Περπατούσες με βήματα μικρά και άτσαλα, όσο σου επέτρεπαν τα χοντρά ρούχα και παπούτσια που φορούσες. Στη χαραυγή της νιότης σου τότε. Είχες ξυπνήσει νωρίς από κάποιο κλαδί σ’ ένα δέντρο έξω από το σπίτι, που έσπασε μην αντέχοντας άλλο το βαρύ φορτίο από στοιβαγμένες νιφάδες πάνω του. Αυτή η στιγμιαία κραυγή του ξύλου που τσακίζεται και ο γδούπος της πτώσης σε τράβηξαν απότομα από τη ζεστή αγκαλιά του ύπνου.
Από βραδύς ο καιρός το γύρισε σε βοριά και έπιασε να χιονίζει μέχρι που τα πρώτα σκιρτήματα φωτός έπεσαν με μια τρυφερή αντανάκλαση στο κάτασπρο πάπλωμα, που είχε σκεπάσει την πόλη από νωρίς το πρωί. Είχε ασπρίσει ο τόπος μέχρι την κάτω στην παραλία.
Την ώρα εκείνη ο Κωστής ο Πετροβέας, φίλος σου, έφηβος κι εκείνος, ξυπνούσε χωρίς κάποια παρέμβαση αλλά μοναχός του επειδή είχε χορτάσει τον ύπνο. Η κάμαρα του ήταν σε ένα μισό-φτιαγμένο συγκρότημα κατοικιών που ενώ προοριζόταν για φοιτητικές εστίες, είχε μείνει μισοτελειωμένο καθώς λιγόστευαν όλο και πιο πολύ εκείνοι που έρχονταν στην πόλη για σπουδές. Το έλεγαν «ο ερημότοπος» ή «ρημαδόκτισμα» και ντρέπονταν να το κοιτάξουν. Από καιρό είχε μείνει έτσι στην έξοδο της πόλης κοντά στο σταθμό υπεραστικών λεωφορείων, σε μία νοητή μεθόριο ανάμεσα στα αντίο και στα καλωσορίσματα.
Οι περισσότεροι αγνοούσαν την ύπαρξη του όπως κι εσύ άλλωστε μέχρι που σε κάλεσε ο φίλος για να δεις από κοντά το «αρχοντικό» του. Είχε φτιάξει με παλέτες ένα κρεβάτι που ήταν σκεπασμένο με ένα σωρό παλιές κουβέρτες και το χρησιμοποιούσε επίσης και για καναπέ, γραφείο αλλά και εντευκτήριο για τις συνάξεις σας. Τα υπόλοιπα έπιπλα ήταν ένα παλιό ηχείο που χρησίμευε για τραπέζι και ένα μεγάλο πλαστικό καλάθι, από αυτά που βάζουν οι νοικοκυρές τα άπλυτα, που τελούσε χρέη ντουλάπας. Τα υπόλοιπα υπάρχοντα ήταν τα σχολικά βιβλία του και τα CD που είχαν οι γονείς του αλλά τώρα εκείνος δεν μπορούσε να τα ακούσει. Κάτι ποτήρια, κάτι πιάτα και μαχαιροπίρουνα σε ένα νεροχύτη πιο πέρα. Ευτυχώς σε ένα διάδρομο έξω από την μικρή κάμαρα υπήρχε τουαλέτα.
Με τον Κωστή κάνατε παρέα από πιτσιρίκια, παίζατε στην ίδια γειτονιά, στην Αγιά Μαρίνα, στα εργατικά μα μετά που πιάστηκαν οι γονείς σου με τα καράβια, έφυγαν σε καινούριο σπίτι στην άλλη μεριά της πόλης και σε πήραν κι εσένα από μία τσιμεντένια ομοιομορφία για να βλέπεις τη Χαλκίδα εκεί που τη βρέχει η θάλασσα.
Έχασες όμως τα βράδια με την ανεμελιά της αμπάριζας και του κυνηγητού γύρω από τα σκαλοπάτια της Αγιά Μαρίνας. Ευτυχώς σου έμεινε ο Κωστής γιατί εκείνος ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα μετά το σχολείο του και παίζατε βόλους στην αυλή του σπιτιού σου.
Όταν κι οι δυο του γονείς χάθηκαν από αρρώστια ήταν στην έκτη δημοτικού. Τον έστειλε η πρόνοια ένα καλοκαίρι κλεισμένο σε ανάδοχο σπίτι και μετά που γύρισε για να μείνει σε μία από τις γιαγιάδες, όλα ήταν αλλιώς. Δεν ήταν εκείνη η πόλη του, ούτε τα νερά που πήγαιναν πάνω κάτω η θάλασσα του, ούτε οι γιαγιάδες που χαν μείνει σαν φαντάσματα να πενθούν ήταν οικογένεια του, ούτε το σχολείο που αρίστευε, σχολείο του. Υπήρξε εξαίρετος μαθητής, υπόδειγμα για τα άλλα παιδιά, όμως με τούτη τη στεναχώρια έμεινε δύο χρόνια στην ίδια τάξη. Δεν άντεχε τον κόσμο και πήρε απόφαση, έφυγε από το σπίτι και πήγε στον ερημότοπο αυτό να ζήσει μόνος του.
Εσύ τον επισκεπτόσουν κρυφά τα μεσημέρια ή έφευγες τα απογεύματα δήθεν να διαβάσεις με κάποιον συμμαθητή σου και πήγαινες εκεί να αράξετε. Εκείνος ήταν ο μόνος που ένιωθε τη μοναξιά σου κι εσύ ο μόνος που δεν θα έλεγες ποτέ το μυστικό του. Καθαρίζατε το δωμάτιο, του πήγαινες φαγητό από αυτό που έφτιαχνε η μάνα σου και μετά διαβάζατε παίζοντας θέατρο κάνοντας ο ένας το δάσκαλο κι ο άλλος το μαθητή. Αυτά μέχρι να πέσει το βράδυ γιατί μετά τον άφηνες στη μικρή του ελευθερία να γιορτάσει έχοντας νικήσει για άλλη μια μέρα τη ζωή.
Ευτυχώς ο Κωστής είχε μάθει από τον πατέρα του να ανάβει το μαγκάλι αλλιώς δεν θα έβγαζε ούτε μήνα. Από Νοέμβρη και μετά το κρύο εκεί σου τρυπάει τα κόκαλα σαν τον τσαγκάρη που τρυπάει τη σόλα να γίνει ένα με το παπούτσι.
Η απόλαυση του ύπνου ήταν η μόνη πολυτέλεια που μπορούσε να προσφέρει στον εαυτό του ο Κωστής καθώς όντας μόνος του σε ένα οίκημα χωρίς ρεύμα δεν είχε και πολλές ασχολίες. Κεριά δεν ήθελε να ανάβει τα βράδια γιατί αν τον έπαιρνε κανένα μάτι και μαθευόταν θα ‘χε πρόβλημα. Ε, δεν ήθελε και πολύ να μαθευτεί κάτι στη Χαλκίδα. Ένας να τον έβλεπε θα τριγύριζε η φήμη μετά σε όλη την πόλη τιτιβίζοντας τα μαντάτα. Θα μαζεύονταν οι καθηγητές από το γυμνάσιο, οι συγγενείς του κι άλλοι περίεργοι και θα του στερούσαν το καταφύγιο του.
Έπρεπε να το κρατήσει κρυφό. Είχε λέει σχέδιο, να τελειώσει το γυμνάσιο και μετά επειδή έπιαναν τα χέρια του, να γίνει παραγιός κανένας μαραγκού. Έτσι να βγάζει το ψωμί του κόβοντας και πλανάρωντας τις σανίδες, δουλεύοντας στον τροχό και στο πριόνι και να γίνει μια μέρα κι αυτός μάστορας, διαλεχτός και περιζήτητος.
Την παραμονή των Χριστουγέννων πήγες και τον είδες. Θα μπορούσες να τον καλέσεις σπίτι αλλά όταν θα αντίκριζε την πολυτέλεια που ζούσες το λιγότερο που θα έκανε θα ήταν να σε μισήσει.
«Σου έφερα ένα δώρο», του είπες. «Τι δώρο;» είπε ο Κωστής
«Ένα tablet».
«Τι να το κάνω σε ηλίθιε το tablet αφού δεν έχω ρεύμα; Κι εσύ δεν το θες για το σχολείο;»
«Όχι έχω άλλο. Μη σε νοιάζει και κρατάει πολύ η μπαταρία του. Μετά, το δίνεις κάτω στα Κτελ να το φορτίζουν».
«Άμα με δουν ότι μένω εδώ θα φωνάξουν την πρόνοια και τότε πάει χάθηκα. Θα χαθούμε κι εμείς κι όχι τίποτε άλλο, θα το χω κρίμα στο λαιμό μου που δεν θα διαβάζουμε παρέα και θα μείνεις στουρνάρι».
«Καλά, το περίμενα ότι δεν θα το θελες και σου έφερα κι ένα φορητό CD player με ακουστικά και μπαταρίες. Είναι SONY και το χε ο πατέρας μου ξεχασμένο σε ένα συρτάρι. Να πιάσουν τουλάχιστον τόπο όλα αυτά τα CD που χεις πεταμένα εδώ μέσα».
Τα μάτια του Κωστή άστραψαν. Έπιασε ευλαβικά το δώρο του φίλου του και αφέθηκε να ξεστομίσει ένα ψίθυρο που έμοιαζε με ευχαριστώ μην έχοντας δύναμη να μιλήσει πιο δυνατά από τους χτύπους της καρδιάς του. Σίγουρα αυτά τα Χριστούγεννα θα ήταν τα καλύτερα εδώ και πολύ καιρό καθώς η μουσική ήταν ότι του έλειπε περισσότερο μετά την απώλεια των δικών του.
Σε μια στιγμή γύρισες να δεις το ρολόι σου και του πες ότι έπρεπε να φύγεις. Ήταν σαράντα λεπτά περπάτημα μέχρι το σπίτι και με το χιόνι που ‘χε έξω θα έφτανες του Αη Γιαννιού.
Στην σκοτεινή όμως πλευρά του φεγγαριού η αλήθεια ήταν άλλη. Δεν άντεχες να βλέπεις το φίλο σου να μένει έτσι μετέωρος με ένα ξεχασμένο αντικείμενο στο χέρι του που το έσφιγγε λες και κρατούσε με λαχτάρα εκεί όλη του την ύπαρξη.
«Κάτσε ρε συ», σου είπε και σου έκλεισε το μάτι, «να πιούμε κάτι πρώτα για το καλό». Έβγαλε κάτω από την κουβέρτα ένα πλαστικό μπουκάλι από αναψυκτικό με ξεθωριασμένη ετικέτα που φαινόταν να έχει γεμίσει με ένα σκουρόχρωμο υγρό. Το άνοιξε με προσμονή και γέμισε το καπάκι του προσφέροντας σου.
«Είναι κονιάκ, ενθύμιο από το σπίτι της γιαγιάς. Το φύλαξα για σήμερα».
Το έφερες στο στόμα και ήπιες με κλειστά μάτια και σφιγμένη την ανάσα σου.
«Καλά Χριστούγεννα Κωστή», του είπες πνιχτά με καμένα τα σωθικά από την πρώτη σου αυτή επαφή με το οινόπνευμα. Εκείνος έλαμπε. Έφυγες βιαστικά χαιρετώντας με ένα ασαφές νεύμα αμηχανίας.
Έξω η πόλη απλωνόταν ήσυχη, γυμνή από στολίδια εορτών λόγω του χιονιά, σαν να ήταν άσπιλη ακόμα κάτω από το λευκό της ένδυμα. Ο παγωμένος αέρας δεν σε πτόησε γιατί είδη είχες κρυσταλλώσει από τη στιγμή που σκέφτηκες ότι έπρεπε να αφήσεις το φίλο σου. Για να γυρίσεις μετά μουσαφίρης στο σπίτι φυγαδεύοντας εκεί τις σκέψεις σου, μέσα στην ασφαλή απάθεια της γιορτινής ατμόσφαιρας.
Πίσω σου, σε ένα πλαστικό μπουκάλι με κονιάκ και ένα φορητό CD player έμεινε να εξατμίζεται σιγανά η άχνα από τη θαλπωρή των Χριστουγέννων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου