Ο Δημοσθένης Στεφανίδης, Έλληνας εθνικοσοσιαλιστής, νομικός και οικονομολόγος με ευρεία ιστορική μόρφωση και αξιόλογη κλασσική παιδεία, Πανεπιστημιακός καθηγητής στην έδρα της Εφηρμοσμένης Κοινωνικής Οικονομικής, γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1895 στη Σκύρο και πέθανε στις 24 Φεβρουαρίου 1975 στην Αθήνα.
Βιογραφία
Πατέρας του ήταν ο Σοφοκλής Στεφανίδης. Ο Δημοσθένης Στεφανίδης παρακολούθησε τα μαθήματα της βασικής παιδείας στη γενέτειρα του. Από το 1908 έως το 1910 παρακολούθησε μαθήματα στο Γυμνάσιο της Χαλκίδος και στη συνέχεια μετεγγράφηκε και το 1912 αποφοίτησε από το Γ' Γυμνάσιο Αθηνών. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνο γράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοίτησε το 1916, όταν πήρε το πτυχίο του. Εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και μετά τις εξετάσεις για την απόκτηση της αδείας ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος -στις οποίες αρίστευσε και του προτάθηκε από τον πρόεδρο της επιτροπής ο διορισμός του σε ανώτερη θέση στο δικαστικό σώμα, αναχώρησε για το εξωτερικό προκειμένου να πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στα οικονομικά. Παρέμεινε για τρεις μήνες στην Ελβετία και τον Μάιο του 1920, σπούδασε για ένα εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο της Ιένα, στο οποίο παρακολούθησε μαθήματα για την εκμάθηση της Γερμανικής γλώσσας και στη συνέχεια μεταγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, ενώ επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη του 1923 και άρχισε να δημοσιεύει άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά για επίκαιρα Ελληνικά και διεθνή ζητήματα.
Το 1924 προσλήφθηκε στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών ως Τμηματάρχης Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών, ενώ από τα μέσα του 1926 ανέλαβε και τη διεύθυνση του δικαστικού τμήματος. Το 1927 υπέβαλλε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Ο Ιμπεριαλισμός. Η φύσις του, τα μέσα της κατισχύσεως του και αι σπουδαιότεραι εκδηλώσεις του», η οποία με εισήγηση του καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη, έγινε δεκτή από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Περιμένοντας την εκλογή του στη θέση του υφηγητή στη Νομική Σχολή, ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1927 το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο οποίο διορίστηκε, ομόφωνα από τα μέλη της Επιτροπής που συγκροτήθηκε, ως ένας από τα πέντε πρώτα μέλη του διδακτικού προσωπικού στο Τμήμα Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών.
Ο Στεφανίδης διατέλεσε τακτικός καθηγητής της Β' έδρας της Εφαρμοσμένης Πολιτικής Οικονομίας και Οικονομικής Πολιτικής από τον Απρίλιο του 1928, ενώ εκλέχθηκε Κοσμήτορας το Ακαδημαϊκό έτος 1934-35, της Σχολής [2] Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με δημοσίευμα στης εφημερίδος «Μακεδονία», συμμετείχε στο 27ο Συνέδριο Ειρήνης, που έγινε το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, μαζί με τους καθηγητές Περικλή Βιζουκίδη, Αβροτέλη Ελευθερόπουλο ή Τσαβδάρογλου και Ιωάννη Σπυρόπουλο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 με επιστολή του στον τότε Υπουργό Παιδείας εξέφραζε την οδύνη του για τις εθνικά ολέθριες συνέπειες της ειρηνιστικής πολιτικής του Ελληνικού κράτους, που μέσω αυτής υπονόμευε τη Μεγάλη Ιδέα, ενώ το 1939 συγκέντρωσε την προσοχή του στο «Κοινωνικόν Ζήτημα υπό το φως του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού». Συχνές ήταν οι αναφορές του στο έργο «Ο Αγών μου» του Αδόλφου Χίτλερ, σε έργα του Carl Schmitt, αλλά και άλλων οικονομολόγων και νομικών που συνεργάζονταν με το Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, όπως ο Cesare Santoro, συγγραφέας των βιβλίων «Hitler Germany As Seen By a Foreigner», που κυκλοφόρησε το 1938 και του «Socialismo Nacional Contra Socialismo International», οι Hermann Göring και Walter Darré, αλλά και ο Gottfried Feder, Βαυαρός οικονομολόγος και μηχανικός κι ένας από τα πρώτα μέλη του N.S.D.A.P., που αντιπροσώπευε την αντικαπιταλιστική πτέρυγα του Εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος. Οι αντικαπιταλιστικές οικονομικές ιδέες του Gottfried Feder μαγνήτιζαν τα κατώτερα μεσοαστικά στρώματα και από το 1936 μέχρι τον θάνατό του το 1941, ως καθηγητής στο Πολυτεχνείο στο Βερολίνο ενδιαφέρθηκε για το αρχιτεκτονικό κίνημα των κηπουπόλεων, στις οποίες θα στεγάζονταν οι κάτοικοι του Ράϊχ.
Παρέμεινε στη θέση του καθηγητή έως τις 13 Μαρτίου 1942, όταν απολύθηκε από την κατοχική κυβέρνηση. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος αποκαταστάθηκε στη θέση του καθηγητή της Α' έδρας της Πολιτικής Οικονομίας με συντακτική πράξη και το 1950 εκλέχθηκε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θέση στην οποία διαδέχθηκε τον Κυριάκο Βαρβαρέσο. Το 1946 ορίστηκε Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας έως το 1954 και το 1951 έως τις 10 Νοεμβρίου 1951 διετέλεσε διοικητής στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων [Ι.Κ.Α.]. Το Σεπτέμβριο του 1966 αποχώρησε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο, λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας.
Ιδεολογικές απόψεις
Ο Στεφανίδης θεωρούσε την φασιστική Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι και την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ ως πρότυπα-κράτη που ενσαρκώνουν τη νέα οικονομική πολιτική. Ο ίδιος υπήρξε ο καλλίτερος εκφραστής της οικονομικής πολιτικής του Εθνικοσοσιαλισμού, όμως συγκέντρωνε την προσοχή του κυρίως στις πτυχές της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, οι οποίες απέδιδαν προτεραιότητα στην πολιτική επί της οικονομίας, εκθείαζε τον αντικεφαλαιοκρατικό προσανατολισμό της, πρόβαλε τους θεσμούς που εναρμόνιζαν τις σχέσεις εργοδοτών και εργαζομένων στους κόλπους του Έθνους και απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στις κοινωνικές πολιτικές της. Μνημόνευε συχνά την ίδρυση του «Γερμανικού Μετώπου Εργασίας», καθώς και τον ηγέτη του Robert Ley, την οποία θεωρούσε όπως και ο Griffin, οργάνωση-δείκτη, της βιοπολιτικής φύσεως του εθνικοσοσιαλισμού, η οποία από κοινού με τις οργανώσεις «Δύναμις δια της Χαράς» και «Γραφείο για την Ομορφιά της Εργασίας», προσπαθούσε για τη βελτίωση των όρων της ζωής των πολιτών στην εργασία αλλά και στον ελεύθερο χρόνο τους.
Παράλληλα εξυμνούσε τη δράση της οργανώσεως «Δύναμις δια της Χαράς» η οποία, όπως έγραφε, «..εθαυμάσθη προ μηνών και παρ’ ημίν κατά την γενομένην σχετικήν έκθεσιν του Ζαππείου...», και παρουσίαζε τις καθημερινές της πρωτοβουλίες. Αν και θεωρούσε ότι η ρύθμιση του κοινωνικού ζητήματος στη Γερμανία δεν αποτελούσε πραγματικότητα που ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί παντού, καθώς ήταν διαδικασία σε εξέλιξη, πίστευε ότι ήταν η εφικτή εναλλακτική λύση και υποστήριζε πως η μεταφύτευση τμημάτων της στην Ελλάδα της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, ήταν επιθυμητή και πρακτικά δυνατό να υλοποιηθεί.
Όπως γράφει στο περιοδικό «Νέον Κράτος» το 1938, η ατομική και όχι η συλλογική ιδιοκτησία αρμόζουν στην «Αρίαν φυλήν» εκ της ιστορίας της και η δημόσια ιδιοκτησία αρμόζει στον «σλαυομπολσεβικισμό», έτσι υποστήριζε ότι η ελληνική οικονομία έχει μέλλον αν στηριχθεί στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις οποίες οι κυβερνήσεις έχουν υποχρέωση να διατηρήσουν ενεργές. Στις οικονομικές του μελέτες αποφαίνεται ότι η φιλελεύθερη ιδέα υπέρ του ελεύθερου διακρατικού εμπορίου και διακινήσεως κεφαλαίων είναι εκτός πραγματικότητας, καθώς το ασθενέστερο οικονομικά κράτος είναι καταδικασμένο, αρχικά σε οικονομικό μαρασμό και στη συνέχεια σε πτώχευση. Αν και στις μεταπολεμικές δεκαετίες αφαίρεσε από τις παραδόσεις του τα τμήματα εκείνα που αναφέρονταν στις απόψεις και την προσέγγιση του στις οικονομίες των εθνικιστικών κρατών του μεσοπολέμου, παρέμεινε ως το τέλος πιστός στη θεωρία του για την άσκηση εθνικιστικής και φιλοπαρεμβατικής πολιτικής. Τάχθηκε εναντίον της συμφωνίας συνδέσεως Ελλάδος και Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ενώσεως, καθώς πίστευε ότι θα λειτουργούσε καταστρεπτικά για την βιομηχανική παραγωγή της Ελλάδος και η επιχειρηματολογία του αποτέλεσε μέρος της κοινοβουλευτικής ρητορείας του κόμματος Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, [Ε.Δ.Α.], στις συνεδριάσεις της Ελληνικής Βουλής, «...με σαφή επίγνωση των ιδεολογικών διαφορών που χώριζαν το συγγραφέα καθηγητή από την πολιτική του κόμματος..», όπως επισήμανε σε έργο του ο Ηλίας Ηλιού.
Με τη διαθήκη του κληροδότησε την περιουσία του σε ίδρυμα που δημιούργησε και το οποίο έφερε το όνομα του με σκοπούς την χορήγηση υποτροφιών σε άπορους σπουδαστές των Οικονομικών σχολών που έχουν καταγωγή από την Εύβοια, αλλά και για την λειτουργία Γηροκομείου στη Σκύρο.
Εργογραφία
Πλούσιο ήταν το συγγραφικό έργο του Στεφανίδη, κυρίως σε οικονομικά θέματα. Προσπάθησε με έντονο τρόπο να επιστήσει την προσοχή των πολιτικών στην ανάπτυξη της πρωτογενούς παραγωγής και της εκβιομηχανίσεως της Ελλάδος. Δώρισε την τεράστια συλλογή βιβλίων του στην κεντρική βιβλιοθήκη του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης [8].
Έγραψε, μεταξύ άλλων τα βιβλία,
«Οικονομικαί μελέται» [9], το Φεβρουάριο του 1926 που περιλαμβάνει τις σημαντικότερες οικονομικές του διατριβές οι οποίες είχαν δημοσιευθεί ως τότε σε διάφορα περιοδικά.
«Τα Εμπορικά επιμελητήρια κατά την εν Ελλάδι ιδίαν μορφήν των» [10], το 1926, πραγματεία,
«Ο Ιμπεριαλισμός. Η φύσις του, τα μέσα της κατισχύσεως του και αι σπουδαιότεραι εκδηλώσεις του», το 1927,
«Η εισροή ξένων κεφαλαίων και αι οικονομικαί και πολιτικαί της συνέπειαι», το 1930, εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Το θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο ήταν το περιεχόμενο του εναρκτήριου λόγου του στις 3 Νοεμβρίου 1928, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Μάρτιο του 1931, με εισήγηση του καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη, απέσπασε το βραβείο της Τάξεως των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών της Ακαδημίας Αθηνών.
«Η παγκόσμιος οικονομική κρίσις και η Ελλάς», το 1932,
«Εθνική Οικονομική Πολιτική»,
«Η θέσις της βιομηχανίας εν τη κοινωνική μας οικονομία», το 1938,
«Μια πτυχή πανεπιστημιακής ζωής», το 1944,
«Έλληνες και Βούλγαροι ως οικονομικοί παράγοντες εις την Βαλκανικήν», το 1945, εκδότης «Αετός»,
Στο έργο του έθεσε την αντεκδίκηση ως το βασικό λόγο για τον οποίο έπρεπε η Ελλάδα να διεκδικήσει την Ανατολική Ρωμυλία, θυμίζοντας στους Έλληνες τον δια πυρός και σιδήρου εκβουλγαρισμό της το 1906, μια περιοχής που έως το 1878 είχε έντονο Ελληνικό χαρακτήρα και σχεδόν αμιγή Εθνικά πληθυσμό.
«Εισαγωγή εις την αγροτικήν πολιτικήν», το 1947,
«Αγροτική πολιτική και οικονομική πολιτική επί των συλλεκτικών έργων. Γαιοκτησία και γαιοκτητική πολιτική», το 1948,
«Η κοινωνική οικονομική εν τη ιστορική της εξελίξει», τρίτομο έργο.
- «Η προϊστορία της κοινωνικής οικονομικής αρχαιότης, μεσαίων, αναγέννησις», το 1948, 1ος τόμος,
- «Η ιστορία της κοινωνικής οικονομικής εμποροκρατία, φυσιοκρατία, φιλελευθέρα σχολή», το 1949, 2ος τόμος,
- «Η ιστορία της κοινωνικής οικονομικής σοσιαλισμός, κομμουνισμός, αναρχισμός και αι σύγχρονη θεωρίαι της συντηρητικής παρατάξεως», το 1949, 3ος τόμος.
«Το Κοινωνικόν Ζήτημα υπό το φως του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού»,
«Ο Καπνός εις το πλαίσιον της οικονομικής μας ανασυγκροτήσεως»,
«Μαθήματα αγροτικής πολιτικής», το 1952,
«Χριστιανισμός και Ιδιοκτησία», το 1956.
Βιογραφία
Πατέρας του ήταν ο Σοφοκλής Στεφανίδης. Ο Δημοσθένης Στεφανίδης παρακολούθησε τα μαθήματα της βασικής παιδείας στη γενέτειρα του. Από το 1908 έως το 1910 παρακολούθησε μαθήματα στο Γυμνάσιο της Χαλκίδος και στη συνέχεια μετεγγράφηκε και το 1912 αποφοίτησε από το Γ' Γυμνάσιο Αθηνών. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνο γράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοίτησε το 1916, όταν πήρε το πτυχίο του. Εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και μετά τις εξετάσεις για την απόκτηση της αδείας ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος -στις οποίες αρίστευσε και του προτάθηκε από τον πρόεδρο της επιτροπής ο διορισμός του σε ανώτερη θέση στο δικαστικό σώμα, αναχώρησε για το εξωτερικό προκειμένου να πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στα οικονομικά. Παρέμεινε για τρεις μήνες στην Ελβετία και τον Μάιο του 1920, σπούδασε για ένα εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο της Ιένα, στο οποίο παρακολούθησε μαθήματα για την εκμάθηση της Γερμανικής γλώσσας και στη συνέχεια μεταγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, ενώ επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη του 1923 και άρχισε να δημοσιεύει άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά για επίκαιρα Ελληνικά και διεθνή ζητήματα.
Το 1924 προσλήφθηκε στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών ως Τμηματάρχης Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών, ενώ από τα μέσα του 1926 ανέλαβε και τη διεύθυνση του δικαστικού τμήματος. Το 1927 υπέβαλλε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Ο Ιμπεριαλισμός. Η φύσις του, τα μέσα της κατισχύσεως του και αι σπουδαιότεραι εκδηλώσεις του», η οποία με εισήγηση του καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη, έγινε δεκτή από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Περιμένοντας την εκλογή του στη θέση του υφηγητή στη Νομική Σχολή, ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1927 το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο οποίο διορίστηκε, ομόφωνα από τα μέλη της Επιτροπής που συγκροτήθηκε, ως ένας από τα πέντε πρώτα μέλη του διδακτικού προσωπικού στο Τμήμα Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών.
Ο Στεφανίδης διατέλεσε τακτικός καθηγητής της Β' έδρας της Εφαρμοσμένης Πολιτικής Οικονομίας και Οικονομικής Πολιτικής από τον Απρίλιο του 1928, ενώ εκλέχθηκε Κοσμήτορας το Ακαδημαϊκό έτος 1934-35, της Σχολής [2] Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με δημοσίευμα στης εφημερίδος «Μακεδονία», συμμετείχε στο 27ο Συνέδριο Ειρήνης, που έγινε το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, μαζί με τους καθηγητές Περικλή Βιζουκίδη, Αβροτέλη Ελευθερόπουλο ή Τσαβδάρογλου και Ιωάννη Σπυρόπουλο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 με επιστολή του στον τότε Υπουργό Παιδείας εξέφραζε την οδύνη του για τις εθνικά ολέθριες συνέπειες της ειρηνιστικής πολιτικής του Ελληνικού κράτους, που μέσω αυτής υπονόμευε τη Μεγάλη Ιδέα, ενώ το 1939 συγκέντρωσε την προσοχή του στο «Κοινωνικόν Ζήτημα υπό το φως του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού». Συχνές ήταν οι αναφορές του στο έργο «Ο Αγών μου» του Αδόλφου Χίτλερ, σε έργα του Carl Schmitt, αλλά και άλλων οικονομολόγων και νομικών που συνεργάζονταν με το Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, όπως ο Cesare Santoro, συγγραφέας των βιβλίων «Hitler Germany As Seen By a Foreigner», που κυκλοφόρησε το 1938 και του «Socialismo Nacional Contra Socialismo International», οι Hermann Göring και Walter Darré, αλλά και ο Gottfried Feder, Βαυαρός οικονομολόγος και μηχανικός κι ένας από τα πρώτα μέλη του N.S.D.A.P., που αντιπροσώπευε την αντικαπιταλιστική πτέρυγα του Εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος. Οι αντικαπιταλιστικές οικονομικές ιδέες του Gottfried Feder μαγνήτιζαν τα κατώτερα μεσοαστικά στρώματα και από το 1936 μέχρι τον θάνατό του το 1941, ως καθηγητής στο Πολυτεχνείο στο Βερολίνο ενδιαφέρθηκε για το αρχιτεκτονικό κίνημα των κηπουπόλεων, στις οποίες θα στεγάζονταν οι κάτοικοι του Ράϊχ.
Παρέμεινε στη θέση του καθηγητή έως τις 13 Μαρτίου 1942, όταν απολύθηκε από την κατοχική κυβέρνηση. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος αποκαταστάθηκε στη θέση του καθηγητή της Α' έδρας της Πολιτικής Οικονομίας με συντακτική πράξη και το 1950 εκλέχθηκε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θέση στην οποία διαδέχθηκε τον Κυριάκο Βαρβαρέσο. Το 1946 ορίστηκε Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας έως το 1954 και το 1951 έως τις 10 Νοεμβρίου 1951 διετέλεσε διοικητής στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων [Ι.Κ.Α.]. Το Σεπτέμβριο του 1966 αποχώρησε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο, λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας.
Ιδεολογικές απόψεις
Ο Στεφανίδης θεωρούσε την φασιστική Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι και την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ ως πρότυπα-κράτη που ενσαρκώνουν τη νέα οικονομική πολιτική. Ο ίδιος υπήρξε ο καλλίτερος εκφραστής της οικονομικής πολιτικής του Εθνικοσοσιαλισμού, όμως συγκέντρωνε την προσοχή του κυρίως στις πτυχές της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, οι οποίες απέδιδαν προτεραιότητα στην πολιτική επί της οικονομίας, εκθείαζε τον αντικεφαλαιοκρατικό προσανατολισμό της, πρόβαλε τους θεσμούς που εναρμόνιζαν τις σχέσεις εργοδοτών και εργαζομένων στους κόλπους του Έθνους και απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στις κοινωνικές πολιτικές της. Μνημόνευε συχνά την ίδρυση του «Γερμανικού Μετώπου Εργασίας», καθώς και τον ηγέτη του Robert Ley, την οποία θεωρούσε όπως και ο Griffin, οργάνωση-δείκτη, της βιοπολιτικής φύσεως του εθνικοσοσιαλισμού, η οποία από κοινού με τις οργανώσεις «Δύναμις δια της Χαράς» και «Γραφείο για την Ομορφιά της Εργασίας», προσπαθούσε για τη βελτίωση των όρων της ζωής των πολιτών στην εργασία αλλά και στον ελεύθερο χρόνο τους.
Παράλληλα εξυμνούσε τη δράση της οργανώσεως «Δύναμις δια της Χαράς» η οποία, όπως έγραφε, «..εθαυμάσθη προ μηνών και παρ’ ημίν κατά την γενομένην σχετικήν έκθεσιν του Ζαππείου...», και παρουσίαζε τις καθημερινές της πρωτοβουλίες. Αν και θεωρούσε ότι η ρύθμιση του κοινωνικού ζητήματος στη Γερμανία δεν αποτελούσε πραγματικότητα που ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί παντού, καθώς ήταν διαδικασία σε εξέλιξη, πίστευε ότι ήταν η εφικτή εναλλακτική λύση και υποστήριζε πως η μεταφύτευση τμημάτων της στην Ελλάδα της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, ήταν επιθυμητή και πρακτικά δυνατό να υλοποιηθεί.
Όπως γράφει στο περιοδικό «Νέον Κράτος» το 1938, η ατομική και όχι η συλλογική ιδιοκτησία αρμόζουν στην «Αρίαν φυλήν» εκ της ιστορίας της και η δημόσια ιδιοκτησία αρμόζει στον «σλαυομπολσεβικισμό», έτσι υποστήριζε ότι η ελληνική οικονομία έχει μέλλον αν στηριχθεί στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις οποίες οι κυβερνήσεις έχουν υποχρέωση να διατηρήσουν ενεργές. Στις οικονομικές του μελέτες αποφαίνεται ότι η φιλελεύθερη ιδέα υπέρ του ελεύθερου διακρατικού εμπορίου και διακινήσεως κεφαλαίων είναι εκτός πραγματικότητας, καθώς το ασθενέστερο οικονομικά κράτος είναι καταδικασμένο, αρχικά σε οικονομικό μαρασμό και στη συνέχεια σε πτώχευση. Αν και στις μεταπολεμικές δεκαετίες αφαίρεσε από τις παραδόσεις του τα τμήματα εκείνα που αναφέρονταν στις απόψεις και την προσέγγιση του στις οικονομίες των εθνικιστικών κρατών του μεσοπολέμου, παρέμεινε ως το τέλος πιστός στη θεωρία του για την άσκηση εθνικιστικής και φιλοπαρεμβατικής πολιτικής. Τάχθηκε εναντίον της συμφωνίας συνδέσεως Ελλάδος και Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ενώσεως, καθώς πίστευε ότι θα λειτουργούσε καταστρεπτικά για την βιομηχανική παραγωγή της Ελλάδος και η επιχειρηματολογία του αποτέλεσε μέρος της κοινοβουλευτικής ρητορείας του κόμματος Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, [Ε.Δ.Α.], στις συνεδριάσεις της Ελληνικής Βουλής, «...με σαφή επίγνωση των ιδεολογικών διαφορών που χώριζαν το συγγραφέα καθηγητή από την πολιτική του κόμματος..», όπως επισήμανε σε έργο του ο Ηλίας Ηλιού.
Με τη διαθήκη του κληροδότησε την περιουσία του σε ίδρυμα που δημιούργησε και το οποίο έφερε το όνομα του με σκοπούς την χορήγηση υποτροφιών σε άπορους σπουδαστές των Οικονομικών σχολών που έχουν καταγωγή από την Εύβοια, αλλά και για την λειτουργία Γηροκομείου στη Σκύρο.
Εργογραφία
Πλούσιο ήταν το συγγραφικό έργο του Στεφανίδη, κυρίως σε οικονομικά θέματα. Προσπάθησε με έντονο τρόπο να επιστήσει την προσοχή των πολιτικών στην ανάπτυξη της πρωτογενούς παραγωγής και της εκβιομηχανίσεως της Ελλάδος. Δώρισε την τεράστια συλλογή βιβλίων του στην κεντρική βιβλιοθήκη του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης [8].
Έγραψε, μεταξύ άλλων τα βιβλία,
«Οικονομικαί μελέται» [9], το Φεβρουάριο του 1926 που περιλαμβάνει τις σημαντικότερες οικονομικές του διατριβές οι οποίες είχαν δημοσιευθεί ως τότε σε διάφορα περιοδικά.
«Τα Εμπορικά επιμελητήρια κατά την εν Ελλάδι ιδίαν μορφήν των» [10], το 1926, πραγματεία,
«Ο Ιμπεριαλισμός. Η φύσις του, τα μέσα της κατισχύσεως του και αι σπουδαιότεραι εκδηλώσεις του», το 1927,
«Η εισροή ξένων κεφαλαίων και αι οικονομικαί και πολιτικαί της συνέπειαι», το 1930, εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Το θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο ήταν το περιεχόμενο του εναρκτήριου λόγου του στις 3 Νοεμβρίου 1928, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Μάρτιο του 1931, με εισήγηση του καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη, απέσπασε το βραβείο της Τάξεως των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών της Ακαδημίας Αθηνών.
«Η παγκόσμιος οικονομική κρίσις και η Ελλάς», το 1932,
«Εθνική Οικονομική Πολιτική»,
«Η θέσις της βιομηχανίας εν τη κοινωνική μας οικονομία», το 1938,
«Μια πτυχή πανεπιστημιακής ζωής», το 1944,
«Έλληνες και Βούλγαροι ως οικονομικοί παράγοντες εις την Βαλκανικήν», το 1945, εκδότης «Αετός»,
Στο έργο του έθεσε την αντεκδίκηση ως το βασικό λόγο για τον οποίο έπρεπε η Ελλάδα να διεκδικήσει την Ανατολική Ρωμυλία, θυμίζοντας στους Έλληνες τον δια πυρός και σιδήρου εκβουλγαρισμό της το 1906, μια περιοχής που έως το 1878 είχε έντονο Ελληνικό χαρακτήρα και σχεδόν αμιγή Εθνικά πληθυσμό.
«Εισαγωγή εις την αγροτικήν πολιτικήν», το 1947,
«Αγροτική πολιτική και οικονομική πολιτική επί των συλλεκτικών έργων. Γαιοκτησία και γαιοκτητική πολιτική», το 1948,
«Η κοινωνική οικονομική εν τη ιστορική της εξελίξει», τρίτομο έργο.
- «Η προϊστορία της κοινωνικής οικονομικής αρχαιότης, μεσαίων, αναγέννησις», το 1948, 1ος τόμος,
- «Η ιστορία της κοινωνικής οικονομικής εμποροκρατία, φυσιοκρατία, φιλελευθέρα σχολή», το 1949, 2ος τόμος,
- «Η ιστορία της κοινωνικής οικονομικής σοσιαλισμός, κομμουνισμός, αναρχισμός και αι σύγχρονη θεωρίαι της συντηρητικής παρατάξεως», το 1949, 3ος τόμος.
«Το Κοινωνικόν Ζήτημα υπό το φως του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού»,
«Ο Καπνός εις το πλαίσιον της οικονομικής μας ανασυγκροτήσεως»,
«Μαθήματα αγροτικής πολιτικής», το 1952,
«Χριστιανισμός και Ιδιοκτησία», το 1956.
Πηγή: https://el.metapedia.org/wiki/
.................................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου