(1924-2007)
Αθανάσιος Αβέλλιος
Από τους πλέον αξιοσημείωτους ευβοείς ποιητές.
Από τους πλέον αξιοσημείωτους ευβοείς ποιητές.
Γεννήθηκε το 1924 στην Ιστιαία Ευβοίας.Σπούδασε Νομικά. Με την ποίηση του επιβλήθηκε από την πρώτη στιγμή.Ο τόπος του, που τον αγαπά, η φύση,οι ανθρώπινες φάσεις της ζωής του, τρο- φοδοτούν τις εμπνεύσεις του, μεστές από μια διαυγή στοχαστικότητα. Κυρίως όμως, στο υπόστρωμα, ρέει η ελληνική αρχαιότητα, με το πνεύμα της και τη δρόσο της, που δίνει στην ποίηση του μια ατμόσφαιρα από την Παλατηνή Ανθολογία. Η βαθειά ιστορική και φιλολογική γνώση του τον επικουρούν σ' αυτό, επιτρέποντας συγχρόνως να τεχνουργεί μια ιδιότυπη γλώσσα.Το γλωσσικό υλικό του συντίθεται, αισθητικά ελεγχόμενο, από την πρόσμιξη δημοτικής, καθαρευούσης και αρχαίας.
(Ανθολογία Περάνθη τόμος 5 σελ 584)
Εργογραφία:
" Ο μετημφιεσμένος καιρός " 1957, " Η πένθιμη δόξα" 1959, " Το βιός του απολύτου " 1976, «Έπαθλα και Χάριτες» 1985, " Αυλός ο εγκάρδιος " 1995, " Φωταψία του πυρήνος των μύθων " 1996,
Επίσης:
" Οι ποιηταί της Ιστιαίας : Κώστας Ζαμπούνης 1880-1954, Άγγελος Δρόσος 1896-1966, Νίκος Λίσβας 1899-1933 /" 1990
" Πολιτιστικές σελίδες της Ιστιαίας " 1997
. . .
ΤΑ ΠΛΟΙΑ
Ημέρες μου σαν τα πλοία φεύγετε
στη θάλασσα του χρόνου γοργά ή αργά·
καθώς οργά η φαντασία μου
ματαίως σας αναζητεί και κράζει:
Μην είδατε τα πλοία μου τ’ αγαπημένα
Των γεγονότων τα βαρύφορτα σκαριά·
Μέσα εις αυτά εκάθηντο και δη πλησίον
η κάθε μου χαρά και η κάθε λύπη·
α, τώρα πια δεν γνωρίζω πού ταξιδεύουν
κι αν ταξιδεύουν· κι αν υπάρχουν πια.
Ω, της αιωνιότητος λατρεία
για τις ημέρες μου, για τα πλοία.
ΓΕΡΜΑ
Έτσι όπως περνά το υπεραστικό
λεωφορείο λέω να κατέβω
στο χωριό σου κι ας έχεις φύγει
πάμπολλα χρόνια πια.
Να μπω στο καφενείο του Συρίγου
και μέσ' από την τζαμαρία,
συνεπαρμένος, σιωπηλός
ν' αγναντέψω τη θάλασσά σου'
με βλέμμα εφηβικό σαν μετατόπιση
στα περασμένα, τότε που αγαπιόμασταν'
κι ύστερα πίνοντας
έναν καφέ μ' ένα τσιγάρο
κι άλλο τσιγάρο, τσιγάρο κι άλλο,
να φύγω την ώρα που θα σιγοβραδυάζει.
Από τη συλλογή «Πένθιμη δόξα»-1959
. . .
"Φιλολογική Πρωτοχρονιά" 1996 σελ: 95
. . .
"Φιλολογική Πρωτοχρονιά" 2000 σελ: 160
"Φιλολογική Πρωτοχρονιά" 2004 σελ:110
ΓΝΩΜΙΚΟ
Πώς πλήττονται τα φρούρια και πέφτουν
παρά την άμυνα των υπερασπιστών τους·
οι εχθροί κ’ όταν ακόμη δεν εφορμήσουν
αν είναι να χαθή το φρούριο χάνεται
και χάνεται χωρίς μάχη καμμία·
σαπρία τού έχει φάει τα οχυρώματα
στα θεμέλια κ’ οι έγκλειστοι δεν το γνωρίζουν
και πιστεύουν πως η νίκη δεν θα φύγει
ενώ περνάς, ώ ήττα, όπως αόρατος
κάτω από τα βρύα ο υδάτινος λαός,
εν σιγή οδεύει προς την αμμοστέφανη παραλία.
Ω πόλεις, ω φρούρια και ω ψυχές
μελετάτε ακούραστα τα οχυρώματα
και τα θεμέλιά σας·
ό,τι νικιέται χάνεται εις το χθες
και τ’ αύριο καθόλου δεν χαράζει.
Από τη συλλογή «Πένθιμη δόξα»-1959
ΚΩΜΟΣ
Σαν αργυραμοιβός προβαίνει το φεγγάρι
και πράος και γελαστός και δολοπλόκος·
γύρω του οι πόκοι από ποίμνιο που εκάρη
θαρρείς το και που φύλαγε ο Πιτσικώκος.
Τίμια κρόνια κέρματα και αποζητούνε
μαύρα χάη να εξοφλήσουν, φίλια τ’ άστρα·
επαμειβόμενο το λαβείν και το δούναι
μιάς αιθέριας βαρβίτου στη ραβανάστρα.
Στην ψυχή μου πρωτόγνωρη δύναμι ας έμβη·
κι’ εύχου το κάλλος της, αρχαίο, να μοιάζη
με των χρυσών ονείρων μου τη θεία ρέμβη.
Σιμώνει, ακούω τη φωνή, συναρπάζε:
Μυθώδης έως τις κορφές δέντρων κι’ ορέων
Και μέθυσος και νυκτιπάτης ο Ανακρέων.
ΣΠΟΝΔΗ
Τα δρύινα βαρέλια να χτυπώ στο πόρτιασμα
κι’ εκείνων ν’ αντηχούν οι ως έμβιοι βόμβοι·
που σα δεχτούν το αίμα σου χοχλό, Διόνυσε,
τον πείρο ακούω, να μουγκανίζη, ως εκατόμβη.
Ο ΓΕΡΩΣ ΤΟΥ ΛΙΒΑΡΙΟΥ
Στην καλαμένια του ετοιμόρροπη καλύβα,
σκυφτός ο Ζάφνος που για πάπιες ενεδρεύει·
κι’ αργοσαλεύουν μέσα του στριφνά τα ερέβη·
Μνήμη της φυλακής του ανήμπορη ο Σίβα.
Ένα τσιμπούκι αναμμένο πάντα σε θέση
που δάκνει κι’ είναι από ατόφυον αιματίτη·
σαράντα χρόνια η τιμωρία κι’ η Νεφερτίτη
του απαιτεί γονατιστός να της προσπέσει.
Μες στου καπνού την αποπνιχτική βραχνάδα,
περνάει ωχρό το θύμα του και σύζυγός της
που αδιάφορος φάνη γι’ αυτόν κι’ ο Άγιος Σώστης.
Φτερώνουν τα υδρόβια και η εννεάδα
των δεκαετιών του προκαλεί, κομπάζει
στην παγωνιά που φύεται σαν το ραγάζι.
ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Μες στη γαλήνη ωριοκεντάει το αηδονολάλημα
με φορτισμένους ακκισμούς την μυθική αμφιλύκη·
της νύχτας το αργοΰφαντο, πεποικιλμένο ένδυμα
μόλις που πάει για να φανή σα σκέπασμα ενός λίκνου
που χέρια κατεκόσμησαν με της στοργής τα μάθη·
[Ρεμβώδης πλούτος, άμωμος, πολύχρωμος που απλώνει
Έναν καινούργιον ουρανό, του πρώτου αντίπραξι,
Τριγύρω μας κι’ αστροφορεί τα μικρολούλουδά του·].
Πώς φτερουγούν ορίζοντες, δέντρων κορφές κι’ αισθήσεις
στη μυστική που εστρώσαμεν απόψε πανδαισία,
επά στον χλοοτάπητα που αβρός δωράει την δρόσο
για να χαρή την όλβητα ο εφήμερος εαυτός μας.
ΟΡΙΣΜΟΣ
Είναι ποίημα:
το ένθεο πουλί
του πνεύματος
που μέσα
στον απόλυτον
ουρανό πέτεται
της φαντασίας,
όλβιες φορές·
λαλώντας
τον αιθέριον,
εναρμόνιο Λόγο.
ΚΛΑΙΡΗ
Εφαίνοντο οι μαστοί σα βρύσες της ζωής,
όπου ροούσαν σιγηλά τον ευτύχιο πόθο·
[Στην προβολή του λυκαυγούς καθώς χρυσέλαμπε
το δωρητήριο πέπλο προς τη μέρα.].
Μιά έξαρσι από λύρα έπαλε μέσα μου·
τα δέντρα στοίχιζαν τη δροσινή πνοή τους
με μιά καρδιά που αρίστευε στης έλπισης
το φτέρωμα και στον ρυθμό του ερώτου.
Τώρα βυθάω προς το λυκόφως της απόγνωσης
κι’ η έλπιση έχει όνειρο απομείνει που σβήνει
για εκείνο το έαρ των τόσων υποσχέσεων.
Από τη συλλογή «Έπαθλα και Χάριτες», 1985.
"Φιλολογική Πρωτοχρονιά" 1996 σελ: 518
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου