Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Βασίλης Πεππές (1974- ): Ακανέδες Ρούμπου


Ακανέδες Ρούμπου

Φεύγουν σταδιακά πρόσωπα του μακρινού παρελθόντος, σαν ξεφτισμένες σελίδες απ’ το κιτρινισμένο τετράδιο της παιδικής ηλικίας.
Ένας-ένας…
Άνθρωποι που τον κύκλο της ζωής τους ολοκλήρωσαν, σαν ταξιδιάρικα πουλιά πετώντας πάνω από του χρόνου την κοιλάδα. Φεύγουν αφήνοντας στο διάβα τους παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα.
Αναχωρητές των εγκοσμίων, πλήρεις ημερών και αγάπης.
Ένας-ένας…
Το τηλεφώνημα της μάνας μου με βρήκε να πίνω στο πόδι έναν εσπρέσο στο καφέ της Γεωργίας, δίπλα στο ιατρείο. Ήταν οχτώ και τέταρτο το πρωί της προπερασμένης Παρασκευής.
«-Η θεία πέθανε τα ξημερώματα. Η κηδεία θα γίνει το μεσημέρι στις τρείς και μισή..»
«-Έρχομαι από εκεί. Ετοιμάσου !»
Δε χρειάστηκε τίποτε άλλο. Εξάλλου το μοιραίο ήταν αναμενόμενο, μέρες τώρα. Πλήρωσα βιαστικά και χάθηκα δίχως να πω κουβέντα.
Χαλκίδα- Σέρρες-Χαλκίδα.
Χίλια τόσα χιλιόμετρα σε μόλις είκοσι τέσσερεις ώρες στάθηκαν παραπάνω από αρκετά για να γυρίσουν τα ρολόγια κάμποσα χρόνια πίσω, διακτινίζοντας νου και σώμα σαν χρονοδίνη. Τελευταία φορά που βρέθηκα ‘κεί πάνω ήταν στο γάμο της ανιψιάς μου, αν η μνήμη δε με απατά.
Πλησιάζοντας το Στρυμώνα χάζεψα την απλωσιά του μακεδονικού κάμπου με τα χωράφια του σπαρμένα βαμβάκι, τις συστάδες με τα καβάκια και τις πελαργοφωλιές πάνω στις ξύλινες κολώνες της ΔΕΗ.
Θυμήθηκα τον πατέρα στην τωρινή μου ηλικία, σαν μ’ έπαιρνε μαζί του στο κυνήγι αρχές της σεζόν για τσίχλες, κοτσύφια, φάσσες και τριγώνια. Όμως παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του δεν κόλλησα το μικρόβιο της καραμπίνας παραμένοντας παιδί της πόλης.
Ούτε κατάλαβα για πότε έφτασα..
Έπειτα από καιρό ξανασυνάντησα πρόσωπα αγαπημένα, μα κι άλλα για πρώτη φορά. Μικρά παιδιά ήμασταν και μεγαλώσαμε παράλληλα, καθένας τώρα με τη δική του οικογένεια καθώς νέα φυντάνια ξεπρόβαλαν δειλά για να κατακτήσουν τον κόσμο στράτα-στρατούλα.
Οι τότε νέοι ενήλικες ωρίμασαν πια, έχοντας εμφανή τα σημάδια του χρόνου. Μονάχα τα μάτια παρέμειναν ίδια.
Άνθρωποι που παρέλασαν από τη ρούγα της μνήμης, διασχίζοντας το οπτικό μου πεδίο και το στήθος στο μέρος της καρδιάς.
Κάτι σαν family reunion ένα πράμα.
Πέρασα μπροστά από το παλιό σπίτι του παππού ανάμεσα στα λιγοστά προσφυγικά που απέμειναν στις Σέρρες, κυκλωμένα από τσιμέντο και πολυκατοικίες.
Είδα το παρεκκλήσι του Αγίου Θεράποντα στα Κιουπλιά και το γήπεδο του Πανσερραϊκού καθώς κατευθυνόμουν με το αμάξι προς τα παλιά τσαμπάζικα.
Οδός Αϊδινίου, οδός Κυδωνιών, οδός Μπιζανίου...
Ονόματα δρόμων βγαλμένων straight through απ’ τα κιτάπια της Ιστορίας και των δικών μου αναμνήσεων.
Αν και μεσημέρι το κρύο έτσουζε.
Μελαγχόλησα κομμάτι. Δεν ξέρω στ’ αλήθεια αν ήταν η απώλεια της θείας που με βάρυνε ή η συνειδητοποίηση πως ο πανδαμάτωρ χρόνος κυλά σαν ποτάμι δίχως πισογύρισμα ξεπλένοντας μνήμες και ξεθωριάζοντας βιώματα.
Μάλλον και τα δυο νομίζω.
Η κληματαριά στην αυλή του παλιού καφενέ της θείας αποτελεί μακρινή ανάμνηση αποτυπωμένη σε έγχρωμες polaroid φωτογραφίες εποχής με την αφεντιά μου μπόμπιρα παρέα με τις ξαδέρφες, καμιά σαρανταριά καλοκαίρια πίσω. Όπως και η μυρωδιά από τα σουτζουκάκια, το ψημένο καλαμπόκι στο μαγκάλι και το ούζο Μαγεία με συνοδεία τη φωνή του Καζαντζίδη στο τζουκ μποξ.
Αν η παιδική μου ηλικία είχε γεύση, θα ‘ταν εκείνη της μπουγάτσας από το «Ανώτερον» ή των ακανέδων του Ρούμπου. Παρεμπιπτόντως το μαγαζί του στην πλατεία Ελευθερίας έμεινε ίδιο κι απαράλλαχτο, όπως το θυμόμουν από τότε.
Τα μεγαλύτερα ταξίδια τελικά είναι εκείνα του μυαλού. Του μυαλού που έκανε σκανταλιάρικη κοπάνα από τη νεκρώσιμη ακολουθία, αρνούμενο πεισματικά να σκαλώσει στο πένθιμο παρόν.
Είναι στ’ αλήθεια συγκλονιστικό πόσα λογίζουμε οι άνθρωποι ως δεδομένα. Πράγματα που το πήλινο μυαλό μας θεωρεί πως κρατάνε για πάντα.
Ως την επόμενη ανατροπή.
Σε κάποιο βιβλίο του Γιάλομ διάβασα πως η ζωή μοιάζει με ένα σύντομο φωτεινό διάλειμμα ανάμεσα σε δυο σκοτάδια: Εκείνου που προϋπάρχει της γέννησης κι εκείνου που έπεται του θανάτου. Κι ενώ παραδόξως κανείς δεν ασχολείται με ό,τι προηγείται ο συλλογικός νους στοιχειώνεται από το επέκεινα.
Αυτή ακριβώς η πανανθρώπινη αγωνία είναι που μας καθιστά πιο σεμνούς, πιο ταπεινούς και πιο γήινους. Παραδόξως δε πιο ζωντανούς από ποτέ, κατά το «άνω θρώσκω».
Σε αναζήτηση παρηγοριάς η πίστη του ανθρώπου γίνεται σανίδα σωτηρίας καθώς ίσως από όλα τα πλάσματα έχουμε το προνόμιο να ξέρουμε πως η ζωή δεν κρατά παντοτινά. Σε αντιστάθμισμα τούτης της γνώσης υπάρχει το αντίδοτο της ελπίδας για την άχρονη συνέχεια εν τόπω χλοερό, εν τόπο αναψύξεως.
Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε…
Στο δρόμο της επιστροφής στο Νεγκρεπόντε, κάπου στο ύψος του Αγίου Κωνσταντίνου αντίκρυσα από απόσταση την πυκνή συννεφιά που κάλυπτε σαν γκριζόλευκη κουβέρτα τις απέναντι βουνοκορφές της Εύβοιας.
Καθώς φαίνεται η κακοκαιρία «Ζηνοβία» κατηφόριζε φουριόζα υποσχόμενη χιόνια και παγωνιά τις επόμενες ημέρες.
Ένιωσα μια φλόγα να τρεμοπαίζει στην άκρη του βλέμματος καθώς το κοντέρ του αυτοκινήτου ήταν καρφωμένο στα 140 χιλιόμετρα την ώρα.
Οδηγούσα στην αριστερή λωρίδα σύριζα στο διαχωριστικό τσιμεντένιο στηθαίο τρέχοντας να προλάβω κατιτίς, δίχως να ξέρω ακριβώς.
Μα όσο πλησίαζα κάτι μέσα μου άρχισε να παίρνει σχήμα και χρώμα.
Μια αγκαλιά ήταν ό,τι χρειαζόμουν.
Μια αγκαλιά με γεύση ακανέ και ζάχαρη άχνη…

(In memoriam)

Β.Π. Δεκέμβριος 2019


Δεν υπάρχουν σχόλια: