Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Άννα Μαρουδή-Κινδύνη (1914-2003): Χαράκτρια, ζωγράφος

(Συγκαταλέγεται από τον έγκριτο Γεώργιο Ι. Φουσάρα στους Ευβοείς καλλιτέχνες. Σίγουρα κάποια σχέση θα υπάρχει.)

Η Αννα Κινδύνη και η εποχή της
Η Αννα Μαρουδή - Κινδύνη γεννήθηκε στη Φώκαια Μικράς Ασίας το 1914. Βίωσε δύο φορές την προσφυγιά, το 1914 και το 1922, ενώ τον εκπατρισμό της το 1945.
Πολλοί κριτικοί παρομοιάζουν την τέχνη της Κινδύνη με του Γκόγια και της Κέτε Κόλβιτς. Ποια είναι η επαναστάτρια Κόλβιτς; Ποιος ο αυλικός Goya; Ποια είναι η σχέση των πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων γενικά, και ειδικότερα στον πυρήνα του 20ού αιώνα (1920-1970) με την Τέχνη, σε όλες τις εκφράσεις;
 


Αννας Κινδύνη«Οι αλυσίδες», 1950
Ρεαλισμός - και όχι νατουραλισμός - υπήρξε πάντοτε σε πολλές φάσεις της Ιστορίας, από τον Goya και τον Daumier, μέχρι τους δικούς μας Α. Τάσσο και Σπ. Βασιλείου, από τον Αϊζενστάιν μέχρι τον ιταλικό κινηματογράφο του '50, γιατί όχι και με τον Ουγκώ και τον Ντίκενς. «Ρεαλισμός του 19ου αιώνα», ή «Ιταλικός νεορεαλισμός», ή «σοσιαλιστικός ρεαλισμός», η διαφορά είναι στην εποχή. Ομως, η καλλιτεχνική - και όχι νατουραλιστική - αναπαράσταση και μάλιστα η καταγγελτική της εκάστοτε κοινωνικής πραγματικότητας, συνιστούσε καλλιτεχνική αλλά ταυτόχρονα και πολιτική πράξη, είτε ενάντια στην αποσύνθεση της φεουδαλικής τάξης (Goya), είτε στις βαρβαρότητες της πρώιμης αστικής τάξης (Dickens, Daumier), είτε στα προβλήματα της ώριμης αστικής τάξης σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο (Grosz, Kollwitz), είτε σε αγώνες του προλεταριάτου, όπως οι δεκάδες αντιστασιακοί καλλιτέχνες και λογοτέχνες στην Ελλάδα.
Η «γενιά του '30»
Στην εικοσαετία του 1920-1940, τα παράλληλα ή αλληλοσυμπληρούμενα καλλιτεχνικά - πολιτικά ρεύματα που διέτρεχαν την Ευρώπη στα πλαίσια της «δημοκρατίας της Βαϊμάρης» και της «Σοβιετικής πρωτοπορίας», όπως το «Bauhaus», το κίνημα της «Neue Saechlichkeit», γενικότερα το «Μοντέρνο Κίνημα», έντονα προσανατολισμένα στη σοβιετική επανάσταση, είχαν την αντανάκλασή τους και στην Ελλάδα, με τη γενική ονομασία «άνθηση της γενιάς του '30».
«Το παιδί της πεθαίνει», 1961
Στην Ελλάδα, είχαμε δύο όψεις της άνθησης αυτής. Από τη μια πλευρά, μερικοί πνευματικοί άνθρωποι, αστικής ιδεολογίας και προέλευσης, ενώ προσέγγιζαν εκ των άνω έννοιες όπως της λαϊκής τέχνης, η δουλειά τους υπήρξε σημαντική στην έρευνα και γνώση του λαϊκού πολιτισμού, αλλά και για το σπάσιμο του ακαδημαϊκού κατεστημένου.
Ας θυμηθούμε: Πικιώνης, Κόντογλου, Χατζημιχάλη, Σύλλογος «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη» που πραγματοποίησε αποτυπώσεις των παραδοσιακών σπιτιών Μακεδονίας, Πηλίου, Λέσβου και Αθήνας, με την καθοδήγηση του Πικιώνη και αρχιτέκτονες τους Γιώργο Γιαννουλέλλη, Δημήτρη και Αλεξάνδρα Μωρέττη, Μαρία Ζαγορησίου, Γιώργο Βαλάτα κ.ά., και τους ζωγράφους Νίκο Εγγονόπουλο, Γιάννη Τσαρούχη, αλλά και ξένους που έδρασαν στην Ελλάδα, όπως η Εύα Palmer - Σικελιανού, η Ισαδώρα Duncan, ο Klaus Frislander, ο L. Roussel. Από την άλλη, υπήρχε ένα κίνημα που προσέγγιζε εκ των έσω το λαϊκό πολιτισμό, επαναστατικά και όχι με απλή γνώση και αγάπη για το λαϊκό πολιτισμό.
Βάρναλης, Αυγέρης, Στούρνας, Γληνός, Κορνάρος, Νάκου, Γιωσέφ Ελιγιά, Τζούλιο Καΐμη, Κουν, Σαπόρτα, Δεσποτόπουλος, Μανώλης Κινδύνης, Κεφαλληνός και οι μαθητές του: Α. Τάσσος, Γραμματόπουλος, Κατράκη, Βαρλάμος, Μαγγιώρου, Βασιλείου, Κορογιαννάκης, Γιολδάσης, Σεμερτζίδης, Βακιρτζής κ.ά., πολλοί από τους οποίους ήταν και πολιτικά οργανωμένοι στο ΚΚΕ. Και αυτό δεν έχει κανείς το δικαίωμα να το αποσιωπά ή να το ξεχνά...
ΕΑΜίτικη οικογένεια
Η Αννα Μαρουδή - Κινδύνη και τα αδέλφια της ήταν πολιτικά συνειδητοποιημένοι και παρέμειναν ως το τέλος της ζωής τους κοντά στο ΚΚΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα σχέδιά της ήταν σκίτσα από παιδιά στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Αυτό δεν το έκανε από ρομαντισμό, φολκλορισμό ή φιλανθρωπία, αλλά γιατί το είχε βιώσει η ίδια, τα προσφυγόπουλα ήταν τα δικά της παιδιά, ήταν αυτή η ίδια και τα αδέλφια της.
Η συμμετοχή της οικογένειας Μαρουδή στο ΕΑΜ (Εθνική Αλληλεγγύη), δεν τελείωσε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Ο μεγάλος αδελφός τους, ο Γιάννης, έγραφε στην ΚΟΜΕΠ και στον «Ριζοσπάστη» για τη σύγχρονη Τέχνη και έδινε διαλέξεις σε έναν κύκλο αριστερών. Η αδελφή της, Ειρήνη Μαρουδή - Παπαδημητρίου, πέρασε αρκετά χρόνια στην εξορία στο Τρίκερι και τη Μακρόνησο, ενώ ο σύζυγός της Μήτσος Παπαδημητρίου διατέλεσε υπουργός Γεωργίας στην Κυβέρνηση του Βουνού. Ο άλλος αδελφός τους, ο Γιώργος, έγραψε βιβλία σχετικά με τη Μικρασία και την Κατοχή, αλλά και ζωγράφιζε.
Το 1945, η Αννα και ο σύζυγός της Μανώλης Κινδύνης, από τους γνωστούς αρχιτέκτονες του Μοντέρνου Κινήματος, διασώζονται χάρη στη γνωστή «αποστολή Μερλιέ», με την οποία φυγαδεύονται στο Παρίσι διακόσιοι κομμουνιστές και ΕΑΜίτες διανοούμενοι.
Τέχνη πολιτικο-κοινωνικής καταγγελίας
Ας επανέλθουμε στο καλλιτεχνικό έργο της Αννας Κινδύνη. Απεικονίζει και ταυτόχρονα καταγγέλλει συμβάντα και καταστάσεις, με έντονη ιδεολογική και πολιτική φόρτιση. Συνεχίζει να ακολουθεί τη «Neue Saechlichkeit»; Σίγουρα. Και οι Georg Grosz, Otto Dix, Karl Hubuch, Kaethe Kollwitz, απεικόνιζαν καταγγελτικά τη μεσοπολεμική κοινωνία της Γερμανίας, την αναβίωση του πρωσικού μιλιταρισμού που συγχρονιζόταν με το μεγάλο γερμανικό βιομηχανικό και τραπεζικό κεφάλαιο.
Σε κάθε εποχή, υπάρχουν οι καλλιτέχνες που καταγγέλλουν, που προσπαθούν να κάνουν το ευρύ κοινό να δει, να συναισθανθεί ό,τι συμβαίνει γύρω του και που ενσυνείδητα ή ασυνείδητα το προσπερνά. Ο Πικάσο κατήγγειλε (1937) τη ναζιστική βαρβαρότητα του βομβαρδισμού της Guernica. Ο Kurt Zimmermann, εικονογραφώντας βιβλία (όπως και η Κινδύνη) το 1956, αναφερόταν στον ελληνικό εμφύλιο, στο Βιετνάμ, στην κινέζικη επανάσταση, στον πυρηνικό πόλεμο. Το 1949, ο Paul Eluard, μαζί με τους Yves Farges και Henri Bassis, επισκέπτεται το Γράμμο, εκφράζοντας στους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας την αλληλεγγύη του γαλλικού λαού (κυκλοφόρησαν σε μετάφραση της Ελένης Μπιμπίκου - Αντωνιάδου και σχέδια της Ζιζής Μακρή με τίτλο: «Grece, ma rose de raison»).
Στην Ελλάδα, πριν σιγήσουν τα εκτελεστικά αποσπάσματα του Εμφύλιου, γιγαντώνεται ένα πολυποίκιλο κίνημα πολιτισμού που εκφράζεται με ορμή. Και εδώ ισχύουν όσα ίσχυαν και στο μεσοπόλεμο. Πολλών κοινωνικών προελεύσεων και ανεξάρτητα από επί μέρους πολιτικές τους πεποιθήσεις τους, άνθρωποι των Γραμμάτων και Τεχνών έγιναν συντελεστές μιας νέας άνθησης, γνωστής ως «γενιά του '60», στην οποία ανήκουν παλιότεροι αλλά και νεότεροι.
Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης και «Νέο Κύμα», Κάρολος Κουν, Κούνδουρος («Ο Δράκος») Κανελλόπουλος («Ουρανός»), Αλεξανδράκης («Συνοικία τ' Ονειρο»), «Ελληνικό Χορόδραμα» Ραλλούς Μάνου («Ορνιθες», «Καταραμένο φίδι»). Στους εικαστικούς: Α. Τάσσος, Βασιλείου, Κορογιαννάκης, Κόντογλου, Κατράκη, Βαρλάμος, και νεότεροι, ή με ρίζες στο μεσοπόλεμο, Γιάννης Τσαρούχης, Θανάσης Τσίγκος, Μίνως Αργυράκης, Τάκης Μάρθας, Μέντης Μποσταντζόγλου, Σικελιώτης, Γεράσιμος Σκλάβος. Πολλοί είχαν επιστρέψει από την εξορία ή το Βουνό, μεταφέροντας στο έργο τους τα εκεί βιώματά τους: Στεφανίδης, Σεμερτζίδης, Μεγαλίδης, Φαρσακίδης. Στη λογοτεχνία: Σωτηρίου, Αλεξίου, Ρίτσος, Τσίρκας και τόσοι άλλοι. Στην αρχιτεκτονική ο Αρης Κωνσταντινίδης και η ομάδα του στον ΕΟΤ. Κυκλοφορεί η «Επιθεώρηση Τέχνης» (1955) και ο «Ζυγός» (1955). Στο φοιτητικό κίνημα κυκλοφορεί η «Πανσπουδαστική» (1956). Εκτός Ελλάδας οι: Μακρής, Ξενάκης, Προβελέγγιος, Κινδύνη, Αλεξάνδρου, Λουντέμης, Ιμβριώτη, Χατζής...

Η Αννα Κινδύνη συνεχίζει καταγγέλλοντας την κατοχή, την πείνα, το μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς. Η πρώτη έκθεσή της, στο Παρίσι, συγκλονίζει, με αποτέλεσμα να γίνει αμέσως γνωστή σε όλη την Ευρώπη. Εκθέσεις της πραγματοποιούνται καθ' όλη τη δεκαετία του 1960, ενώ εικονογραφεί βιβλία Ευρωπαίων και Ελλήνων λογοτεχνών με αντίστοιχα θέματα. Οι εκθέσεις της Κινδύνη όπως και άλλων καλλιτεχνών δεν αποτελούν μόνο καλλιτεχνικό γεγονός αλλά και έντονα πολιτικό.

Δεν είναι τυχαίο ή φιλανθρωπικό να απεικονίζεις το 1960 τα παιδιά της Κατοχής και φυλακισμένες μητέρες με τα παιδιά τους, εποχή που στις φυλακές υπήρχαν ακόμη εκατοντάδες πολιτικές κρατούμενες με τα παιδιά τους. Οι αναφορές της υπερέβησαν τα χρόνια της Κατοχής, καθώς η χώρα ζούσε «τα πέτρινα χρόνια», θύμα των οποίων ήταν και η οικογένεια της αδελφής της, που σκόρπισε στην εξορία και την προσφυγιά, αλλά και η ίδια η Αννα, από το 1945.
Η Αννα Κινδύνη συμβαδίζει τώρα στην «Ανοιξη του '60». Ασκεί πολιτικά καταγγελτική κριτική, προχωρά παράλληλα με Ευρωπαίους ομολόγους της, συνεχίζοντας τη βαριά κληρονομιά της μεσοπολεμικής άνθησης σε Ευρώπη και Ελλάδα, όπως γράφει η ίδια στις σημειώσεις της:
«...Πιστεύω ότι η πιο σίγουρη ικανότητά μου είναι να μπορώ να ξαναζώ τα μαρτύρια της πατρίδος μου και να μπορώ να τα μεταφράζω σε εικόνες (...). Ζωγραφίζω καλύτερα απ' όσο μιλώ, αλλά η καρδιά μου λέει πάντα πιο πολλά από αυτά που μπορεί να γράψει το χέρι μου...». 
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το λεύκωμα «Γυναίκες του Ματαρόα» που συνόδευε την έκθεση έργων των εικαστικών Νέλλης Ανδρικοπούλου, Ελένης Σταθοπούλου, Γιάννας Περσάκη, Αννας Μαρουδή-Κινδύνη και Μπέλλας Ραφτοπούλου, οι οποίες επέβαιναν στο πλοίο «Ματαρόα» το 1945 με προορισμό το Παρίσι.
Η Μαρουδή-Κινδύνη είναι μια εικαστική καλλιτέχνις που λόγω της προσφυγιάς ανήκει σε όλους, αλλά παράλληλα έμεινε σε σχετική δημόσια αφάνεια.
Η Μυτιλήνη είναι η πόλη όπου έμεινε η πολυμελής οικογένειά της, με έξι παιδιά, μετά τον πρώτο διωγμό του 1914 για αρκετά χρόνια.
Αλλά η πόλη τούς ξέχασε όπως γράφει (εννοεί και τα αδέρφια της), στον ερευνητή της λεσβιακής γραμματείας Κώστα Μίσσιο στις 10 Φεβρουαρίου 1992: «Ομολογώ πως αφάνταστα θλιβόμαστε κι εμείς όταν αναλογιζόμαστε την άθελα ή θεληματική αυτή απόλυτη σιωπή των διανοουμένων του νησιού μας (μήπως και δεν είναι η Μυτιλήνη δεύτερη πατρίδα μας;)».
Σε μια αυτοβιογραφική παρουσίασή της στη γαλλική εφημερίδα «Ουμανιτέ», το 1960, αφηγείται:
«Ημουν βρέφος δυο μηνών όταν μια νύχτα αφήσαμε την πατρίδα. Με τους συμπατριώτες μας καταφύγαμε σε βουνό, όπου μισόγυμνοι, χωρίς νερό και τροφή, μείναμε, κάτω από την απειλή της σφαγής τρία μερόνυχτα. Μας έσωσε τότε μια ηρωική πράξη θυσίας και αποφασιστικότητας του πατέρα. Μαζί με τέσσερα Φωκιανά παλικάρια κατόρθωσαν να περάσουν, με μια βάρκα, την επιτηρούμενη από τους Τούρκους ζώνη και να φτάσουν, κωπηλατώντας, στη Μυτιλήνη. Εκεί έπεισαν τον νομάρχη να στείλει καράβι και να σώσει, αρκετούς από τους καταδιωγμένους».
Η βάρκα τούς έβγαλε στην κωμόπολη Πλωμάρι της Λέσβου. Μετά από παραμονή ενός χρόνου εγκαθίστανται στη Μυτιλήνη. Ο πατέρας της, ως γιατρός, εργάζεται στο Βοστάνειο Νοσοκομείο της πόλης.
Μένουν στη λαϊκή συνοικία «Βουναράκι» σε ένα σπίτι δυο δωματίων. Θυμάται:
«Ολα τα παιδικά και νεανικά μας χρόνια δέθηκαν με το σπιτάκι αυτό, όπου καταστριμωγμένοι ζήσαμε επί δεκάξι χρόνια. Μα δεν παραπονιόμασταν, είχαμε μια στέγη! Από έλλειψη χώρου εσωτερικά, ο μεγάλος μας αδερφός κι εγώ κοιμόμασταν τα καλοκαίρια σ’ ένα είδος “βεράντας”. Βλέποντας τον ουρανό, μου εξηγούσε τ’ άστρα τη γέννηση του κόσμου, την ύπαρξή μας».
Λίγο πιο πάνω από το σπίτι της οικογένειας Μαρουδή είναι το νεκροταφείο του Αγίου Παντελεήμονα. Εκεί βλέπει η μικρή Αννα την αποκομιδή των νεκρών και θυμάται: «Τους νεκρούς από την πείνα τους περνούσαν σε ράντσα, ασκέπαστους, μπροστά από τα παράθυρά μας».
Με την παλιννόστηση των Μικρασιατών προσφύγων το 1919 η οικογένεια Μαρουδή δεν επιστρέφει στην πατρογονική γη της Μικράς Ασίας, αλλά παραμένει στη Μυτιλήνη. Περνά όμως τα καλοκαίρια στις Φώκιες.
Το καλοκαίρι του 1922, λίγες μέρες πριν από την Καταστροφή, έπειτα από τηλεγραφική ειδοποίηση του πατέρα τους, εγκαταλείπουν οριστικά τις Φώκιες και επιστρέφουν στη Μυτιλήνη.
Τη φυγή τους περιγράφει αργότερα σε γράμμα του ο αδερφός της Γιάννης:
«Κατά τα μέσα Αυγούστου λάβαμε αναπάντεχα τηλεγράφημα από τον πατέρα που είχε μείνει στη Μυτιλήνη. Μας καλούσε “να επιστρέψουμε τάχιστα”. Με τι θλίψη αφήσαμε την πατρική γη, δίχως να ξέρουμε αν θα ξαναγυρίσουμε. Γυρίζοντας, βρήκαμε το λιμάνι της Μυτιλήνης καταφορτωμένο στρατό. Βασίλευε τρομερή αναρχία».
Οι δυο φορές πρόσφυγες Μικρασιάτες και οι φαντάροι «τριγυρνούν στους δρόμους ζητιανεύοντας η πουλούν τα άχρηστα πια όπλα τους». Τότε «αρχίζει η νέα μας προσφυγιά. Ζούμε με το μισθάριο του πατέρα, που ήταν εσωτερικός γιατρός στο πολιτικό νοσοκομείο Μυτιλήνης».
Στην αφήγησή του αναφέρει τα επόμενα χρόνια όπου «η δύσκολη ζωή θα συνεχιστεί για χρόνια. Δικτατορίες, κινήματα, πόλεμοι, κατοχές, εμφύλιοι, θάνατοι δικών μας, πάθη τρανά του λαού μας, μαζί με ηρωισμό και ανάταση».
Η Αννα μετά την αποφοίτησή της από το γυμνάσιο εγκαθίσταται, το 1934, στην Αθήνα. Τα αδέρφια της διώκονται από τη δικτατορία το Μεταξά. Η διώξεις συνεχίζονται και στο μετεμφυλιακό κράτος.
Τότε, το 1945, φεύγει στο Παρίσι ως υπότροφος του γαλλικού κράτους, με το πλοίο «Ματαρόα», αφού είχε παντρευτεί τον αρχιτέκτονα Μανώλη Κινδύνη.
Η Αννα Μαρουδή είτε ζούσε στη Φώκια, είτε στη Μυτιλήνη, είτε στο Παρίσι πορεύθηκε τον δρόμο που της προέτρεψε ο άλλος αδελφός της, Γιώργος, με το ποίημά του «Ξενητεμός», το 1954:
Ν’ αποδιώχνεις τον πόνο
κρατώντας στα άξιά σου χέρια
το άλικο μαντίλι της Ζωής.
Σ.Σ.: Πληροφορίες αντλήθηκαν από τα γραμματολογικά βιβλία του συγγραφέα και φίλου Κώστα Μίσσιου· τον ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: