Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Γιάννης Ντεγιάννης (1914-2006) : Ο Εθνικός Δικαστής-Συγγραφέας-Ποιητής




Ο Γιάννης Ντεγιάννης (1914 - 27 Μαΐου 2006) ήταν Έλληνας ανώτατος δικαστικός, βουλευτής και λογοτέχνης. Στη Δίκη των πρωταιτίων της Xoύντας των Συνταγματαρχών ήταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου, και καταδίκασε σε θάνατο τους πραξικοπηματίες, ποινή που μεταβλήθηκε σε ισόβια κάθειρξη από την πολιτική εξουσία. Το 1981 και ξανά το 1985 εκλέχθηκε βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ και επί σειρά ετών υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Γεωργίου Παπανδρέου.

Έμεινε στην ιστορία ως ο Εθνικός Δικαστής. Πρώτος ξάδερφός του ήταν ο ναύαρχος ε.α. Θεόδωρος Ντεγιάννης, Αρχηγός ΓΕΕΘΑ επί κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου και υπουργός Εθνικής Άμυνας επί Οικουμενικής κυβέρνησης Ξενοφώντα Ζολώτα.

Βιογραφικά στοιχεία
.................................
Γεννήθηκε το 1914 στους Στρόπωνες Εύβοιας και σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών. Αρχικά εργάστηκε ως δικηγόρος, αλλά το 1949 μπήκε στο Δικαστικό Σώμα. Ήταν πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου που δίκασε (Ιούλιος του 1975) και καταδίκασε σε θάνατο τους πρωταίτιους της Απριλιανής δικτατορίας (Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός, Νικόλαος Μακαρέζος, Ιωάννης Λαδάς κ.ά.), η ποινή των οποίων μετατράπηκε τελικά σε ισόβια από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή( ! ). Ο Ντεγιάννης παρέμεινε στο Δικαστικό Σώμα μέχρι το 1981, οπότε συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του αρεοπαγίτη.

Εκλέχτηκε βουλευτής Επικρατείας το 1981 και βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης το 1985 με το ΠΑΣΟΚ. Εκλέχτηκε επίτιμος πρόεδρος του Ιδρύματος Κοινωνικών και Ιστορικών Μελετών «Σταύρος Καλλέργης» και διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ευβοϊκών Μελετών, μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Γεωργίου Παπανδρέου. Το 1996 τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος της Τιμής.

Εξέδωσε τέσσερις ποιητικές συλλογές: «Κλεψύδρα» (1961), «Απόγευμα» (1963), «Επιστροφή» (1978), «Προλεγόμενα κάθε μελλοντικής ευτυχίας» (1981) και το βιβλίο «Η Δίκη» (1991).

Πέθανε το 2006 σε ηλικία 92 ετών και ετάφη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Δύο βίντεο :  



«Ο καλύτερος τρόπος ζωής», είχε πει σε συνέντευξή του (στην εφημ. «Ελευθεροτυπία» στις 31.6.2006), «είναι να σέβεται καθένας πριν απ’όλα τον εαυτό του. Αν το πετύχει αυτό, ανοίγεται εμπρός του δρόμος που οδηγεί και σε άλλα ιδανικά». Και το ιδανικό του Γιάννη Ντεγιάννη ήταν να γίνει συγγραφέας.

Η ποιητική του διαθήκη γράφτηκε το 1992 στην Αθήνα όταν εξέδωσε το ποιητικό βιβλίο με τίτλο «Επιλογή πρώτη και μόνη» (εκδ. Φιλιππότη). Το βιβλίο αυτό περιλάμβανε κάποια ποιήματα από τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές του (στις οποίες είχε χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμο Γιάννης Μυράλης). Στην εισαγωγή του βιβλίου ενημέρωνε τον αναγνώστη για τα προηγούμενα έργα του («Κλεψύδρα» - 1961, «Το απόγευμα» - 1963, «Επιστροφή» - 1978 και τα «Προλεγόμενα κάθε μελλοντικής ευτυχίας» - 1981) και τον πληροφορούσε ότι κάποια ποιήματά του βρίσκονταν σκόρπια σε περιοδικά (χωρίς να τα καθορίζει), καθώς και ότι το πρώτο του ποίημα το έγραψε σε ηλικία 18 ετών (δηλ. το 1932, αφού γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1914), ενώ όλα τα άλλα από το 1960 έως το 1990.

Στο λογοτεχνικό περιοδικό «Ομπρέλα» είχαμε κάνει ένα μικρό αφιέρωμα στον Γιάννη Ντεγιάννη, το οποίο είχε επιμεληθεί ο Σέφης Αναστασάκος. Αντιγράφω από κει ένα κομμάτι από το κείμενο του Δημήτρη Πιστικού: «Η πρώτη παρατήρησή μου, όταν ήρθα σε επαφή με το έργο του, είναι πως πρόκειται αλήθεια για μικρή σοδειά για την οποία και ο ίδιος αισθανόταν την ανάγκη να απολογηθεί και ζητούσε από τους αναγνώστες να μη ρωτήσουν τι έκανε τον άλλο καιρό που δεν έγραφε και να πουν πως έλειπε σε ταξίδι και παραμέρισε το φτωχό κήπο του. Δεύτερη παρατήρηση, η έντονη ελληνική του ιθαγένεια με κάποιους αναγκαίους σεφερικούς φωτοσκιασμούς. Τρίτη, η επιμονή του στην καβαφική πρόταση, με το λιτό αφηγηματικό, δραματικό και ιστορικό υπόβαθρο. Τέταρτη, και τη θεωρώ βασική παρατήρηση, είναι η σταθερή απομάκρυνσή του από τα ιδιωτικά τοπία και η στροφή του προ τα δημόσια πράγματα. Ακολουθούν κι άλλες, όπως η εμμονή στην παράδοση και το λογοτεχνικό κεκτημένο και η εμμονή στην πρώτη ποιητική γραφή. Να προσθέσω ότι είναι εμφανείς οι χαμηλοί μεταφυσικοί τόνοι, που προδίδουν μια ριγηλή (σίγουρη πάντως για τον εαυτό της) θρησκευτική διακύμανση, η προσπάθειά του να δαμάσει τη γλώσσα και η αδογμάτιστη προσκόλληση στην πρόσφατη ποιητική παράδοση (περιεχόμενο και φόρμα).»









Παραθέτω δύο ποιήματά του, ένα από τη συλλογή «Προλεγόμενα κάθε μελλοντικής ευτυχίας»:

Οι τρεις μάγοι
.......................

Ι

Άστραψε ξαφνικά στο λογισμό μας το μεγάλο Αστέρι,
το ακολουθήσαμε –διαψασμένοι τις παραισθήσεις,
σκληρά πατήσαμε μονοπάτια –τις χώρες που ορίζουν τα φίδια,
την επαρχία αψηφήσαμε των λεπρών – πέσαμε σε ληστές
τα σμύρνα κράτησαν, το χρυσάφι,
πέταξαν το λιβάνι,
δούλους μας πούλησαν.

Γνωρίσαμε πολλούς κυρίους και μαστίγια
πριν φθάσουμε στα νύχια του άπληστου Ηγεμόνα.
Δεν χρειαζόταν μάγους – κόβαμε ξύλα
γυρίζαμε τη μυλόπερα,
μουχλιάζαμε στη νύχτα του ορυχείου.
Όταν γεράσαμε πολύ μας ελευθέρωσε,
έλαμπε ακόμη πάντα νέο το Αστέρι.
Το ακολουθήσαμε ψυχές που κύρτωσε η υπακοή.
Σε τόπο φθάσαμε σκυθρωπό
δε φύτρωνε βρύο,
μονάχα τρεις σταυροί αδειανοί στην κορυφή.

Αναζητήσαμε τ’ αστέρι – είχε χαθεί.

Κατόπιν μεθυσμένοι μισθοφόροι
με τη λόγχη ανάποδα μακριά μας διώξαν.


και άλλο ένα από τη συλλογή «Επιλογή πρώτη και μόνη»:

Μονομαχία
.......................

Στην πλατεία
κονταροχτυπήθηκαν
η Πίστη κι η Απιστία.
Έπεσε η μια νεκρή. Το σώμα της
απόμεινε στην άμμο, στο λιοπύρι,
απόμεινε στην καταφρόνια,
φοβέρα και διδαχή.

Όμως πληγώθηκε βαρειά κι η Πίστη
κι ανάπηρη στριφογυρίζει ανάμεσά μας
χολή γεμάτη κι υποψία.
Τρέμει το φως, τον ήχο των βημάτων,
τ’ αφανισμένα πρόσωπα και τα θλιμμένα
μάτια,
περνά τις νύχτες άγρυπνη, παλεύει
τον εφιάλτη που τη βασανίζει ν’ αποδιώξει,
εκείνη η μάχη πως δεν τέλειωσεν ακόμη,
εκείνη η μάχη πως δεν θα τελειώσει.

.....................................................................................................

Δεν υπάρχουν σχόλια: