"Νέα Προοδευτική Εύβοια". Γράφει ο Κωστής Δεμερτζής.
..............................
ήμασταν στριμωγμένοι σαν ψάρια παστά· στο μέγα πλήθος, εμείς, σαν ψάρια παστά· μια πυκνή μάζα· με πολλά χέρια και πόδια· με αόρατες ουρές· έσπρωχνα και με έσπρωχναν· πλησιάζαμε σιγά σιγά στην Πύλη – η ανυπομονησία μεγάλωνε· έσπρωχνα με ολόκληρο το σώμα· ένιωθα κάτω χαμηλά τα δάχτυλα των ποδιών να γλιστράνε πόντο πόντο – όπως οι σαύρες· ή οι μεγάλοι, πολεμοχαρείς αλιγάτορες· τα δάχτυλα πάταγαν γερά· έσπρωχναν· δάχτυλα, πέλματα, οστά·
φτάσαμε επιτέλους στην Πύλη· σχεδόν ακουμπούσα τους κίονες· το ψυχρό μάρμαρο με ξύπνησε· άπλωσα το πόδι να περάσω μέσα· και ξαφνικά, κάτι με τίναξε απότομα προς τα πίσω· κάτι· μια δύναμη· ο κόσμος εν τω μεταξύ συνέχισε να σπρώχνει, να σπρώχνεται, να μουρμουρίζει, να ανυπομονεί· πήγαιναν πότε προς τα εμπρός, πότε προς τα πίσω· άλλοι ήθελαν να μπουν, άλλοι ήθελαν να βγουν· το ανθρώπινο κύμα με είχε διώξει μακριά, αλλά εγώ συνέχισα να κινούμαι προς τα εμπρός· η Πύλη πλησίαζε· σπρώχνεις, πιέζεις με όλο σου το σώμα, με όλα σου τα χέρα, τα στόματα, με όλα σου τα κόκκαλα, με όλα σου τα δάχτυλα·
ήμασταν στριμωγμένοι σαν ψάρια παστά· όλοι σπρώχνουν, σπρώχνουν, σε σπρώχνουν· σπρώχνω κι εγώ· δεν βλέπεις πρόσωπα, νιώθεις μόνο κύματα, αφρούς, λαχανιάσματα· για άλλη μια φορά είχα φτάσει μπροστά στην Πύλη· άπλωσα το πόδι και σχεδόν βρέθηκα στο εσωτερικό· αλλά πάλι ένα κύμα με άρπαξε, με έδιωξε· βάρβαρα σπρώχθηκα πίσω – έξω, πάλι έξω· το ανθρώπινο κύμα σερνόταν τώρα σαν κύμα θαλάσσης, μουγκρίζοντας, σκούζοντας· άκουγα ένα βαρύ ήχο, σιγανές κραυγές ανθρώπων, στριγκλιές γυναικών·
βρέθηκα για άλλη μια φορά κοντά στην Πύλη και για άλλη μια φορά σπρώχτηκα πίσω· τα πνευμόνια μου πονούσαν, τα αυτιά μου βούιζαν· (ήμασταν στριμωγμένοι σαν ψάρια παστά)· στην αυλή, το πλήθος μεγάλωνε, δεν σταματούσαν να έρχονται, δεν σταματούσαν να σπρώχνουν – να έρχονται, να σπρώχνουν· η Πύλη ήταν τώρα ξανά κοντά, το μουρμουρητό των ανθρώπων μεγάλωνε· τέταρτη φορά έφτασα στο κατώφλι και τέταρτη φορά το πλήθος με γύρισε πίσω· άρχισα να κλαίω· έκλαιγα με λυγμούς σα μικρό παιδί, οι μύξες μου έτρεχαν και λέρωναν τα ρούχα μου· (δάκρυα, σαν χάντρες από παλιό κόσμημα, χωρίς καμιά λάμψη)· στο μεταξύ, συνέχιζα να σπρώχνω, η Πύλη πότε έφευγε πότε πλησίαζε· τι ήθελα εγώ σ’ αυτό το μέρος; με έπιασε ζάλη·
τότε άκουσα τη φωνή μου να ουρλιάζει: άφησέ με να μπω, αφησέ με να μπω, αφησέ με να μπω·(σε ποιόν μιλούσα;) σιγανά, η φωνή μου συνέχισε: άφησέ με να μπώ· (ήταν σαν γρύλισμα δαρμένου σκύλου)· ξαφνικά, μ’ έναν απότομο σπασμό, σπρώχτηκα με δύναμη μπροστά και βρέθηκα στη μεγάλη σάλα· όλα εκεί, τυλιγμένα σε λευκό φως· τα πρόσωπα αχνά· ακτίνες έμπαιναν από τον τρούλο· οι μυρωδιές, τα λιβάνια, τα κεριά· ακούγονταν ψαλμοί, φωνές μουρμούριζαν λόγια, παρακλήσεις· προς τ’ αριστερά, είδα μια μεγάλη εικόνα – μου φάνηκε πως έβγαζε λάμψεις· ένιωσα να με καλεί· τρέμοντας, άρχισα να σπρώχνω ξανά με όλο μου το σώμα· έσπρωχνα, έσπρωχνα, άνοιγα δρόμο· το φως σχεδόν με τύφλωνε· είδα ζωγραφισμένη στην εικόνα μια γυναίκα με πορφυρό ρούχο· είχε στην αγκαλιά της ένα μικρό παιδί· στο άλλο χέρι κάτι κρατούσε· άνοιξε απαλά τα δάχτυλα· είδα εκεί κομμάτια σπλάχνα ματωμένα που σπαρταρούσαν· ένιωσα πως είχε σχιστεί το στήθος μου, πως ήταν δική μου εκείνη η καρδιά, το μαύρο πράγμα στο χέρι της· και ξαφνικά άρχισα να καίγομαι· ο στέρνο μου είχε πιάσει φωτιά· οι φλόγες έφταναν ως επάνω· η γυναίκα με κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της· την κοίταξα κι εγώ
................
Σερ Έντμοντ· αυτό το όνομα διάλεξε να του δώσει· μόλις τον πρωτοείδε, φαντάστηκε πως ήταν εκείνος που θεράπευε τον Ζεράρ ντε Νερβάλ στο άσυλο· με το καθησυχαστικό βλέμμα που έχουν οι ψυχίατροι· με τη λευκή του ρόμπα· σαν πιστή αναπαράσταση στοργικού αγγέλου επί γης· τους φαντάστηκε και τους δυο να συζητάνε για τέχνη στα διαλείμματα των παραισθήσεων· και φυσικά, άκουσε ξανά τη στιχομυθία : «Πού πάς;» «Προς την ανατολή»·
εμμονή· όνομα ουσιαστικόν· γένους θηλυκού· για κείνη όλο αυτό ήταν ένα ταξίδι· ταξίδευε· πολύ απλά· ταξιδεύει· κανείς δεν μπορεί να καταλάβει· όλοι της λένε: επιτέλους κάνε κάτι· το μυαλό σου δεν σε αφήνει να ζεις φυσιολογικά, δεν το βλέπεις; διαρκώς λείπεις· σου μιλάμε και δεν είσαι εδώ· ποτέ δεν είσαι εδώ· πού είσαι; αυτή η συνήθεια έγινε πια νοσηρή· σε απομονώνει· σε αρρωσταίνει· διώχνει τους ανθρώπους από κοντά σου·
διάβασε πως μονάχα εκείνοι που δεν ενδιαφέρονται για την αληθινή ζωή δραπετεύουν σε δικούς τους κόσμους· κλειδώνονται εκεί· απομονώνονται· υπηρεσίες στον διάβολο· η απομόνωση είναι διαβολική; μα οι δικοί μου κόσμοι είναι απολύτως πραγματικοί – θα ήθελε να τους φωνάξει· (κανείς δεν θα ακούσει·)
άναψε τσιγάρο· ο επονομαζόμενος σερ Έντμοντ, αν και δευτερεύον πρόσωπο στο βιβλίο του Ζεράρ ντε Νερβάλ, ήταν φανερό πως είχε παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή του· αισθάνθηκε τον ντε Νερβάλ ξανά μέσα στο άσυλο, τυλιγμένο σε παγωμένες πετσέτες, οι λευκοί τοίχοι γύρω του ακτινοβόλοι, σχεδόν ουράνια παραπετάσματα με φτερά, μια μεθυστική λευκότητα – κάνει να πηδήξει από το δεύτερο όροφο, πίσω του ακριβώς ένα μπαλόνι χρωματιστό (αερόστατο; μα πώς βρέθηκε εκεί; )· ο Ζεράρ ντε Νερβάλ στέλνει συνέχεια γράμματα στην Τζένη Κολλόν· τα κομμάτια της ψυχής του ίπτανται μαζί με τις λέξεις· ένα δίχτυ από λέξεις, για κείνη· οι λέξεις όμως αρπάζουν τον ίδιο· τον στροβιλίζουν σε σκοτεινά νερά· τον βυθίζουν ως τον πυθμένα· δεν θα τον αφήσουν να ξαναβγεί στον αφρό· λέξεις-αγκίστρια· λέξεις- δολώματα· «κοιτάξτε αυτόν τον ονειροπόλο, αυτόν τον παράφρονα, που σας αγαπά τρελά», γράφει ο Ζεράρ ντε Νερβάλ στη Τζένη Κολλόν· κάτοικος ενός διάφανου κόσμου, βουλιάζει εκεί· σιγά σιγά πνίγεται· η τρέλα απλώνει τα πλοκάμια της·
άναψε δεύτερο τσιγάρο· πώς να εξηγήσει στους άλλους αυτό που της συμβαίνει; ότι δεν αντέχει την ασήμαντη ζωή της· ότι αναζητά φριχτές νύχτες, φαντάσματα, σκοτεινές πόλεις που φτερουγίζουν στον αέρα· χώρες υπόγειες, κρυφές εικόνες· σπίτια ερημικά· όνειρα σαν νερά κάτω από φιλντισένια πλοία· πώς να εξηγήσει ότι ψάχνει αυτό που θα την αποσπάσει από την καθημερινή ήττα; την ήττα της βαλσαμωμένης πραγματικότητας· σκέφτεται· φαντάζεται· απουσιάζει· απομακρύνεται· η κόρη του ματιού της διαστέλλεται για να χωρέσει μια άλλη διάσταση· μια δεύτερη ύπαρξη· μέσα στις εικόνες της ξαναγεννιέται και η ίδια με μικρές εκρήξεις· η εμμονή επιμένει· πρόκειται για πάθος; για έξη; ό,τι κι αν είναι, απλώς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό·
ο επονομαζόμενος σερ Έντμοντ παρουσιάζεται τώρα μπροστά της διασχίζοντας την ερημική στέπα του δωματίου· δεν ρωτάει τίποτε· είναι ευγενικός· σχεδόν φιλικός· εκείνη καπνίζει και φυσάει τον καπνό ψηλά· άλλοι κόσμοι, του λέει· διαφορετικοί· πάντα μου αρέσει να γνωρίζω διαφορετικούς κόσμους· μου αρέσει να τους ανακαλύπτω πριν ακόμα τους φανταστώ· θέλω να πω, η φαντασία μου δεν προηγείται, έπεται· υπάρχουν κόσμοι που με καλούν· εκεί θέλω να βρίσκομαι· είμαι έτοιμη για κείνους, από πριν· απουσιάζω εδώ, θα πει, σπεύδω προς συνάντησή τους· πάθος; συνήθεια; εμμονή; οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν· σερ Έντμοντ, ίσως εσείς μπορείτε να με νιώσετε· ίσως εσείς· ίσως· σίγουρα, εσείς· εσείς ξέρετε τα πάντα για τις καρδιές που υποφέρουν· μα ναι, ναι, βέβαια, της απαντάει ο επονομαζόμενος σερ Έντμοντ τονίζοντας τις λέξεις· καθώς μιλάει, πατώντας με τα ακριβά μοκασίνια πάνω στα σεντόνια, η ουρά του ξεπροβάλλει άτσαλα από τη μαύρη ρεντιγκότα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου