Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023

Κλεοπάτρα Λυμπέρη (1953- ) : Λογοτέχνις-Ζωγράφος-Μουσικός-Κριτικός Βιβλίου


Η Kλεοπάτρα Λυμπέρη γεννήθηκε στη Χαλκίδα (1953). Σπούδασε Μουσική (Ελληνικό Ωδείο) και Ζωγραφική (Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών) και έχει κάνει ελεύθερες σπουδές στη Φιλοσοφία και στην Ιστορία της Τέχνης. Ποιητικές συλλογές : "Ο μοτοσικλετιστής θάνατος" (Κάβειρος, 1990), "Μικρή φιλαρμονική" (Ίκαρος, 1993), "Η πρωτοχρονιά του" (Άγρα, 1997), "Το ρήμα πεινάω" (Άγρα, 2001), "Η μουσική των σφαιρών" (Άγρα, 2007). Μεταφράσεις : "Τρεις Συνομιλίες - η συνέντευξη του Αλεν Γκίνσμπεργκ στον Τόμας Κλαρκ" (Πρίντα, 2001), "Θάνατοι για τις κυρίες (και άλλες καταστροφές)"- ποιήματα του Νόρμαν Μέηλερ (Καστανιώτης, 2008), "Σύλβια Πλαθ, Ανν Σέξτον, Έζρα Πάουντ, Έμιλυ Ντίκινσον, Ρομάν Κισιόφ, Ντανίκα Βουκιέβικ, Becir Vukovic, Andrilia Radulovic, Ποιητές της Βεγγάλης" (Poeticanet.gr), Aρμάντο Ρομέρο κλπ. Άλλα έργα: "Γειτονιές της Χαλκίδας" - ιστορική λαογραφική μελέτη (Προοδ. Εύβοια, 1989), "Φλάουερ" - αφήγημα (Άγρα, 2003), Επταετές κοράσιον - ημερολόγια για την ποίηση (Άγρα, 2011), "Η ταφή του κόμητος Οργκάθ" (Γαβριηλίδης, 2015). Έχει εργαστεί σαν κριτικός βιβλίου στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία και είναι μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών. Δοκίμιά της υπάρχουν κυρίως στο ηλεκτρονικό περιοδικό poeticanet.gr

Αναδημοσίευση από το "Ευβοϊκό Ανθολόγιο" 
"Νέα Προοδευτική Εύβοια". Γράφει ο Κωστής Δεμερτζής.

2021 12 10


2021 12 17 


2021 12 24 


2021 12 31



2022 01 07 


2022 01 14


2022 01 21


2022 01 28


2022 02 04


2022 02 11 


2022 02 18 


2022 02 25 


2022 03 04 


2022 03 11 


2022 03 18 


2022 03 25


2022 04 01


Εξαιρετική εργασία από την κ.Κλεοπάτρα Λυμπέρη για λογαριασμό της εφημερίδας "Προοδευτική Εύβοια" του Δημήτρη Δεμερτζή.




Mια ιστορία με γοβάκι

τo γοβάκι βηματίζει χωρίς το πόδι του•
πρώτο αυτό μαθαίνει και κατόπιν στο
πόδι φοράει ένα δάχτυλο       διδάσκει
ύφος και γλώσσα που ξέρει μονάχα ο
τολμητίας• αλλά το πόδι      έχοντας ζήσει
στην ζεστασιά του σώματος       ξετυλίγεται και
γνωρίζει ταχύτητα όταν μένει ακίνητο•
έτσι              στη γιορτή θα χορέψει
πιο σοφό•                          άραγε
θα μ’ αγαπήσει το πόδι μου        λέει το
γοβάκι

ξετυλίγομαι : ο ουρανός
μελωδός αναλογεί σε κάθε εραστή
(αν τον τρώνε τα μάτια)•            στο
σαλόνι έχει βιολί να παίζει την Έλλη
απ’ τα μαλλιά

(η στιγμή νανουρίζει την κούνια της)

το γοβάκι στη μίμηση του ποδιού του δα-
νείζεται μόνο την ερμηνεία
              
 Από την ποιητική συλλογή «Το ρήμα πεινάω»
 (εκδόσεις Άγρα, 2001) 
.   .   .
Η χαμένη ζωή της Κατερίνας Β.

Όχι δεν είναι χαμένη αλλά ξοδεμένη.
Γιατί χάνω σημαίνει απόλλυμι
κι εγώ δεν απώλεσα τίποτε πιστέψτε με.
Καρποί μου τα αναρίθμητα σώματα
βλέφαρα, ευωδιές κήπων, μηλιές
πτηνά που πετούσαν χαμηλά
ταξιδεύοντας στην ιερή μοναξιά μου.
Τι βίος ενάρετος αυτές οι επαρχίες
να κρύβεσαι, να κρύβεις, να σε κρύβουν
με ραπτομηχανές να διηγείσαι
την αιδώ που φέγγει στις λαγόνες.
Όμως τις νύχτες δεν απώλεσα πιστέψτε με.
Όταν τα δώματα βυθίζονται στο σκότος
τότε καλπάζει ο αναμενόμενος
μες στις πτυχές του φουστανιού μου
τότε κοχλάζουν τα νερά
και τρέμει η Αχερουσία.
            
   (από τη συλλογή Ο μοτοσικλετιστής θάνατος
         Εκδόσεις Κάβειρος 1990)
.   .   .
Ος τα πανθ’ ορα

Ο αφέντης έρωτας και κύριός μου
ος τα πανθ’ ορά κι εξουσιάζει
αυτός αυτός υψώνει το φονικό εγχειρίδιο
αποσπώντας εκ του σώματος τον τράχηλο
δήμιος αυτός με χεράκι φιλότιμα.
Έτσι το πλήρες αντηχεί
στο θρόισμα και στην αφή μισοφοριού
όταν τεντώνουνε σχοινιά
και πιάνεται σε δόκανο το τέρας.
Βαθιά βαθιά στη νύχτα των στομάτων
βαθιά με τους νεκρούς μου μαζεμένους
στο χαλινό της γλώσσας
στριγκές φωνές ναυαγοσωστικών.
Βούιζε το κρεβάτι σου
σαν Ιορδάνης ποταμός
πέφταν σεντόνια σχίζοντας το σκότος
απόσπασμα σύντομο του βίου μου
ενθύμιο της σάρκας
αίμα μου φαρμακωμένο.
Δέρμα πάνω στο δέρμα
κατάσαρκα να σε φορώ
ότι γυμνό και πένη μ’ άφησες
μες στην πυρά να ξαναβρώ τα μέτρα μου
στιγμές που με κατείχε η αθωότητας
προτού χαλάσω με έργα και με λόγια.

 
        (από τη συλλογή Μικρή Φιλαρμονική

         Εκδόσεις Ίκαρος 1993)

.  .  .
Η Χρησιμότης των λέξεων


Μπαίνοντας στα πάθη κι από πάθη βγαίνοντας
βρέθηκα χρισμένος απ’ τη φύση μου
με τις σάρκες στα δόντια των σκύλων
άκουσα τότε τον κρυφό μου πολυέλαιο
να θορυβεί, νύχτα στους εξώστες.
Έτσι εξέρχονται τα ποιήματα, πάμφωτα,
σαν χριστουγεννιάτικα δέντρα
μεγαλωμένα στη φρίκη της γιορτής
κι απ’ τους δεσμούς των λέξεων, ο εχθρός
ξεβράζεται πνιγμένος
μέσα στην τόση προετοιμασία.

            (πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό

                   Ποίηση, 2ο τεύχος, 1993)

.   .   .
     Ωδή στη Σύλβια Πλαθ

Στο σκοτεινό κάδο των ερώτων, το κεφάλι της
Σύλβια είχε αποκοπεί απ’ το σώμα.
Εκείνη, μια πεταλούδα από φίλντισι, σχεδόν καμένη
(ζώο φτιαγμένο από στάχτη ή από το δεν είμαι ακόμα)
ναύαρχος της οργής, επίμονη δύτης, γι’ αυτό
συχνά πυκνά αποκεφαλιζόμενη. 


Λέει: Μην κοιτάτε την τρέλα μου, είναι πρόσχημα
ποιητικό• για να γράφω, επιστρέφω πάντα στη στάχτη•
η τρέλα είναι τόσο βολική• η τρέλα είναι γεμάτη θαύματα•
εκτινάξεις στο μαύρο τετράγωνο του Μάλεβιτς•
πιάνομαι στη απόχη του θανάτου•
το ηλεκτροσόκ, σκέτο υπερθέαμα•
ακάνθινο στεφάνι – σαν αεροπόρος βουτάς
χαμηλά, ψηλά, δεξιά, αριστερά – όλα τα
καλύπτει η άγρια μοναξιά.


Μετά αμμουδιές, φλοίσβοι, βατόμουρα στον
κήπο μου τον παιδικό, μετά η συντριβή, η ιαχή•
σε κάθε πραξικόπημα του μυαλού
συνήθως υπάρχουν νικητές-ηττημένοι•
η τρέλα είναι κόκκινη μπίλια• με παίζει στο
κόκκινο – μια κερδίζει μια χάνει•
το γκάζι είναι πέρασμα για ψυχές
–ανοίγεις το κουμπί, περιμένεις•


           (πρώτη δημοσίευση στο facebook

                  στο χρονολόγιό της, 2017)


Αν η Έμιλυ ήταν λιγότερο λυπημένη
                 
              Είμαι ο Κανένας. Εσύ ποιος είσαι;
                 Είσαι κι εσύ ο Κανένας; 
                           Εμιλυ Ντίκινσον

Ο ποιητής καλπάζω με ίππο τις σελίδες
πάνω στη χλόη της Έμιλυ – είμαι κι εγώ ο Κανένας;
Αχ Έμιλυ, πόσο απαλή η ματαιότητα 
όταν σε σέρνει στον εαυτό σου.
Αλλά συνήθως ο κανένας είναι κάτι  - ίσως το
άλογο που κουβαλάει τον αναβάτη, ίσως το σύννεφο 
στο πάνω μέρος του πίνακα
ή στήθος που ξαφνικά τρυπάει και πέφτεις
στο πιο βαθύ σου κέντρο.

Αν είμαι ο κανένας που δεν έγινα ο υπάρχων 
αν είμαι ο ιππεύων που δεν έγινα ο
επόπτης στις αβύσσους, θα πει πως η λέξη αγαπώ
γέρασε μέσα μου πριν τη γεννήσω
(δηλαδή, πως δεν ξανάφτιαξα το σύμπαν)
γι’ αυτό και μένω στην κοιλιά του αλόγου μου
σαν περιττή αλογόμυγα.

Αν είμαι ο αγαπών ίσως να είμαι ο Κανένας
που η κάθε πράξη του έσωσε τις λέξεις. 
Έτσι όμως η ποίηση μάλλον δεν ωφελείται
(πάνω σε τέτοιον ίππο ποιος ποιητής να καλπάσει;)
Γι αυτό ας συντρέχουν ο αναβάτης και ο ίππος
στ’ αγκάθια, στους γκρεμούς, στα φριχτά μονοπάτια
γι’ αυτό ας κουτσαίνει το άλογο
ώσπου ο ιππεύων να υποταχτεί
στην κακή μοίρα που τον έχρισε ποιητή
 
             (από τη συλλογή «Το μηδεν σε φωλιά»
                Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2019)  
.   .   .

      Από το βιβλίο ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΣΕ ΦΩΛΙΑ
     
1.
Le dur desir de durer
(Περί διαρκείας και μη διάρκειας)

Εν δύο, εν δυό, βαδίζω πάνω στη λέξη διάρκεια. Η διάρ-
κεια είναι κάτι άλλο από τη λέξη διάρκεια. Η διάρκεια
είναι ιλιγγιώδης. Σαν το μηδέν ιλιγγιώδης. Τόνος του μη-
δενός και ρυθμός. Η διάρκεια διαρκώς πεινάει. Τρώει τα
κόκκαλα του χρόνου. Κρατάει όλο το αλφάβητο στην κοι-
λιά της. Ακόμα κι ο θάνατος τη φοβάται. Tα βιβλία κατά-
τροπώνουν τον θάνατο, έχει γράψει ο Τ.S.Ε. Τα βιβλία
τρώνε τα κόκαλα του χρόνου. (Για να πούμε του στραβού
το δίκιο, η αθανασία δεν πρέπει να ’ναι υπόθεση για λί-
γους• πάντα υπάρχει κάτι – μια πράξη, μια συμπεριφορά, 
ένα σχέδιο – που αξίζει να περισωθεί, ν’ αθανατιστεί• ίσως
αυτό ακριβώς που δεν έχει πρόθεση να θαυμαστεί. Ενώ η
φράση, Το βασικό κίνητρο του  καλλιτέχνη είναι η σταθερή
επιθυμία της διάρκειας, ποδηλατεί προς βέβαιη λακκούβα).
Άλλα ας μην πω για το κενό.

Το μηδέν κατοικεί σε φωλιά – πτηνά καλλικέλαδα
οι τόσες διάρκειες, οι μικρές οι μεγάλες. 
                         
(Δημοσιεύτηκε στο ΚΟΡΑΛΛΙ)
.   .   .
Η κατάσταση ζεύγος

Δυo πτηνά ίσον ένα. Πάνω στο κλαδί
η εγγύτητα η κατάσταση ζεύγος.
Εγώ, πτηνό• εσύ, φτερούγισμα συμπληρωματικό
στο βαλς των εποχών μου  –σε ονομάζω
σκάλα του πιο μυστικού γαλαξία.
Έτσι συμβαίνει• η φύση του πτερώματος
προετοιμάζει τη φύση της ομορφιάς
ό,τι εξέχει απ’ το κλαδί η φωλιά μας η γλώσσα
(οι λέξεις σαν φύλλα σαν κόκκινα μήλα).

Δυό πτηνά ίσον ένα. Ο αιώνας τρέχει
το φεγγάρι διαρκώς ελαττώνεται 
στο λαμπρό σου πτέρωμα επιμένει ο πόθος μου
να είσαι συμπληρωματικός, φτερωτός.
Εσύ, πτηνό• συμβαίνεις μέσα στην ομιλία•
(ένα δάσος θροΐζει στο στόμα μου
όταν σε φωνάζω απόντα όταν σε υψώνω 
πάνω στο δέντρο του μάταιου κόπου).

Δυό πτηνά ίσον ένα. Ήσουν εκείνος που
έφευγε που επέστρεφε  –μια φτερωτή ζωή
από κλαδί σε κλαδί. Ήμουν εκείνη που έμενε
να γεννάει λόγια στη μεγάλη μοναξιά της φωλιάς.
Κάποτε το θέρος μας εύρισκε αλλιώς 
μέσα στο ράμφισμα των καρπών
(άραγε εννοούσε μια ικανότητα προσαρμογής;)
Δυο πτηνά ίσον ένα. Η φύση του αριθμού
αναλύει τη φύση του ρυθμού.

         (Ένα πτηνό ίσον δύο.
         Αυτός που μένει μόνος στο κλαδί
         πάντοτε περιέχει
         έναν άλλον.)

  (δημοσιεύτηκε στην Αυγή)
.   .   .

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ
Ονειρευόμουν τις σημασίες
                     (απόσπασμα)

Ο χρόνος επόπτης σε όλα τα νοήματα
πληκτρολογεί μια νιφάδα χιονιού.
Το πληκτρολόγιο αντιδρά        κάτω από τα
δάχτυλα γίνεται φωλιά για μικρά ζώα.      Τι
κατοικία το πληκτρολόγιο εκεί όπου
ο ουρανός είναι λέξη του αδυνάτου.
Τα δάχτυλα αγγίζουν το αδύνατον 
-χαϊδεύουν.

         Η λύπη μού μιλάει:
Το περισσότερο που έχεις ειν’ αυτές
οι νεαρές δεσποινίδες στα οροπέδια
–οι λέξεις–  που σου γνέφουν συνεχώς
(τάχα ζωή σε στόμα που ψυχορραγεί)
κύκνεια άσματα της ζωής σου
οι συλλαβές       οι ωδές
του χρόνου
σαν ακατάληπτα χέρια και βρόγχοι.

Η σημασία είναι μια σοβαρή κυρία
η οποία θα επιθυμούσε να είναι καπέλο    ή
μια τούφα μαλλιά σε κάθε κεφάλι
(ή τουλάχιστον μια φουρκέτα).
Έτσι θα τη φορούσαν όλοι.
     ( Αναγκαστικά.)
Το στήθος της βαδίζει πότε δω και αλλού
ξεσηκώνει τη βλάστηση         κουρνιάζει
εκεί όπου γερνάς σιγά σιγά στις μακρινές
αποστάσεις        το πόδι της
έχει πολλές χρήσεις (όπως κάθε χέρι)
ανεβαίνει κατεβαίνει           ή
τελοσπάντων δηλώνει.
Παραδόξως ο λάρυγγάς της
κινείται ομοίως.

          Γυμνό κρανίο
          σε κεφάλι με
          καπέλο
                           είμαι
          τη σημασία θα φορέσω
          για να μου αρέσω.

(Δημοσιεύτηκε στην Ποιητική)

Η Είσοδος της Μαρίας Αιγυπτίας 
..............................

ήμασταν στριμωγμένοι σαν ψάρια παστά· στο μέγα πλήθος, εμείς, σαν ψάρια παστά· μια πυκνή μάζα· με πολλά χέρια και πόδια· με αόρατες ουρές· έσπρωχνα και με έσπρωχναν· πλησιάζαμε σιγά σιγά στην Πύλη – η ανυπομονησία μεγάλωνε· έσπρωχνα με ολόκληρο το σώμα· ένιωθα κάτω χαμηλά τα δάχτυλα των ποδιών να γλιστράνε πόντο πόντο – όπως οι σαύρες· ή οι μεγάλοι, πολεμοχαρείς αλιγάτορες· τα δάχτυλα πάταγαν γερά· έσπρωχναν· δάχτυλα, πέλματα, οστά·

φτάσαμε επιτέλους στην Πύλη· σχεδόν ακουμπούσα τους κίονες· το ψυχρό μάρμαρο με ξύπνησε· άπλωσα το πόδι να περάσω μέσα· και ξαφνικά, κάτι με τίναξε απότομα προς τα πίσω· κάτι· μια δύναμη· ο κόσμος εν τω μεταξύ συνέχισε να σπρώχνει, να σπρώχνεται, να μουρμουρίζει, να  ανυπομονεί· πήγαιναν πότε προς τα εμπρός, πότε προς τα πίσω· άλλοι ήθελαν να μπουν, άλλοι ήθελαν να βγουν· το ανθρώπινο κύμα με είχε διώξει μακριά, αλλά εγώ συνέχισα να κινούμαι προς τα εμπρός· η Πύλη πλησίαζε· σπρώχνεις, πιέζεις με όλο σου το σώμα, με όλα σου τα χέρα, τα στόματα, με όλα σου τα κόκκαλα, με όλα σου τα δάχτυλα·

ήμασταν στριμωγμένοι σαν ψάρια παστά· όλοι σπρώχνουν, σπρώχνουν, σε σπρώχνουν· σπρώχνω κι εγώ· δεν βλέπεις πρόσωπα, νιώθεις μόνο κύματα, αφρούς, λαχανιάσματα· για άλλη μια φορά είχα φτάσει μπροστά στην Πύλη· άπλωσα το πόδι και σχεδόν βρέθηκα στο εσωτερικό· αλλά πάλι ένα κύμα με άρπαξε, με έδιωξε· βάρβαρα σπρώχθηκα πίσω – έξω, πάλι έξω· το ανθρώπινο κύμα σερνόταν τώρα σαν κύμα θαλάσσης, μουγκρίζοντας, σκούζοντας· άκουγα ένα βαρύ ήχο, σιγανές κραυγές ανθρώπων, στριγκλιές γυναικών·

βρέθηκα για άλλη μια φορά κοντά στην Πύλη και για άλλη μια φορά  σπρώχτηκα πίσω· τα πνευμόνια μου πονούσαν, τα αυτιά μου βούιζαν· (ήμασταν στριμωγμένοι σαν ψάρια παστά)· στην αυλή, το πλήθος μεγάλωνε, δεν σταματούσαν να έρχονται, δεν σταματούσαν να σπρώχνουν – να έρχονται, να σπρώχνουν· η Πύλη ήταν τώρα ξανά κοντά, το μουρμουρητό των ανθρώπων μεγάλωνε· τέταρτη φορά έφτασα στο κατώφλι και τέταρτη φορά το πλήθος με γύρισε πίσω· άρχισα να κλαίω· έκλαιγα με λυγμούς σα μικρό παιδί, οι μύξες μου έτρεχαν και λέρωναν τα ρούχα μου· (δάκρυα, σαν χάντρες από παλιό κόσμημα, χωρίς καμιά λάμψη)· στο μεταξύ, συνέχιζα να σπρώχνω, η Πύλη πότε έφευγε πότε πλησίαζε· τι ήθελα εγώ σ’ αυτό το μέρος; με έπιασε ζάλη·

τότε άκουσα τη φωνή μου να ουρλιάζει:  άφησέ με να μπω, αφησέ με να μπω, αφησέ με να μπω·(σε ποιόν μιλούσα;) σιγανά, η φωνή μου συνέχισε: άφησέ με να μπώ· (ήταν σαν γρύλισμα δαρμένου σκύλου)· ξαφνικά, μ’ έναν απότομο σπασμό, σπρώχτηκα με δύναμη μπροστά και βρέθηκα στη μεγάλη σάλα· όλα εκεί, τυλιγμένα σε λευκό φως· τα πρόσωπα αχνά· ακτίνες έμπαιναν από τον τρούλο· οι μυρωδιές, τα λιβάνια, τα κεριά· ακούγονταν ψαλμοί, φωνές μουρμούριζαν λόγια, παρακλήσεις· προς τ’ αριστερά, είδα μια μεγάλη εικόνα – μου φάνηκε πως έβγαζε λάμψεις· ένιωσα να με καλεί· τρέμοντας, άρχισα να σπρώχνω ξανά με όλο μου το σώμα· έσπρωχνα, έσπρωχνα, άνοιγα δρόμο· το  φως σχεδόν με τύφλωνε· είδα ζωγραφισμένη στην εικόνα μια γυναίκα με πορφυρό ρούχο· είχε στην αγκαλιά της ένα μικρό παιδί· στο άλλο χέρι κάτι κρατούσε· άνοιξε απαλά τα δάχτυλα· είδα εκεί κομμάτια σπλάχνα ματωμένα που σπαρταρούσαν· ένιωσα πως είχε σχιστεί το στήθος μου, πως ήταν δική μου εκείνη η καρδιά, το μαύρο πράγμα στο χέρι της· και ξαφνικά άρχισα να καίγομαι· ο στέρνο μου είχε πιάσει φωτιά· οι φλόγες έφταναν ως επάνω· η γυναίκα με κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της· την κοίταξα κι εγώ

Ο  Μεμφιστοφελής
................

Σερ Έντμοντ· αυτό το όνομα διάλεξε να του δώσει· μόλις τον πρωτοείδε, φαντάστηκε  πως ήταν εκείνος που θεράπευε τον Ζεράρ ντε Νερβάλ στο άσυλο· με το καθησυχαστικό βλέμμα που έχουν οι ψυχίατροι· με τη λευκή του ρόμπα· σαν πιστή αναπαράσταση στοργικού αγγέλου επί γης· τους φαντάστηκε και τους δυο να συζητάνε για τέχνη στα διαλείμματα των παραισθήσεων· και φυσικά, άκουσε ξανά τη στιχομυθία : «Πού πάς;» «Προς την ανατολή»·

εμμονή· όνομα ουσιαστικόν· γένους θηλυκού· για κείνη όλο αυτό ήταν ένα ταξίδι· ταξίδευε· πολύ απλά· ταξιδεύει· κανείς δεν μπορεί να καταλάβει· όλοι της λένε: επιτέλους κάνε κάτι· το μυαλό σου δεν σε αφήνει να ζεις φυσιολογικά, δεν το βλέπεις; διαρκώς λείπεις·  σου μιλάμε και δεν είσαι εδώ· ποτέ δεν είσαι εδώ· πού είσαι;  αυτή η συνήθεια έγινε πια νοσηρή·  σε απομονώνει· σε αρρωσταίνει·  διώχνει τους ανθρώπους από κοντά σου·  

διάβασε πως μονάχα εκείνοι που δεν ενδιαφέρονται για την αληθινή ζωή δραπετεύουν σε δικούς τους κόσμους· κλειδώνονται εκεί· απομονώνονται· υπηρεσίες στον διάβολο· η απομόνωση είναι διαβολική; μα οι δικοί μου  κόσμοι  είναι απολύτως πραγματικοί – θα ήθελε να τους φωνάξει· (κανείς δεν θα ακούσει·)

άναψε τσιγάρο· ο επονομαζόμενος σερ Έντμοντ, αν και δευτερεύον πρόσωπο στο βιβλίο του Ζεράρ ντε Νερβάλ, ήταν φανερό πως είχε παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή του·  αισθάνθηκε τον ντε Νερβάλ ξανά μέσα στο άσυλο, τυλιγμένο σε παγωμένες πετσέτες, οι λευκοί τοίχοι γύρω του ακτινοβόλοι, σχεδόν ουράνια παραπετάσματα με φτερά, μια μεθυστική λευκότητα – κάνει να πηδήξει από το δεύτερο όροφο, πίσω του ακριβώς ένα μπαλόνι χρωματιστό (αερόστατο; μα πώς βρέθηκε εκεί; )· ο Ζεράρ ντε Νερβάλ στέλνει συνέχεια γράμματα στην Τζένη Κολλόν·  τα κομμάτια της ψυχής του ίπτανται  μαζί με τις λέξεις· ένα δίχτυ από λέξεις, για κείνη·  οι λέξεις όμως αρπάζουν τον ίδιο· τον στροβιλίζουν σε σκοτεινά νερά· τον βυθίζουν ως τον πυθμένα· δεν θα τον αφήσουν να ξαναβγεί στον αφρό· λέξεις-αγκίστρια· λέξεις- δολώματα·  «κοιτάξτε αυτόν τον ονειροπόλο, αυτόν τον παράφρονα, που σας αγαπά τρελά»,  γράφει ο Ζεράρ ντε Νερβάλ στη Τζένη Κολλόν· κάτοικος ενός διάφανου κόσμου, βουλιάζει εκεί· σιγά σιγά πνίγεται·  η τρέλα απλώνει τα πλοκάμια της·

άναψε δεύτερο τσιγάρο· πώς να εξηγήσει στους άλλους αυτό που της συμβαίνει; ότι δεν αντέχει την ασήμαντη ζωή της· ότι αναζητά φριχτές νύχτες, φαντάσματα, σκοτεινές πόλεις που φτερουγίζουν στον αέρα· χώρες υπόγειες, κρυφές εικόνες· σπίτια ερημικά· όνειρα σαν νερά κάτω από φιλντισένια πλοία· πώς να εξηγήσει ότι ψάχνει αυτό που θα την αποσπάσει από την καθημερινή ήττα; την ήττα της βαλσαμωμένης πραγματικότητας· σκέφτεται· φαντάζεται·  απουσιάζει· απομακρύνεται· η κόρη του ματιού της διαστέλλεται για να χωρέσει μια άλλη διάσταση· μια δεύτερη ύπαρξη· μέσα στις εικόνες της ξαναγεννιέται και η  ίδια με μικρές εκρήξεις· η εμμονή επιμένει· πρόκειται για πάθος; για έξη; ό,τι κι αν είναι, απλώς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό·

ο επονομαζόμενος σερ Έντμοντ παρουσιάζεται τώρα μπροστά της διασχίζοντας την ερημική στέπα του δωματίου· δεν ρωτάει τίποτε· είναι ευγενικός· σχεδόν φιλικός· εκείνη καπνίζει και φυσάει τον καπνό ψηλά· άλλοι κόσμοι, του λέει·  διαφορετικοί· πάντα μου αρέσει να γνωρίζω διαφορετικούς κόσμους· μου αρέσει να τους ανακαλύπτω πριν ακόμα τους φανταστώ· θέλω να πω, η φαντασία μου δεν προηγείται, έπεται· υπάρχουν κόσμοι που με καλούν· εκεί θέλω να βρίσκομαι· είμαι έτοιμη για κείνους, από πριν· απουσιάζω εδώ, θα πει, σπεύδω προς συνάντησή τους· πάθος; συνήθεια;  εμμονή; οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν· σερ Έντμοντ, ίσως εσείς μπορείτε να με νιώσετε· ίσως εσείς· ίσως· σίγουρα, εσείς· εσείς ξέρετε τα πάντα για τις καρδιές που υποφέρουν· μα ναι, ναι, βέβαια, της απαντάει ο επονομαζόμενος σερ Έντμοντ τονίζοντας τις λέξεις· καθώς μιλάει, πατώντας με τα ακριβά μοκασίνια πάνω στα σεντόνια, η ουρά του ξεπροβάλλει άτσαλα  από τη μαύρη  ρεντιγκότα.

      

        Ανακοίνωση της "Προοδευτικής Εύβοιας" για το βιβλίο της κ. Κλεοπάτρας Λυμπέρη.


Συνέντευξη για το βιβλιο της Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΚΟΜΗΤΟΣ ΟΡΓΚΑΘ........ όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό andro....







 

Δεν υπάρχουν σχόλια: