώσεις εξετάζει το φαινόμενο Μαγιακόφσκυ, και
τα αίτια της αυτοκτονίας του. Ακολουθώντας τα ορθά ερμηνευτικά ίχνη του
συζύγου της Άρη Αλεξάνδρου, δέχεται και τεκμηριώνει την άποψη, ότι ο μεγάλος
ποιητής Vladimir Maiakovski δεν αυτοκτόνησε από ερωτικά αίτια,-για τον έρωτα
μιας γυναίκας δηλαδή- αλλά από πολιτικές αιτίες και συνθήκες. Ο θάνατός του
δηλαδή, προήλθε κατά κάποιον τρόπο, από το τότε Κομμουνιστικό καθεστώς, όπως
η δολοφονία του Ισπανού λυρικού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Federico
Garcia Lorca, έγινε από τους Φαλαγγίτες του στρατηγού Φράνκο την περίοδο του
Εμφύλιου Ισπανικού πολέμου, ή του Χιλιανού ποιητή και τραγουδοποιού Ο Χάρα,
έγινε από την Χούντα του στρατηγού Πινοσέτ. Και στα καθ’ ημάς, η δολοφονία της
ηθοποιού και τραγωδού Ελένης Παπαδάκη, έγινε από κομματικούς κομμουνιστές
οπαδούς της εποχής εκείνης. Πολιτικά ήταν τα αίτια της αυτοκτονίας του Vladimir
Maiakovski, όπως περίτρανα τεκμηριώνει και αποδέχεται και η ποιήτρια Κατερίνα
Δρόσου. Τα κεφάλαια του βιβλίου είναι τα εξής:
Η προιστορία
Πριν απ’ το Θεό ο προφήτης του-Η εποχή
Λένιν-Μαγιακόβσκη και τέχνη
Η μισή ανάγνωση
Από τι γλύτωσε ο αυτόχειρας και ίσως τι προαισθανόταν
Εποχή Λένιν
Εποχή Γκορμπατσόβ
Σημειώσεις
Ευρετήριο ονομάτων
Φωτογραφικό παράρτημα.
Γράφει στην εισαγωγή της:
«Υπάρχουν ποιητές που επιβάλλονται με τον όγκο τους ή την παραξενιά τους. Για
τον Μαγιακόβσκη ισχύουν και τα δύο. Δεν ξέρω πόσο μπορεί να ενδιαφέρει η γραφή
του τους σημερινούς νέους, για την γενιά μου όμως, ή μάλλον την παρέα μου και τον
εαυτό μου, ήταν κάτι καινούργιο. Φυσικά είχαμε μπολιαστεί προκαταβολικά με το
«Τραγούδι της αδελφής μου» του Γιάννη Ρίτσου και την «Ελένη» του Οδυσσέα
Ελύτη απ’ τα εφηβικά-γυμνασιακά μας χρόνια. Ο Μαγιακόβσκη ήρθε αργότερα.
Μέσα στη δίνη της Μεταξικής δικτατορίας, τον ναζισμό, τον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο, την έλλειψη σωστής πληροφόρησης και το νεαρό της ηλικίας μας,
κατάπιαμε χωρίς πολύ δυσκολία τις δίκες της Μόσχας και το σύμφωνο
Ρίμπεντροπ-Μόλοτοβ. Έπειτα ήρθε η νίκη. Για τους νέους, ο χρόνος που ζουν, η
εποχή τους, είναι ένας κόσμος που πεθαίνει, που θέλουν να τον αντικαταστήσουν μ’
έναν καλύτερο…». Δες σελίδα 7.
Το 2008, οκτώ χρόνια πριν τον θάνατο της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Καίτης
Δρόσου, κυκλοφόρησε ένας ογκώδης τόμος 400και σελίδων, από τις εκδόσεις Άγρα
με τίτλο Γιάννης Ρίτσος: «Τροχιές σε Διασταύρωση»-Επιστολικά Δελτάρια της
Εξορίας και Γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου. Πρόλογος
Καίτη Δρόσου, Επιμέλεια-Εισαγωγή-Σημειώσεις: Λίζυ Τσιριμώκου.
Ένα πολύ ενδιαφέρον μελέτημα, και τεκμήρια πολιτικής γραφής, που εξετάζει τα
δελτάρια εξορίας και τα γράμματα του ποιητή Γιάννη Ρίτσου προς την στενή του
φίλη συνεξόριστη Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου. Τρεις επιστήθιοι φίλοι
ομότεχνοι και ομοαίματοι επαναστάτες, μιας ακρωτηριασμένης εποχής και μιας
τραυματισμένης κοινής συνείδησης και των τριών. Το πληροφοριακό-ιστορικό αυτό
ντοκουμέντο παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον τόσο από ιστορικής και πολιτικής
πλευράς, όσο και από πνευματικής.
....................................................
Έφυγες
Χτες.
Ήταν χτες
μια μέρα καλοκαιρινή,
Κ’ έγινες μέρα χτεσινή
παντοτινή
μες στη βροχή.
....................................................
Πληροφοριακά στοιχεία για την ποιήτρια, μεταξύ άλλων, μπορεί να βρει κανείς και
στα εξής βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες.
α) Κατερίνα Καμπάνη, «Άρης Αλεξάνδρου, ο παππούς μου»
εκδ. Ύψιλον 2006
β) Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος», εκδ. Σοκόλη 1996
γ) Αλέξης Ζήρας, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη 2007
δ) Νίκος Παπαδημητρίου, Οι Συγγραφείς της Αθηναϊκής Δημοσιογραφίας, εκδ.
Γιοβάνη 1995
ε) Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Βιβλιοεκδοτική
1962
στ) Αλέκος Κουτσούκαλης, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τ. 3ος, εκδ. Ιωλκός
ζ) Πάνος Παναγιωτούνης, Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ.
Γκούζου 1996
η) Κώστας Σταματίου, βιβ/κη για την συλλογή «Οι τοίχοι τέσσερις» με τον τίτλο
Επιστροφές. Εφ. Τα Νέα 28/6/1986
για το ίδιο βιβλίο στο περιοδικό η λέξη τχ. 58/10,1986, στην σελίδα «εξ όνυχος»
σ.1010, δημοσιεύεται το «Φοράω τη φούστα μου….»
θ) Δημήτρης Π.Κωστελένος, Σύγχρονη Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμος
1ος και 5ος, εκδ. Παγουλάτος 1977
ι) Αντρέας Καραντώνης, αναφορά στη Ραδιοφωνική Εκπομπή του, δημοσιευμένη
στο περιοδικό Ραδιοπρόγραμμα τχ. 159/14-20/6/1953. Έκδοσης Εθνικού Ιδρύματος
Ραδιοφωνίας.
κ) Αιμίλιος Χουρμούζιος, περιοδικό Νέα εστία έτος ΚΕ΄ τόμος 49ος τχ. 569. (οι δύο
τελευταίες πληροφορίες, προέρχονται από δακτυλογραφημένα κείμενα που μου
πρόσφερε η ίδια η ποιήτρια, σημειώνοντας και τα εξής ιδιοχείρως πάνω στη
δεύτερη σελίδα: «Υπάρχουν και άλλες κριτικές με υπογραφή αξιόλογων κριτικών,
decedes, που δεν υπάρχουν πια. Τις έχω σίγουρα, μου είναι δύσκολο να ψάξω να τις
βρω, κι επιπλέον Αδιαφορώ. Καλό κουράγιο»)
Σου δίνομαι
καθώς μια πόρτα που άνοιξε
χωρίς ν’ αγγίξεις το πόμολο.
Ποιήματά της, περιέχονται σε διάφορες Ελληνικές Ανθολογίες. Όπως του Ηρακλή
και Ρένου Αποστολίδη του Σπύρου Κοκκίνη και σε άλλες.
....................................................
Τι είπες; Η πάλη;
Αν τολμάς
κατακόρυφη πτώση;
Γδύσου.
.................................................
Κάποτε οι άνθρωποι, άκουγαν τον μελωδό των ονείρων μας Μάνο Χατζιδάκι, και
απήγγειλαν τα ποιήματα της Μυρτιώτισσας. Σήμερα, γιορτάζουν τον άγιο
Βαλεντίνο.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Κυριακή, 14 Φεβρουαρίου 2016
Πειραιάς, 14/2/2016
ΥΓ. Υακίνθια
τρυφερό και ανθρώπινο σε προσωπικό επίπεδο, σημαντική θέση κατέχει και η
γνωριμία μου με την ποιήτρια Καίτη Δρόσου, την γυναίκα του συγγραφέα Άρη
Αλεξάνδρου και επιστήθια φίλη του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, που μοίραζε τον χρόνο
της μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδος. Την γυναίκα με την διαρκή και φλογερή αριστερή
συνείδηση, την ασυμβίβαστη ακόμα και μέσα στο ίδιο της το πολιτικό περιβάλλον.
Την ποιήτρια, μεταφράστρια, δοκιμιογράφο και δημοσιογράφο, Καίτη Δρόσου,
την πρωτοσυνάντησα τον Σεπτέμβρη του 2001, μετά από ένα τηλεφώνημα που είχε
προηγηθεί μεταξύ μας. Γνώριζα όχι μόνο ποια ήταν, αλλά και το πολιτικό και
πνευματικό βάρος που κουβαλούσε το όνομά της και η προσωπική της πορεία. Στο
εμπόριο, είχα βρει και αγοράσει-1000 παλαιές δραχμές-την ποιητική της συλλογή
«Οι τέσσερις Τοίχοι», από τις εκδόσεις του Τυπογραφείου «Κείμενα» του Φίλιππου
Βλάχου, τις μελέτες της: «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων κατά Κλωντ
Σιμόν», εκδ. Γκοβόστη χ.χ., «Ιωσήφ Μπρόντσκι-ο ποιητής και η ΚΑ-ΓΚΕ-ΜΠΕ»,
εκδ. Ύψιλον 1988, και. «Ο Αποστάτης Μαγιακόβσκη και η Οκτωβριανή
Επανάσταση», εκδ. Ύψιλον 1990, και ασφαλώς, είχα διαβάσει το «Κιβώτιο» του
δεύτερου συζύγου της Άρη Αλεξάνδρου. Γνώριζα ακόμα, ότι ήταν και εκείνη
φυλακισμένη και συγκρατούμενη με τον ποιητή Ρίτσο τον καιρό της εξορίας τους.
Στο δεύτερο τηλεφώνημά μας, την συνάντησα στο σπίτι της, στην οδό Σπετσών 47
στην Κυψέλη.
Η ασυμβίβαστη πολιτικά και κοινωνικά ποιήτρια Καίτη Δρόσου, ήταν ένας
θαυμάσιος άνθρωπος, που παρά την κούραση των χρόνων της, εξακολουθούσε να
παραμένει, μια επαναστάτρια, αντισυμβατική, ανεξάρτητη, ελεύθερη σκεπτόμενη
και δυναμική γυναίκα. Μια γυναίκα, που χωρίς να απεμπολή το αριστερό παρελθόν
της, ασκούσε αυστηρή και διαρκή κριτική στα κοινωνικά και πολιτικά
τεκταινόμενα και πρακτικές της αριστεράς, τόσο της ανανεωτικής όσο και της
κομμουνιστικής στον ελληνικό χώρο τα τελευταία χρόνια, μετά την μεταπολίτευση,
αλλά, και στα μονολιθικά δικτατορικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης.
Ανοιχτό μυαλό, ελεύθερη σκέψη, δυνατή κρίση, με μεγάλη παιδεία, έθετε πάντα την
κρίση της επί τον τύπο των ιδεολογικών ήλων, σεμνή σαν παρουσία, όσον αφορά
τους προσωπικούς της αγώνες,-χωρίς να τους κρύβει- διακριτική απέναντι στα
προσωπικά αδιέξοδα των ανθρώπων που συνάντησε στο διάβα της ζωής της, και
αλλαξοπίστησαν ιδεολογικά, αλλάζοντας την πολιτική και κομματική τους ρότα.
Καθίσαμε την πρώτη φορά στο τραπέζι του δωματίου της, και μιλούσαμε για πάνω
από έξι ώρες για τον πολιτικό χώρο της αριστεράς και τις παθογένειές του, για το τι
έφταιξε και στράβωσαν τα πράγματα στην πορεία, για τα εγκλήματα που διέπραξαν
οι ηγέτες τόσο του ελληνικού όσο και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Μου
μιλούσε για τα χρόνια και τις ιδεολογικές της επιλογές, τους κοινωνικούς της
αγώνες, τις εξορίες και τα προσωπικά της πολιτικά αδιέξοδα, την αγάπη της στους
απλούς αριστερούς κυνηγημένους κατοίκους αυτής της χώρας, μετά την ήττα του
αριστερού κινήματος. Σε αυτήν την πρώτη μας συνάντηση, δεν μιλήσαμε σχεδόν
καθόλου για το ποιητικό της έργο, συζητήσαμε μόνο πολιτικά, με ρωτούσε τις
απόψεις μου, με εξερευνούσε, με παρατηρούσε, έβλεπε το δικό μου νεότερο πάθος
και την αγωνία, για το άδοξο και μοιραίο τέλος της τόσο φιλόδοξης κοινωνικά και
πολιτικά χαμένης κόκκινης επανάστασης. Φιλόξενη και εγκάρδια, αγανακτισμένη
και δυσαρεστημένη ταυτόχρονα, με αυτά που συνέβαιναν στην χώρα μας την
περίοδο εκείνη, με ρωτούσε και με ξαναρωτούσε για τις δικές μου θέσεις απέναντι
σε όλα αυτά, ήθελε να μάθει, εγώ, σαν νεότερός της πως σκεπτόμουν, πως
αντιδρούσα, τι μεθόδους διαμαρτυρίας υιοθετούσα, τι πολιτικά βιβλία διάβαζα,
ποια περιοδικά αγόραζα, ποιους συγγραφείς αγαπούσα, και έλαμπε το πρόσωπό της,
όταν της εξομολογιόμουν τους δικούς μου εφηβικούς και νεανικούς αγώνες από την
πλευρά της λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης, που ήταν και κοινοί αγώνες των
νέων της γενιάς μου. Θυμάμαι, την δεύτερη φορά που την συνάντησα, δεν κρατούσα
μόνο τα βιβλία της, αλλά και το σημαντικό βιβλίο του Γάλλου Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ:
«Μήδε ο Μάρξ Μήδε ο Χριστός, η νέα παγκόσμια επανάσταση έχει αρχίσει στις
ΗΠΑ», εκδ. Ράππα χ.χ. Jean-Francois Revel: “Ni Marx ni Jesus”. «Η επανάσταση
του εικοστού αιώνα θα γίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν μπορεί να γίνει πάρα
μόνο εκεί. Έχει κιόλας αρχίσει. Και δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί στον
υπόλοιπο κόσμο, παρά μόνο αν πετύχει στη Βόρειο Αμερική…». Το κρατούσα
επίτηδες για να την ρωτήσω, μου είπε ότι το είχε διαβάσει στην Γαλλική του έκδοση
όταν κυκλοφόρησε, και μου σύστησε και άλλα πολιτικά βιβλία να μελετήσω.
Οραματίστρια και ταυτόχρονα πολύ ρεαλίστρια. Κάθε κουβέντα της προέρχονταν
από την μακρά αγωνιστική της πορεία, τις αμφισβητήσεις της, τις αρνήσεις της, την
φλόγα που έκαιγε μέσα της. Ταξιδεύτρια αλλά και με αγάπη για την Ελλάδα. Σαν να
ήταν, μάλλον, διχασμένη η ψυχή της, μεταξύ της δεύτερης πατρίδας της την Γαλλία,
που την υποδέχτηκε στα δύσκολα πέτρινα χρόνια με μεγάλη ικανοποίηση, και την
εδώ, που ερχόταν για να ξανασυναντήσει τις μνήμες της, τους αγώνες της, τις
πολιτικές της αναζητήσεις, τις διώξεις της, τους φίλους της, τους δικούς της
ανθρώπους. Έφερε βαθειά μέσα της, αυτό το ακατανόητο στους πολλούς
επαναστατικό στίγμα, το τόσο προσωπικό και ταυτόχρονα οικουμενικό, που σου
παρέχει η διαφορετική ματιά, η προσωπική σου ματιά, που έχεις για τον τόπο σου.
Η Καίτη Δρόσου, ενώ ήταν μια γνήσια δυναμική Ελληνίδα, ταυτόχρονα, ήταν και
μία οικουμενική φωνή. Ζούσε, σαν να μην είχε περάσει ο χρόνος από πάνω της, σαν
να ήταν ακόμα, η νεαρή γυναίκα με μόνο της εφόδιο τα αριστερά της όνειρα που
ξεκινούσε να βγει στο βουνό των ιδεολογικών ελπίδων της, να κολυμπήσει στα
ποτάμια της αριστερής ιδεολογίας της, να βάλει μια κραυγή με την βροντερή φωνή
της για να αλλάξει η κατάσταση στην χώρα της, να αλλάξει ο κόσμος, να αλλάξει η
δικτατορική και καταστροφική πορεία που είχε πάρει εδώ και χρόνια η μαρξιστική
ιδεολογία, στα ανατολικά ευρωπαϊκά κράτη, και ιδιαίτερα, στην Μέκκα του
Κομμουνισμού. Συμφωνούσαμε, και το χαιρόμουν αφάνταστα, στο ότι, μια
φιλεργατική και οικουμενική ιδεολογία, είχε καταντήσει στα χέρια μιας ιστορικής
νομενκλατούρας μια δικτατορική πολιτική πρακτική. Το παιχνίδι, όπως και εκείνη
έλεγε, χάθηκε με τον θάνατο του Λένιν. Μετά από αυτόν, ακολούθησαν οι κάθε
απόχρωσης αριστερές στυγνές δικτατορίες. Παρόλα αυτά, εξακολουθούσε να είναι
στρατευμένη στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, στα οράματά της, στους αγώνες
της, στις πολιτικές της επιδιώξεις, στα ανθρωπιστικά της οράματα. Δεν δέχτηκε
μάλλον ποτέ, την ήττα της, δεν την παραδέχτηκε. Γνώριζε τα σφάλματά της, τα
στηλίτευε, αλλά ίσως συναισθηματικά, ίσως πνευματικά, ίσως από μια βαθειά
επαναστατική φλόγα που δεν είχε σβήσει ακόμα μέσα της, πίστευε ακόμα μετά από
τόσα χρόνια, και παρά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στην ανανεωτική της
φωνή και τους διαρκείς αγώνες της.
....................................................................
Τώρα που φεύγεις καλέ μου
μάθε το πώς δε μούμεινε τίποτα
παρά μόνο
ένα κομμάτι νύχτα απ’ τα μαλλιά σου….
....................................................................
Η πρώτες μας αυτές συναντήσεις, επαφές και συνομιλίες, έγιναν με μια αμοιβαία,
θέλω να πιστεύω συμπάθεια, ή ορθότερα, από έναν μεγάλο σεβασμό εκ μέρους μου,
προς την προσωπικότητά της, προς τον διαρκή αγώνα της, την πάντα παρούσα
αγωνία της, και το κυριότερο, την επαναστατική της σκέψη. Ένα γυναικείο μυαλό
ξουράφι. Πανέξυπνη γυναίκα, μορφωμένη και με διαρκή κριτική σκέψη, παρά το
προχωρημένο της ηλικίας της. Και το κυριότερο, για μένα, δεν ήταν φανατισμένο
ιδεολογικά, πολιτικά ή κομματικά άτομο. Δεν κουβαλούσε μέσα της, τις διάφορες
ατομικές ιδεοληψίες που κουβαλούν ακόμα και σήμερα, τα άτομα που εντάχθηκαν
και θυσιάστηκαν για την όποια ιδεολογία τους, και από την πλευρά των ηττημένων
και από την πλευρά των νικητών.
...................................................................................
Ζητώ μια μαλακιά γραμμή
στον ορίζοντα πέρα
μια γωνιά μες στον κόσμο
μια γωνιά
τόση μόνο όσο πιάνει
μια φωλιά χελιδονιών,
να σταθώ
ν’ ακουμπήσω το φως που βαραίνει τα χέρια μου,
ν’ ακουμπήσω το φως
στων ανθρώπων τα γόνατα.
...................................................................................
Στην δεύτερη συνάντησή μας, είχε την καλοσύνη να μου φωτοτυπήσει τις
ποιητικές της συλλογές, και να μου προσφέρει τεύχη λογοτεχνικού περιοδικού που
δεν είχα. Επίσης, μου έδωσε δαχτυλογραφημένες δύο κριτικές για τα ποιήματά της
που είχε κρατήσει, με χειρόγραφες σημειώσεις και ευχές προς εμένα. Και πάλι
μιλήσαμε περισσότερο για την πολιτική, παρά για τα ποιητικά πράγματα. Αν και
αυτήν την φορά, την ρώτησα και επέμενα σε αυτό, για την περίπτωση του Ρώσου
ποιητή Βλαδιμήρ Μαγιακόφσκυ. Στην τρίτη μας συνάντηση, δεν παρέλειψα ακόμα,
όταν είδα τον βαθμό εμπιστοσύνης που μου έδειξε, να την ρωτήσω και για τον
ποιητή Γιάννη Ρίτσο, πράγματα και γεγονότα, τον καιρό της κοινής τους εξορίας,
που ο σεβασμός μου προς εκείνον και το δέος που ένιωθα-όταν τον γνώρισα από
κοντά-με απέτρεψε να τον ρωτήσω. Μου μίλησε με μεγάλη αγάπη και ενδιαφέρον
για τον ποιητή, και για την κοινή τους πορεία και αγώνες.
................................................
Κάθε πρωί
κάθουμαι μόνη
στο κατώφλι μου.
Σπυρί-σπυρί μαζεύω
τις παληές καλημέρες σου
για να φτιάξω τον ήλιο.
Κάθε βράδι
αγκαλιάζω τα λόγια σου
κι αποκοιμιέμαι.
..................................................
Τηλεφωνηθήκαμε, δύο με τρείς φορές ακόμα, και σποραδικά όταν ήταν στην
Ελλάδα, μιλούσαμε, περισσότερο οφείλω να πω για τα πολιτικά πράγματα στην
Ελλάδα, παρά για την ποίηση την δική της, ή των άλλων. Δεν έχανα όμως την
ευκαιρία, να την ρωτήσω για τον ποιητικό κόσμο της Γαλλίας, και εκείνη, μου
απαντούσε με χαρά και πάντα με ενθάρρυνε να κρατώ μια επαναστατική κριτική
στάση απέναντι στην κοινωνία και τα πράγματα.
Ας έρθουμε τώρα, στην πνευματική παρουσία της ποιήτριας και δημοσιογράφου
Καίτης Δρόσου.
Η ποιήτρια Καίτη Δρόσου, όπως η ίδια μου ανέφερε, γεννήθηκε στην Σμύρνη
στις 12 Ιουλίου του 1922, χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και άφησε την
τελευταία της πνοή στο Παρίσι την περασμένη Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016. Χωρίς
να φανεί βαρύγδουπο, θα σημειώναμε, ότι γεννήθηκε «στην εξορία» και πέθανε στην
«εξορία», σαν μια Ελληνίδα πολίτης του Κόσμου. Παρουσιάστηκε στα ποιητικά μας
γράμματα με την λυρική συλλογή ποιημάτων της «Ποιήματα Ι», ένα μικρό
βιβλιαράκι 30 σελίδων που εκδόθηκε από την Λογοτεχνική Γωνιά το 1950, όπως
αναφέρεται στον κολοφώνα, τυπώθηκε στο τυπογραφείο Λογοτεχνική Γωνιά το
Μάρτη του 1950 σε 250 αντίτυπα. Η συλλογή περιέχει τους ποιητικούς τίτλους
«Μικρά Τραγούδια» 1έως 7, «Ανοιξιάτικες Ώρες» 1 έως 8, «Η Βασανισμένη βροχή»
1 έως 9, «Δύο τραγούδια για τον Γιάννη Ρίτσο», 1 έως 2, «Δύο τραγούδια για τον γιό
μου» 1 έως 2, και, «Κι ένα του Βύρωνα». Ποιήματα μικρής πνοής και φόρμας, αλλά
δυνατών εικόνων και συναισθημάτων, μικρές πύρινες ποιητικές φλόγες, που
τρεμοσβήνουν μέσα στην λευκή σελίδα της ψυχής μας, ερωτικές συγκινητικές
στιγμές, προσωπικές αναμνήσεις μιας γυναικείας ευαισθησίας και αγαπητικής
πληρότητας. Τρυφερός λόγος αλλά και πικρός, καταστάλαγμα μιας ζωής έντονης
και γεμάτης γυναικείο συγκρατημένο λυρικό πάθος.
................................................
Έλα κι απόψε
να μοιραστείς το ψωμί
και τις έγνοιες μου
Το φεγγάρι θ’ αργήσει
Μεσάνυχτα.
Θα σε νοιώσουν τα χέρια μου.
Θα σ’ αγγίξουν τα χέρια μου.
Έλα απόψε.
.................................................
Η δεύτερη ποιητική της συλλογή, κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα, στην
Αθήνα, τον Μάη του 1953 σε τριακόσια αντίτυπα από το τυπογραφείο του Π.
Μπόλαρη, και είχε τον τίτλο «Φύλλα φωτιάς», σελίδες 29. Η δεύτερη αυτή ποιητική
της συλλογή, περιέχει ποιήματα επίσης μικρής φόρμας,-εκτός από δύο με τρία, που
είναι πολύστιχα- συνήθως δύστυχα, τα οποία είναι όλα άτιτλα. Οι ολιγόστιχες αυτές
και ολιγοσύλλαβες ποιητικές μονάδες, διακρίνονται για τον αυθορμητισμό τους, την
κάπως γυναικεία αφέλειά τους, χωρίς όμως να χάνουν κάτι από την υφολογική τους
βαρύτητα, και επίσης, για έναν έντονο μητρικό αισθησιασμό που πολλές φορές όπως
και στην επόμενη συλλογή της καταλήγει σε ερωτικό. Τα ποιήματα, φέρουν έντονη
την σφραγίδα μιας γυναικείας μητρότητας και αίσθησης, σαν να αντιμετωπίζει το
αντρικό ερωτικό πρόσωπο ως παιδί που οφείλει εκείνη να το φροντίσει και να το
προστατέψει από τους εξωτερικούς κινδύνους. Και σε αυτήν την συλλογή, όπως και
στην πρώτη της, που έχει μια πρωτόλεια απλότητα, χωρίς εξεζητημένους στίχους, ή
μεγάλου ιδεολογικού και εννοιολογικού βάρους λέξεις, ο πολιτικός στιγματισμός
της ποιήτριας φαίνεται από την επιλογή του χρωματικού της καμβά, που είναι
πάντα σταθερός, το κόκκινο. Το κόκκινο που για την ποιήτρια, εκφράζει το
επαναστατικό πάθος, την ερωτική φουρτούνα, την ελπιδοφόρα επανάσταση. Η
γυναικεία της ευαισθησία είναι διάχυτη στα ολιγόστιχα ποιήματά της. Συνήθως
χρησιμοποιεί τον ελεύθερο στίχο, αποφεύγει την παραδοσιακή γυναικεία ή μη
ομοιοκαταληξία, δεν την αφήνει όμως αδιάφορη ο δημοτικός στίχος που σε
ορισμένες της ποιητικές μονάδες, φαίνεται αβίαστα, και που πετυχαίνει να μας
προσφέρει εξαιρετικές εικόνες και μια αίσθηση πληρότητας. Σίγουρα, η
μελαγχολική της διάθεση, και η στυφή της πίκρα είναι εμφανής στα ποιήματά της,
όμως, η συνολική τους ποιητική αίσθηση είναι ελπιδοφόρα.
.........................................................
Τα χρόνια σου
μικρά παιδιά
στα γόνατα μου βύζαξα ελπίδα.
----
Κηδεύω τις μέρες μου.
Λένε πως έρχεται η άνοιξη
με ανθοδέσμες φως
με το νερό της λησμονιάς.
Κηδεύω τις μέρες μου
μ’ ανθοδέσμες φως.
Το νερό της λησμονιάς
δεν μπορώ να το πιω.
--
Σταυρώστε με.
Δεν είμαι ταίρι κανενός.
Δεν έχω ταίρι.
Το μαρτύριό μου σέρνω ολομόναχη.
Σταυρώθηκα μόνη μου.
Δεν μπορείτε να με σταυρώσετε.
Δεν έχω χέρια.
Απόμειναν τα χέρια μου μαζί του
να χαϊδεύουν τα πόδια του.
Είχα αδέρφια.
Τα ξέχασα.
Δεν έχω ταίρι.
Σταυρώθηκα μόνη μου
Μη με ξεχνάτε.
..................................................
Η Τρίτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο «Οι τοίχοι τέσσερις» εκδόθηκε το 1985
από το Τυπογραφείο «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου, έχει σαράντα σελίδες, και
τυπώθηκε στο τυπογραφείο του Μιχάλη Μπορμπουδάκη, τριάντα δύο χρόνια μετά
την δεύτερή ποιητική της συλλογή. Όπως αναγράφεται στις μέσα σελίδες, «Τα
ποιήματα γράφτηκαν από το 1980 ως το 1982». Τα ποιήματα και της συλλογής
αυτής, είναι άτιτλα, και κινούνται περίπου, στην ίδια ατμόσφαιρα με τα
προηγούμενα. Εδώ η ποιήτρια χρησιμοποιεί εκτός από της μικρής φόρμας της μιας
στροφής ποιήματα, και μεγαλύτερες συνθέσεις, επίσης, οι τελευταίες της
καταθέσεις όπως: «η αδελφή μου λέει πως την ονόμασα Ρωξάνη…», σ.34,
«Ασυνήθιστος θόρυβος μ’ έκανε να τρέξω κι’ είδα στο σκαλοπάτι…», σ.35, «Φοράω
μια φούστα μακριά, καθισμένη στο παγκάκι,….», σ.36, «Ανεβαίνω την rue Royale κ’
εκεί απέξω απ’ του Μαξίμ που πήγες να δειπνήσεις σε βλέπω να με χαιρετάς μ’ ένα
ποτήρι μπύρα…», σ. 37, και το μεγαλύτερης φόρμας «Από τότε που έφυγες
κατοικείς τις νύχτες μου. Όλες. Ώστε ο καιρός μπορεί να κυλά σαν λιωμένο βούτυρο
σε ζεστή επιφάνεια κι αυτή η εικόνα, αυτή η αίσθηση, γίνεται σαν κορμί, το δικό
μου, που για πρώτη φορά αφήνεται να ρουφήξει μέσα σε μια τέλεια εγκατάλειψη,
ετούτη την υγρασία…», σ. 38, η ποιήτρια χρησιμοποιεί μια ποιητική θα γράφαμε
πρόζα, αφήνει ακόμα και το ελεύθερο συνήθως στίχο που χρησιμοποιεί και
καταφεύγει σε μια ποιητική αφηγηματική λυρική πεζολογία. Το γυναικείο
συναίσθημα, ενώνεται με φυσικές παραστάσεις μιας μελαγχολικής
καθημερινότητας, που αποπνέει όμως έναν έντονο μουσικό ερωτισμό. Το κορμί
γίνεται φορέας μιας ερωτικής διάθεσης που ανακαλεί μνήμες καθημερινής ευωχίας
αξέχαστων και ανεπανάληπτων στιγμών. Σωματικά ίχνη που χάραξαν την συνείδησή
της, όπως το γεγονός της μητρότητας. Το αντρικό ερωτικό πρόσωπο στην ποίηση
της Καίτης Δρόσου, αντιμετωπίζεται σαν ένα μεγάλο ερωτικό παιδί, που η ποιήτρια
«οφείλει» ερωτικά να το κανακέψει. Λόγος λυρικός, μουσικός, ορισμένες φορές
κοφτός αλλά όχι οξύς, χωρίς γωνίες, χωρίς εσωτερικές αναταράξεις, αλλά με μια
νηφάλια ερωτική ηρεμία, γεμάτος εικόνες και αισθήσεις, ερωτικά μελαγχολικά
στιγμιότυπα, μιας γυναικείας φύσης που ξέρει να αγαπά με ειλικρινές πάθος, και
που γνωρίζει να διεκδικεί την χειραφετημένη της γυναικεία επιθυμία με
επαναστατική διάθεση. Αυτό το Μαγιακοφσκικό πρότυπο, έρωτας και επανάσταση
μαζί, πλεονάζει δημιουργικά στην ποίηση της Καίτης Δρόσου.
........................................
Επειδή
ο ύπνος σου
μένει πλάι μου
αξημέρωτος
ξημερώνομαι
με δυό ζευγάρια κάλτσες
το ‘να το μπαλώνω
τ’ άλλο το φορώ.
......................................................
Το ίδιο θα μπορούσαμε να λέγαμε και για τον δοκιμιακό της λόγο. Είτε πρόκειται
για τον κυνηγημένο από την Σοβιετική Κα-Γκε- Μπε, θαυμάσιο αντικομφορμιστή
ποιητή Ιωσήφ Μπρόντσκι, και την μικρή μελέτη της-που γράφτηκε στο Παρίσι- για
τις διώξεις των πνευματικών ανθρώπων στην τότε Κομμουνιστική Σοβιετική
Ένωση, που όπως αναφέρει στο τέλος της μελέτης:
............................................................
«Αυτό θα πει γκλασνόνστ.
Διότι όταν πετάς τη μούμια του Στάλιν απ’ το μαυσωλείο έχεις ανάγκη την
διανόηση, όταν όμως ασχολείσαι με διαπλανητικές ρουκέτες ποντάρεις σ’ ένα γενικό
ανθρώπινο αίτημα για ειρήνη και ήσυχη ζωή. Η λογοτεχνία μπορεί να ασχοληθεί με
τους αναστεναγμούς του καιρού της βίαιης κολλεκτιβοποίησης, πενήντα εννιά
χρόνια πίσω, γεγονότα που τα περιέγραψε ζωντανότερα και καλύτερα ο
λογοκριμένος ίσαμε σήμερα Ισαάκ Εμμανουήλοβιτς Μπάμπελ, που τουφεκίστηκε».
Είτε στην άλλη της μελέτη «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων κατά Κλωντ
Σιμόν. Ανάγνωση του βιβλίου του Κλωντ Σιμόν «Η Πρόσκληση». Η Δρόσου όχι μόνο
παραθέτει αποσπάσματα από το έργο του Γάλλου συγγραφέα που όπως η Σαρρώ
και άλλοι, ανήκουν σε αυτό που ονομάσθηκε το «νέο μυθιστόρημα», αλλά θα μιλήσει
για την μεταπολεμική λογοτεχνία που θα επιδιώξει να απαρνηθεί την στρατευμένη
λογοτεχνία, που τόσα δεινά επέφερε στις ανθρώπινες συνειδήσεις και οδήγησε σε
αδιέξοδο και στον θάνατο αρκετούς γνωστούς συγγραφείς, τόσο της τότε
Σοβιετικής Ρωσίας όσο και σε άλλες χώρες που προσπάθησαν οι διάφοροι θιασώτες
να εφαρμόσουν με την πνευματική βία την στρατευμένη τέχνη του σοσιαλιστικού
ρεαλισμού. Ο Κλωντ Σιμόν, πιστεύει σε μια αυτόνομη και αυτάρκης λογοτεχνία, σε
μια λογοτεχνία που από μόνη της αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός, μια πολιτική
πράξη, μια νέα προβληματική της γλώσσας και του λογοτεχνικού λόγου, που οφείλει
να αφήσει ιστορικά πίσω της τόσο τα διάφορα στρατόπεδα του Άουσβιτς, που οι
μνήμες τους ανάγκασαν τον Primo Levi, να οδηγηθεί στον θάνατο, όσο και τα
διάσπαρτα Γκούλαγκ, που τόσο παραστατικά μας περιέγραψε ο Αλεξάντερ
Σολζενίτσιν. Η μεταπολεμική λογοτεχνία που εξετάζει η Δρόσου, είναι σαν να
ακολουθεί τις αρχές του Ρολάν Μπάρτ,(Rollan Bart), για το σημείο μηδέν και την
καινούργια αφετηρία του πεζού και του ποιητικού λόγου στον Δυτικό κόσμο. Η
προβληματική της Δρόσου εστιάζεται από τα μέσα σε αυτά τα φαινόμενα, που δεν
άπτονται μόνο του χώρου της λογοτεχνίας, αλλά έχει να κάνει και με την
κοινωνιολογία της καθημερινότητας, μια και επηρέασε τις ζωές και τις συνήθειες
και παραδόσεις χιλιάδων ανθρώπων. Η κριτική που ασκεί η ποιήτρια Καίτη
Δρόσου, στο πολιτικό σύστημα και κρατικό μόρφωμα της τότε κοσμοκράτειρας
Σοβιετικής Ένωσης, και με ότι αυτό συνεπάγεται στην με στρατιωτικό τρόπο
επιβολής του στα άλλα κράτη της ανατολικής Ευρώπης, και αλλού ανά την υφήλιο,
είναι η νέα ανανεωτική και ερμηνευτική ματιά, με την οποία οι γενιές μετά τον
δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο άρχιζαν να βλέπουν την μαρξιστική και λενινιστική
ιδεολογία, και ο τρόπος που αυτή εφαρμόστηκε, καθώς τα σύνορα άρχιζαν αργά και
σταθερά να πέφτουν-μέχρι την πλήρη απελευθέρωση του 1989-και τα άτομα να
επισκέπτονται τα κράτη αυτά και να μαθαίνουν από τα μέσα τις δύσκολες συνθήκες
ζωής και στυγνές ιδεολογικές επιβολές των κομματικών εγκάθετων πάνω στους
απλούς ανθρώπους και τις συνειδήσεις τους, και τις εκατοντάδες διώξεις των
πνευματικών ανθρώπων και καλλιτεχνών. Ακόμα και η δική μου γενιά, αρκετές
δεκαετίες μετά, έζησε μέσα σε ένα ιδεολογικό ψέμα, σε μια ιδεολογική φενάκη, σε
έναν μεσσιανικό κόσμο, που ήταν τόσο φρικτός όσο φονικό και ακανθώδες ήταν το
κόκκινο φωτοστέφανό του, από τους διάφορους υμνητές του.
«Η Πρόσκληση στην πρώτη της κιόλας σελίδα φέρει για μότο της εξής φράση: Ο
μόνος διαρκής παράγων της Ιστορίας είναι η Γεωγραφία. Η φράση βεβαίως ανήκει
στον Βίσμαρκ, αλλά ας δούμε τι λέει ένας Ρώσος του οποίου τα γραπτά
κατηγορήθηκαν, λογοκρίθηκαν, απαγορεύτηκαν, τις μέρες ακριβώς που παιζόταν
για πρώτη φορά στη Μόσχα «Ο Επιθεωρητής» του Νικολάι Γκόγκολ…»,
από την αρχή της μελέτης της Δρόσου, σελίδα 7.
Στις ίδιες ερμηνευτικές πολιτικές ράγες, πατά η ποιήτρια Καίτη Δρόσου στο
ευρύτερης σύνθεσης μελέτημά της για τον Βλαδίμηρο Μαγιακόβσκυ. Ένα βιβλίο
160 σελίδων, που εξετάζει τα πραγματικά αίτια της αυτοκτονίας του μεγάλου
Ρώσου ποιητή. Μέσα από ιστορικά ντοκουμέντα της εποχής του ποιητή, μέσα από
ένα πλούσιο αρχείο ιστορικών πηγών, από πρώτες πηγές και δημοσιεύματα, από
περιοδικά και ιστορικά αρχεία, η Καίτη Δρόσου, με έναν λόγο ακριβή και καίριο,
χωρίς περιστροφές και μισόλογα, χωρίς υπεκφυγές και λογοτεχνικές παλινωδίες,
χωρίς ιδεολογικές κόκκινες αγκυλώσεις εξετάζει το φαινόμενο Μαγιακόφσκυ, και
τα αίτια της αυτοκτονίας του. Ακολουθώντας τα ορθά ερμηνευτικά ίχνη του
συζύγου της Άρη Αλεξάνδρου, δέχεται και τεκμηριώνει την άποψη, ότι ο μεγάλος
ποιητής Vladimir Maiakovski δεν αυτοκτόνησε από ερωτικά αίτια,-για τον έρωτα
μιας γυναίκας δηλαδή- αλλά από πολιτικές αιτίες και συνθήκες. Ο θάνατός του
δηλαδή, προήλθε κατά κάποιον τρόπο, από το τότε Κομμουνιστικό καθεστώς, όπως
η δολοφονία του Ισπανού λυρικού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Federico
Garcia Lorca, έγινε από τους Φαλαγγίτες του στρατηγού Φράνκο την περίοδο του
Εμφύλιου Ισπανικού πολέμου, ή του Χιλιανού ποιητή και τραγουδοποιού Ο Χάρα,
έγινε από την Χούντα του στρατηγού Πινοσέτ. Και στα καθ’ ημάς, η δολοφονία της
ηθοποιού και τραγωδού Ελένης Παπαδάκη, έγινε από κομματικούς κομμουνιστές
οπαδούς της εποχής εκείνης. Πολιτικά ήταν τα αίτια της αυτοκτονίας του Vladimir
Maiakovski, όπως περίτρανα τεκμηριώνει και αποδέχεται και η ποιήτρια Κατερίνα
Δρόσου. Τα κεφάλαια του βιβλίου είναι τα εξής:
Η προιστορία
Πριν απ’ το Θεό ο προφήτης του-Η εποχή
Λένιν-Μαγιακόβσκη και τέχνη
Η μισή ανάγνωση
Από τι γλύτωσε ο αυτόχειρας και ίσως τι προαισθανόταν
Εποχή Λένιν
Εποχή Γκορμπατσόβ
Σημειώσεις
Ευρετήριο ονομάτων
Φωτογραφικό παράρτημα.
Γράφει στην εισαγωγή της:
«Υπάρχουν ποιητές που επιβάλλονται με τον όγκο τους ή την παραξενιά τους. Για
τον Μαγιακόβσκη ισχύουν και τα δύο. Δεν ξέρω πόσο μπορεί να ενδιαφέρει η γραφή
του τους σημερινούς νέους, για την γενιά μου όμως, ή μάλλον την παρέα μου και τον
εαυτό μου, ήταν κάτι καινούργιο. Φυσικά είχαμε μπολιαστεί προκαταβολικά με το
«Τραγούδι της αδελφής μου» του Γιάννη Ρίτσου και την «Ελένη» του Οδυσσέα
Ελύτη απ’ τα εφηβικά-γυμνασιακά μας χρόνια. Ο Μαγιακόβσκη ήρθε αργότερα.
Μέσα στη δίνη της Μεταξικής δικτατορίας, τον ναζισμό, τον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο, την έλλειψη σωστής πληροφόρησης και το νεαρό της ηλικίας μας,
κατάπιαμε χωρίς πολύ δυσκολία τις δίκες της Μόσχας και το σύμφωνο
Ρίμπεντροπ-Μόλοτοβ. Έπειτα ήρθε η νίκη. Για τους νέους, ο χρόνος που ζουν, η
εποχή τους, είναι ένας κόσμος που πεθαίνει, που θέλουν να τον αντικαταστήσουν μ’
έναν καλύτερο…». Δες σελίδα 7.
Το 2008, οκτώ χρόνια πριν τον θάνατο της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Καίτης
Δρόσου, κυκλοφόρησε ένας ογκώδης τόμος 400και σελίδων, από τις εκδόσεις Άγρα
με τίτλο Γιάννης Ρίτσος: «Τροχιές σε Διασταύρωση»-Επιστολικά Δελτάρια της
Εξορίας και Γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου. Πρόλογος
Καίτη Δρόσου, Επιμέλεια-Εισαγωγή-Σημειώσεις: Λίζυ Τσιριμώκου.
Ένα πολύ ενδιαφέρον μελέτημα, και τεκμήρια πολιτικής γραφής, που εξετάζει τα
δελτάρια εξορίας και τα γράμματα του ποιητή Γιάννη Ρίτσου προς την στενή του
φίλη συνεξόριστη Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου. Τρεις επιστήθιοι φίλοι
ομότεχνοι και ομοαίματοι επαναστάτες, μιας ακρωτηριασμένης εποχής και μιας
τραυματισμένης κοινής συνείδησης και των τριών. Το πληροφοριακό-ιστορικό αυτό
ντοκουμέντο παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον τόσο από ιστορικής και πολιτικής
πλευράς, όσο και από πνευματικής.
....................................................
Έφυγες
Χτες.
Ήταν χτες
μια μέρα καλοκαιρινή,
Κ’ έγινες μέρα χτεσινή
παντοτινή
μες στη βροχή.
....................................................
Πληροφοριακά στοιχεία για την ποιήτρια, μεταξύ άλλων, μπορεί να βρει κανείς και
στα εξής βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες.
α) Κατερίνα Καμπάνη, «Άρης Αλεξάνδρου, ο παππούς μου»
εκδ. Ύψιλον 2006
β) Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος», εκδ. Σοκόλη 1996
γ) Αλέξης Ζήρας, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη 2007
δ) Νίκος Παπαδημητρίου, Οι Συγγραφείς της Αθηναϊκής Δημοσιογραφίας, εκδ.
Γιοβάνη 1995
ε) Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Βιβλιοεκδοτική
1962
στ) Αλέκος Κουτσούκαλης, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τ. 3ος, εκδ. Ιωλκός
ζ) Πάνος Παναγιωτούνης, Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ.
Γκούζου 1996
η) Κώστας Σταματίου, βιβ/κη για την συλλογή «Οι τοίχοι τέσσερις» με τον τίτλο
Επιστροφές. Εφ. Τα Νέα 28/6/1986
για το ίδιο βιβλίο στο περιοδικό η λέξη τχ. 58/10,1986, στην σελίδα «εξ όνυχος»
σ.1010, δημοσιεύεται το «Φοράω τη φούστα μου….»
θ) Δημήτρης Π.Κωστελένος, Σύγχρονη Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμος
1ος και 5ος, εκδ. Παγουλάτος 1977
ι) Αντρέας Καραντώνης, αναφορά στη Ραδιοφωνική Εκπομπή του, δημοσιευμένη
στο περιοδικό Ραδιοπρόγραμμα τχ. 159/14-20/6/1953. Έκδοσης Εθνικού Ιδρύματος
Ραδιοφωνίας.
κ) Αιμίλιος Χουρμούζιος, περιοδικό Νέα εστία έτος ΚΕ΄ τόμος 49ος τχ. 569. (οι δύο
τελευταίες πληροφορίες, προέρχονται από δακτυλογραφημένα κείμενα που μου
πρόσφερε η ίδια η ποιήτρια, σημειώνοντας και τα εξής ιδιοχείρως πάνω στη
δεύτερη σελίδα: «Υπάρχουν και άλλες κριτικές με υπογραφή αξιόλογων κριτικών,
decedes, που δεν υπάρχουν πια. Τις έχω σίγουρα, μου είναι δύσκολο να ψάξω να τις
βρω, κι επιπλέον Αδιαφορώ. Καλό κουράγιο»)
Σου δίνομαι
καθώς μια πόρτα που άνοιξε
χωρίς ν’ αγγίξεις το πόμολο.
Ποιήματά της, περιέχονται σε διάφορες Ελληνικές Ανθολογίες. Όπως του Ηρακλή
και Ρένου Αποστολίδη του Σπύρου Κοκκίνη και σε άλλες.
....................................................
Τι είπες; Η πάλη;
Αν τολμάς
κατακόρυφη πτώση;
Γδύσου.
.................................................
Κάποτε οι άνθρωποι, άκουγαν τον μελωδό των ονείρων μας Μάνο Χατζιδάκι, και
απήγγειλαν τα ποιήματα της Μυρτιώτισσας. Σήμερα, γιορτάζουν τον άγιο
Βαλεντίνο.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Κυριακή, 14 Φεβρουαρίου 2016
Πειραιάς, 14/2/2016
ΥΓ. Υακίνθια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου