Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστιαία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστιαία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Θανάσης Αβέλλιος (1924-2007) : Ποιητής-Ιστιαία

(1924-2007)

Αθανάσιος Αβέλλιος

Από τους πλέον αξιοσημείωτους ευβοείς ποιητές.

Γεννήθηκε το 1924 στην Ιστιαία Ευβοίας.Σπούδασε Νομικά. Με την ποίηση του επιβλήθηκε από την πρώτη στιγμή.Ο τόπος του, που τον αγαπά, η φύση,οι ανθρώπινες φάσεις της ζωής του, τρο- φοδοτούν τις εμπνεύσεις του, μεστές από μια διαυγή στοχαστικότητα. Κυρίως όμως, στο υπόστρωμα, ρέει η ελληνική αρχαιότητα, με το πνεύμα της και τη δρόσο της, που δίνει στην ποίηση του μια ατμόσφαιρα από την Παλατηνή Ανθολογία. Η βαθειά ιστορική και φιλολογική γνώση του τον επικουρούν σ' αυτό, επιτρέποντας συγχρόνως να τεχνουργεί μια ιδιότυπη γλώσσα.Το γλωσσικό υλικό του συντίθεται, αισθητικά ελεγχόμενο, από την πρόσμιξη δημοτικής, καθαρευούσης και αρχαίας.
(Ανθολογία Περάνθη τόμος 5 σελ 584)

Εργογραφία: 
" Ο μετημφιεσμένος καιρός " 1957,  " Η πένθιμη δόξα" 1959, " Το βιός του απολύτου " 1976,  «Έπαθλα και Χάριτες»  1985, " Αυλός ο εγκάρδιος " 1995, " Φωταψία του πυρήνος των μύθων " 1996, 
Επίσης:
" Οι ποιηταί της Ιστιαίας : Κώστας Ζαμπούνης 1880-1954, Άγγελος Δρόσος 1896-1966, Νίκος Λίσβας 1899-1933 /" 1990 
" Πολιτιστικές σελίδες της Ιστιαίας " 1997


ΤΑ ΠΛΟΙΑ

Ημέρες μου σαν τα πλοία φεύγετε
στη θάλασσα του χρόνου γοργά ή αργά·
καθώς οργά η φαντασία μου
ματαίως σας αναζητεί και κράζει:
Μην είδατε τα πλοία μου τ’ αγαπημένα
Των γεγονότων τα βαρύφορτα σκαριά·
Μέσα εις αυτά εκάθηντο και δη πλησίον
η κάθε μου χαρά και η κάθε λύπη·
α, τώρα πια δεν γνωρίζω πού ταξιδεύουν
κι αν ταξιδεύουν· κι αν υπάρχουν πια.
Ω, της αιωνιότητος λατρεία
για τις ημέρες μου, για τα πλοία.


ΓΕΡΜΑ

Έτσι όπως περνά το υπεραστικό
λεωφορείο λέω να κατέβω
στο χωριό σου κι ας έχεις φύγει
πάμπολλα χρόνια πια.
Να μπω στο καφενείο του Συρίγου
και μέσ' από την τζαμαρία,
συνεπαρμένος, σιωπηλός
ν' αγναντέψω τη θάλασσά σου'
με βλέμμα εφηβικό σαν μετατόπιση
στα περασμένα, τότε που αγαπιόμασταν'
κι ύστερα πίνοντας
έναν καφέ μ' ένα τσιγάρο
κι άλλο τσιγάρο, τσιγάρο κι άλλο,
να φύγω την ώρα που θα σιγοβραδυάζει.


Από τη συλλογή «Πένθιμη δόξα»-1959





.  .  .


 "Φιλολογική Πρωτοχρονιά" 1996 σελ: 95

.  .  .

"Φιλολογική Πρωτοχρονιά" 2000 σελ: 160



"Φιλολογική Πρωτοχρονιά" 2004 σελ:110





ΓΝΩΜΙΚΟ

Πώς πλήττονται τα φρούρια και πέφτουν
παρά την άμυνα των υπερασπιστών τους·
οι εχθροί κ’ όταν ακόμη δεν εφορμήσουν
αν είναι να χαθή το φρούριο χάνεται
και χάνεται χωρίς μάχη καμμία·
σαπρία τού έχει φάει τα οχυρώματα
στα θεμέλια κ’ οι έγκλειστοι δεν το γνωρίζουν
και πιστεύουν πως η νίκη δεν θα φύγει
ενώ περνάς, ώ ήττα, όπως αόρατος
κάτω από τα βρύα ο υδάτινος λαός,
εν σιγή οδεύει προς την αμμοστέφανη παραλία.
Ω πόλεις, ω φρούρια και ω ψυχές
μελετάτε ακούραστα τα οχυρώματα
και τα θεμέλιά σας·
ό,τι νικιέται χάνεται εις το χθες
και τ’ αύριο καθόλου δεν χαράζει.

Από τη συλλογή «Πένθιμη δόξα»-1959

ΚΩΜΟΣ

Σαν αργυραμοιβός προβαίνει το φεγγάρι
και πράος και γελαστός και δολοπλόκος·
γύρω του οι πόκοι από ποίμνιο που εκάρη
θαρρείς το και που φύλαγε ο Πιτσικώκος.

Τίμια κρόνια κέρματα και αποζητούνε
μαύρα χάη να εξοφλήσουν, φίλια τ’ άστρα·
επαμειβόμενο το λαβείν και το δούναι
μιάς αιθέριας βαρβίτου στη ραβανάστρα.

Στην ψυχή μου πρωτόγνωρη δύναμι ας έμβη·
κι’ εύχου το κάλλος της, αρχαίο, να μοιάζη
με των χρυσών ονείρων μου τη θεία ρέμβη.

Σιμώνει, ακούω τη φωνή, συναρπάζε:
Μυθώδης έως τις κορφές δέντρων κι’ ορέων
Και μέθυσος και νυκτιπάτης ο Ανακρέων.

ΣΠΟΝΔΗ

Τα δρύινα βαρέλια να χτυπώ στο πόρτιασμα
κι’ εκείνων ν’ αντηχούν οι ως έμβιοι βόμβοι·
που σα δεχτούν το αίμα σου χοχλό, Διόνυσε,
τον πείρο ακούω, να μουγκανίζη, ως εκατόμβη.

Ο ΓΕΡΩΣ ΤΟΥ ΛΙΒΑΡΙΟΥ

Στην καλαμένια του ετοιμόρροπη καλύβα,
σκυφτός ο Ζάφνος που για πάπιες ενεδρεύει·
κι’ αργοσαλεύουν μέσα του στριφνά τα ερέβη·
Μνήμη της φυλακής του ανήμπορη ο Σίβα.

Ένα τσιμπούκι αναμμένο πάντα σε θέση
που δάκνει κι’ είναι από ατόφυον αιματίτη·
σαράντα χρόνια η τιμωρία κι’ η Νεφερτίτη
του απαιτεί γονατιστός να της προσπέσει.

Μες στου καπνού την αποπνιχτική βραχνάδα,
περνάει ωχρό το θύμα του και σύζυγός της
που αδιάφορος φάνη γι’ αυτόν κι’ ο Άγιος Σώστης.

Φτερώνουν τα υδρόβια και η εννεάδα
των δεκαετιών του προκαλεί, κομπάζει
στην παγωνιά που φύεται σαν το ραγάζι.

ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Μες στη γαλήνη ωριοκεντάει το αηδονολάλημα
με φορτισμένους ακκισμούς την μυθική αμφιλύκη·
της νύχτας το αργοΰφαντο, πεποικιλμένο ένδυμα
μόλις που πάει για να φανή σα σκέπασμα ενός λίκνου
που χέρια κατεκόσμησαν με της στοργής τα μάθη·
[Ρεμβώδης πλούτος, άμωμος, πολύχρωμος που απλώνει
Έναν καινούργιον ουρανό, του πρώτου αντίπραξι,
Τριγύρω μας κι’ αστροφορεί τα μικρολούλουδά του·].
Πώς φτερουγούν ορίζοντες, δέντρων κορφές κι’ αισθήσεις
στη μυστική που εστρώσαμεν απόψε πανδαισία,
επά στον χλοοτάπητα που αβρός δωράει την δρόσο
για να χαρή την όλβητα ο εφήμερος εαυτός μας.

ΟΡΙΣΜΟΣ

Είναι ποίημα:
το ένθεο πουλί
του πνεύματος
που μέσα
στον απόλυτον
ουρανό πέτεται
της φαντασίας,
όλβιες φορές·
λαλώντας
τον αιθέριον,
εναρμόνιο Λόγο.

ΚΛΑΙΡΗ

Εφαίνοντο οι μαστοί σα βρύσες της ζωής,
όπου ροούσαν σιγηλά τον ευτύχιο πόθο·
[Στην προβολή του λυκαυγούς καθώς χρυσέλαμπε
το δωρητήριο πέπλο προς τη μέρα.].
Μιά έξαρσι από λύρα έπαλε μέσα μου·
τα δέντρα στοίχιζαν τη δροσινή πνοή τους
με μιά καρδιά που αρίστευε στης έλπισης
το φτέρωμα και στον ρυθμό του ερώτου.
Τώρα βυθάω προς το λυκόφως της απόγνωσης
κι’ η έλπιση έχει όνειρο απομείνει που σβήνει
για εκείνο το έαρ των τόσων υποσχέσεων.

Από τη συλλογή «Έπαθλα και Χάριτες», 1985.


"Φιλολογική Πρωτοχρονιά" 1996 σελ: 518


            






"Ανθολογία Ευβοέων Ποιητών" Ανδρέα Σ. Ιωάννου Χαλκίδα-1958
















Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

Νίκος Λίσβας ( 1899-1933) : Ποιητής - Ιστιαία Ευβοίας

 
* Η φωτογραφία προέρχεται από το βιβλίο του Αθ. Αβέλλιου "Οι ποιηταί της Ιστιαίας" : Κώστας Ζαμπούνης 1880- 1954, Άγγελος
Δρόσος 1896- 1966, Νίκος Λίσβας 1899- 1933


Ο Νίκος Λίσβας γεννήθηκε στην Ιστιαία στις 23 Ιουλίου το 1899 και πέθανε στις 15 Μαρτίου το 1933 στην Αθήνα. 
Η Θεοδώρα Αμπατζή (Φιλόλογος-Λαογράφος-Συγγραφέας) στη διπλωματική της εργασία (2022)αναφέρεται διεξοδικά στον Λίσβα και στη "Γαρουφιάδα" του.Άλλο έργο της είναι"Το αγκίστρι του Αργοσαρωνικού-Δημοτικό τραγούδι και καθημερινότητα" - 2016 
εκδόσεις Γρηγόρη ISBN1 39789606120015.
Ολόκληρη η διπλωματική της εργασία είναι αναρτημένη στο διαδίκτυο...
Πατήστε τον παρακάτω σύνδεσμο...





*Πελαΐσος (Ψαροταβέρνα στην Αίγινα) ονομάστηκε, γιατί είχε σφουγγαράδικο καΐκι και πήγαινε για σφουγγάρια στο Αιγαίο.
Από το σημείο αυτό στα σχεδόν 70 χρόνια λειτουργίας του, έχουν περάσει πολλοί επώνυμοι και ανώνυμοι για να γευτούν το καλομαγειρεμένο σπιτικό φαγητό της κυρα – Μαρίας και την πάντα δροσερή ρετσίνα του.
Ανάμεσα τους, ο ποιητής Νικόλαος Λίσβας, που σε μια γωνιά της ταβέρνας απήγγειλε τη «Γαρουφιάδα» του. Η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι, κυρίως όμως απλοί άνθρωποι, απολάμβαναν το πρωινό φως ή το όμορφο δειλινό.




Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Κώστας Ζαμπούνης (1880-1954): Σατιρικός ποιητής, πεζογράφος, δημοσιογράφος, εκδότης- Ιστιαία Ευβοίας



Από το Stigmalogou της Χριστίνας Λιναρδάκη.

" Σε συνέχεια του άρθρου για τους Έλληνες μετανάστες της Αμερικής, φέρνουμε στο φως τον Κώστα Ζαμπούνη, Έλληνα μετανάστη-ποιητή ο οποίος αποκλήθηκε και «Ελληνοαμερικανός Σουρής». Ο Ζαμπούνης γεννήθηκε στο Ξηροχώρι(;), σημερινή Ιστιαία, της Εύβοιας το 1878 ή το 1881, λεγόταν δε αρχικά Ζαμπουνιώτης. Μετανάστευσε πρώτα στη Ρουμανία το 1907 και κατόπιν στην Αμερική το 1914. Ήταν η εποχή της μεγάλης ελληνικής μετανάστευσης στον Νέο Κόσμο της Αμερικής. Στη Ν. Υόρκη βρίσκονταν ήδη χιλιάδες Έλληνες μετανάστες. 
Ο Ζαμπούνης άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα Σάτυρος, που σιγά-σιγά έγινε το αντίπαλο δέος στις δύο ημερήσιες εφημερίδες της Ν. Υόρκης Ατλαντίς και Εθνικός Κήρυξ οι οποίες επίσης εκδίδονταν τότε. Στο πρώτο φύλλο γράφει: «Γράμματα και συνδρομαί/ απ’ ευθείας εις εμέ». Και ακόμη:
«Δεν θα πωλείται λιανικώς. Μονάχα με τεσσάρι
όποιος αρέσει στο εξής το Σάτυρο θα πάρει
και τη μαζούμα, σιλβουπλέ, θα την προκαταβάλλει,
γιατί εράνους εθνικούς δεν κάνομ’ όπως άλλοι».

Σιγά-σιγά ο Σάτυρος από εκατοντάδες συνδρομητές έφτασε τις χιλιάδες και ο Ζαμπούνης πέρασε τη ζωή του ως εκδότης και διευθυντής του, χαίροντας της υπόληψης των Ελλήνων της Αμερικής που έλεγαν: «Ένας είναι ο Ζαμπούνης». 
Κύρια επίδραση στο έργο του Κώστα Ζαμπούνη άσκησε, ασφαλώς, ο Σουρής. Την ίδια την έκδοση του Σατύρου θα πρέπει να τη δούμε σαν μεταλαμπάδευση του σπινθηροβόλου πνεύματος του Ρωμηού στην ελληνοαμερικανική κοινωνία, προσαρμοσμένου φυσικά, και μάλιστα με αρκετή επιτυχία, στις εκεί συνθήκες.
Το έργο του Ζαμπούνη περιλαμβάνει δύο πυλώνες: ο ένας ανήκει στον χώρο του στοχασμού και ο άλλος σε αυτόν της σάτιρας – είναι όμως αναμφισβήτητη η ποσοτική υπεροχή του δεύτερου, ο οποίος περιλαμβάνει και την ύλη του Σατύρου. «Αλλά και μέσα σ’ αυτόν τον δεύτερο», όπως σημειώνει ο Στράτος Χωραφάς, «η κριτική και περιγραφική σάτιρα, η αιχμή και η ευτραπελία, το βολταιρικό και μολιερικό στοιχείο, το σοβαρό και το αστείο, σε μια συνεχή αλληλοδιείσδυση, συνυπάρχουν σχεδόν πάντοτε σε διάφορα ποσοστά ανάμειξης».

Εργογραφία

Α. Έργα σε βιβλία
Καρδιές νεκρωμένες (Αμερικανικαί σελίδες), Ν. Υόρκη 1912 – με το ψευδώνυμο Ντίνος Διαβάτης (διηγήματα)
Στιγμαί μελαγχολίας, τύποις «Κόσμου», Ν. Υόρκη χ.χ. (ποιήματα)
Στιγμαί μελαγχολίας, Σατυρικά, Ν. Υόρκη 1925 (ποιήματα)
Ζητώντας την αλήθεια, Ν. Υόρκη 1926 (πεζά τραγούδια σε ελεύθερο στίχο)
Στα φτερά της σκέψης, Ν. Υόρκη 1939 (πεζά τραγούδια)

Β. Ανέκδοτα έργα
Τσακμάκης, Ατλάντικ Σίτυ 1918 (έμμετρη κωμωδία)
Φρούτα αμερικάνικα, Ν. Υόρκη 1937, φωτοτυπία σε πολύγραφο (οπερέτα)
Η επιστροφή του μετανάστη, χ.χ. (ημιτελής νουβέλα)
Το λαχείο, χ.χ. (διήγημα)
Υπάρχει θεός, χ.χ. (μελέτη)

Επίσης δύο νουβέλες ατελείωτες και μία πράξη θεατρικού έργου που δεν σώθηκε ολόκληρο.

Παραθέτω και ένα δείγμα γραφής: 

Η διαθήκη μου (αποσπάσματα)

Εγώ που τάφερ’ ο καιρός ως Φασουλής να ζήσω
Εντός ενός ή δυο μηνών σκοπών ν’ αυτοκτονήσω
Δεν θέλω αδιάθετον να μ’ εύρη κείν’ η ώρα
Γι’ αυτό τη διαθήκη μου την κάνω από τώρα.

Εγώ λοιπόν ο Φασουλής αλλά και Κάπα Ζήτα,
Που στη ζωή κορόϊδευα τον Άλφα και τον Βήτα,
Γυρεύων δήθεν τα στραβά του κόσμου να ισιώσω
Τα πράγματά μου σήμερα σκοπεύω να μοιράσω.

Έχων τας φρένας υγιείς όπως ο Νόμος θέλει
- αν και δεν ήμουνα ποτέ κι’ εγώ εκ των εν τέλει –
Ελλείψει κληρονόμων μου τινάζων πια τα κώλα…
Στους ξένους τα υπάρχοντα θα τα μοιράσω όλα.

Όταν τα μάτια και τα δυο για πάντοτε σφαλίσω
Παρακαλώ τους δανειστάς να ‘ρθούν να τους ξοφλήσω
Κι όσα χρωστώ από χαρτί κάθε παιδιού Εβραίας
Απ’ όποιο μέρος προτιμούν ας μου τα πάρουν κρέας.

Σ’ αυτούς που μούκαμαν καλό την εποχή που ζούσα
Και συνδρομάς τους έπαιρνα και τους περιγελούσα,
Αφήνω την κατάρα μου μέσα στη βιοπάλη
Αν συνδρομή καλαμαρά ξαναπληρώσουν άλλη.

Σ’ εκείνους που με διάβαζαν πληρώνοντας πεντάρα
Και εξυπνάδα νόμιζαν την κάθε σαχλαμάρα
Χαρίζω όλα τα παληά γραμμένα μου δεφτέρια
Και ευλογίες πατρικές και με τα δυο μου χέρια.

[…] Ένα παλιό τισμπίδι μου στο Στρούμπο το αφήνω
Να σιδερώνη το παχύ μουστάκι του εκείνο,
Μουστάκι σαν καραμπογιά με ομορφιά και χάρι
Που εις τις άκρες του μπορεί να κρεμαστεί ταγάρι.

[…] Όσο στη γη κι’ αν έζησα φτωχός σαν τον Ιώβ,
Αν με γυρέψουν αγκαλιές Αβράμ και Ιακώβ,
Σ’ ευχαριστώ Θεούλη μου θα του ειπώ και κει
Μα προτιμώ η αγκαλιά να είναι θηλυκή.

Ου λύπη πια και στεναγμός κει που κοντοζυγώνω
Σε πιλαφόβουνα κι’ ουρί το χέρι πια θ’ απλώνω
Και μπαινοβγαίνων στην Εδέμ θα γεύωμαι το μέλι,
Όπως εκείνος ο λαγός στης παπαδιάς τ’ αμπέλι.

Σ’ αυτή την άγνωστη ζωή που πρόκειται να ζήσω
Θα είμαι τάχα πιο καλά ή θα μετανοήσω;
Θάχω καθάριο ουρανό ή θάχω ομιχλώδη
Και θάμαι άνθρωπος ή μήπως γίνω βόδι;

[…] Όταν πεθάνω κι ύστερα ποιος ξέρει τι θα γίνη!
Μέσ’ στης κολάσεως σε ποιο μπορεί να μπω καμίνι
Κι’ ο Σατανάς να έρχεται και κει να με πειράζη
Και πάντ’ από του γείτονα τα μήλα να μου τάζη.

Μα όχι! Στον Παράδεισο πιστεύω πως θα πάω
Εγώ κανέναν άνθρωπο δεν μπόρεσα να φάω
Εγώ με πίκρες πέρασα αυτή τη βιοπάλη
Και όλα όσα έβγαζα μου τα μασούσαν άλλοι.

[…] Νοέμβρη είκοσι κι’ επτά τελείωσε. Πεθαίνω.
Απ’ των ανθρώπων τη σειρά ο κακομοίρης βγαίνω
Κι’ αντί να με θρηνήσετε για τούτο που θα κάμω
Ελάτε να με δείρετε μ’ ένα τσουράπι άμμο.

Όπως εκείνη’ η Αλεπού που λεν τα παραμύθια
Απ’ την ουρά μου σέρνοντας κάμποσα κολοκύθια,
Τραβώ κι’ εγώ στην τρύπα μου τη νέα να χωθώ
Ένθα ουκ έστι πια καιρός να μεταμεληθώ.

Αυτή τη ζήσι που περνώ την έχω σιχαμένη
Περνούν καλλίτερα θαρρώ πολύ οι πεθαμένοι,
Γι’ αυτό λοιπόν το Γολγοθά σε λίγο θ’ ανεβώ
Αίρων του… γάμου το βαρύ σταυρό
                                (σαν το στραβό).

                                                        Κώστας Ζαμπούνης

Σατυρικός ποιητής, τίμιος, φτωχός και ερωτύλος είναι το τετράπτυχο που συνιστά, σύμφωνα με τον αυτοχαρακτηρισμό του ποιητή, την προσωπικότητά του. Και αυτά είναι καλό να κρατήσουμε, αν πρέπει οπωσδήποτε να του κολλήσουμε μια ετικέτα. 
Ο Κώστας Ζαμπούνης πέθανε στην Αμερική το 1954. Είχε παντρευτεί την αγγλικής καταγωγής Καναδή δασκάλα Edna O' Connell  και είχε αποκτήσει μια μοναχοκόρη,την Αναστασία (Τασή)".

Πηγή:
[Συλλογικό] (1986), Κώστας Ζαμπούνης: Ο ελληνοαμερικανός Σουρής, Αθήνα: Κ. Καπόπουλος. Φιλολογική επιμέλεια – εισαγωγή: Στράτος Χωραφάς. Copyright: American Hellenic Research Foundation.
.  .  .


.  .  .

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Νατάσσα Θάνου-Δόνα Αμαρυλλίς (Φιλολογικό) ( - ): Ποιήτρια, Συγγραφέας-Β. Εύβοια

 


Η Νατάσσα Θάνου, Δόνα Αμαρυλλίς το φιλολογικό όνομα,  γεννήθηκε στην Εύβοια, μια κρύα μέρα του Γενάρη, με το πρώτο ξύπνημα, του ήλιου, του ηλιάτορα και το τιτίβισμα των πουλιών, από τότε ο ήλιος όταν βγαίνει, φωτίζει, την καρδιά της και την πλημυρίζει,  με ενέργεια και δημιουργία. 
Όταν ο ήλιος χάνεται,η καρδιά της μαυρίζει και τότε έρχονται τα αστέρια...
Μετά το Λύκειο Στα ΙΕΚ, αποκτά το δίπλωμα: < Προσχολικής Αγωγής Δραστηριοτήτων Δημιουργίας και Έκφρασης .>
Συνεχίζεται με Ακαδημαϊκή εκπαίδευση στον τομέα της παιδαγωγικής στο Καποδιστριακό :Προσχολική αγωγή και εκπαίδευση :Βιωματική μάθηση και σύγχρονες μέθοδοι αγωγής κι φροντίδας, συμπλήρωμα Πιστοποιητικού Europass, καθώς και στην Φιλοσοφία…
Αποκτά  το Πιστοποιητικό Αρχείων Λογοτεχνίας από την Διεθνή Ακαδημία Τέχνης :Ιnternational Art Academy.Το συγγραφικό έργο της είναι στεφανωμένο με βραβεύσεις στην Λογοτεχνία …

Ένα δείγμα από το Λογοτεχνικό της έργο:

Δόνα Λαμπιδόνα δίγλωσση  από της εκδόσεις Κέφαλος σε έντυπη μορφή 
Καθώς  διατίθεται και στο amazon με Αγγλική μορφή. {Γ’ Βραβείο, πεζογραφήματος διηγήματος, από την Unerco} στις 14 Νοεμβρίου 2015, στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
Αλέξανδρος ο Μακεδόνας 2022 από της εκδόσεις Κέφαλος σε έντυπη μορφή
Όνειρα χαράς και λύπης: παιδικό παραμύθι σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, από της εκδόσεις: Φυλάτος.
 
Βιβλία της: σε ηλεκτρονική μορφή: 
(πατάτε στους συνδέσμους...)

Παραμύθια:

ΒΡΑΒΕΙΟ: Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ

Αποτελέσματα 1ου Διεθνούς Διαγωνισμού Ποίησης Ομίλου UNESCO Ζακύνθου, Κεφαλληνίας και Ιθάκης
27.09.2016 
Ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα του 1ου Διεθνούς Διαγωνισμού Ποίησης Ομίλου UNESCO Ζακύνθου, Κεφαλληνίας και Ιθάκης για το 2016 με θέμα: «Μια Ωδή στον Διονύσιο Σολωμό».
ΕΠΑΙΝΟΙ
Δόνα Αμαρυλλίς - Της ελευθερίας ποιητή - Νατάσα Θάνου, Νέο Φάληρο
Της Ελευθερίας ποιητή!!
Δόνα Αμαρυλλίς!!

Ω !! μεγάλε, ένδοξε, ποιητή
της ελευθερίας, εμπνευστή!!
Η επανάσταση του εικοσιένα
μεγάλη έμπνευση για σένα!!
Τα λόγια σου, σηκώνουν στον αέρα
την ελληνική μας την σημαία!!
Λόγια που ανεβάζουν, το ηθικό
ψηλά, στον αέρα, τον γαλανό!
Η μια αγάπη του, για την Ελλάδα
εκφράστηκε με το επίσημο εθνικό άσμα!!
Συνοδεύει την σημαία στην έπαρση και υποστολή
και λέγεται με σθένος σε κάθε επίσημη τελετή!!
Η άλλη του αγάπη, για την θρησκεία
εκφράζεται βαθιά μέσα από την πεζογραφία
<<Που σαν θυμίαμα, προσευχή, αναπέμπτουν Θεό
λόγια αγάπης του στο έργο του το συγγραφικό.
Ω!! Σολωμέ, Σίλλερ του Ελληνισμού
με το ύψιστο, της ψυχής σου, πάθους ποιητικού !!
Με τον αγωνιστικό σου φιλελευθερισμό
στο μεγάλο σου έργο το συγγραφικό!!
Τιμή σε σένα με τον <Χρυσό Σταυρό>
για τον αγώνα σου τον ποιητικό.
Στον αγώνα του λαού για ανεξαρτησία
λόγια καρδιάς για την Ελλάδα με αξία!!
Ω!! πρωτεργάτη της Επτανησιακής σχολής
της Δημοτικής μας γλώσσας ο καλλιεργητής.
<Υποτάξου πρώτα στην γλώσσα του λαού
λόγια μεγάλα του μεγάλου Σολωμού!!
.  .  .
Η Σφραγίδα…

Απ’ την καρδιά σου, φλέβα Ελληνική …
Χτύπησε, σε κάθε άνθρωπο, στην γη…
Έγραψε, με γράμματα, δικά σου …
Με το μελάνι, της καρδιάς  σου…
Σκιαγράφησες,  χάρτες, ποτάμια…
Με γράμματα ,δικά σου, διαμάντια  … 
Σαν ποτάμι, μίλησες   κελαριστό…
Με τον δικό σου ρυθμό, ξεχωριστό …
Εσύ Χάραξες,  πορείες  βαθιές …
Γέμισες  με νότες,  ξεχωριστές…
Πλημμύρισες,  θάλασσες, ωκεανούς…
Ζωή,  απ’ τους δικούς  σου, παλμούς…
Κύματα, ρυθμικά και μελωδικά…
Απ’ την δικιά σου, θαλάσσια αγκαλιά… 
Τα κοχύλια, μετέδωσαν τον ρυθμό…
 Σε κάθε αυτί, στον κόσμο αυτό…
Πλημμύρισαν,  κάθε άμμο της γης …
Κάθε κόκκο ψιλό, μοναδικό αυτής…
Κάθε γράμμα, ρυθμικό,  κυματιστό… 
Σε κάθε βράχο εισχώρησε βαθιά  …
Με καμάρι, προχώρησε, μπροστά …
Και η γη χόρεψε, κυκλικά,  ρυθμικά…
Παρέσυρε,  κάθε  σκληρή καρδιά… 
Χάραξες,  πορείες, με ρίζες   βαθιές …
Γέμισες,  με νότες  ξεχωριστές…
Γιατί η δικιά σου, μοναδική  γραφή…
Έχει την Ελληνική υπογραφή… 
Αρχαιοελληνική,  καρδιά  χτυπά…
Σε κάθε κομμάτι  γης και γωνιά…
Του Ελληνικού ιδεώδες, η   Σφραγίδα…
Υπό του αρχαίου  πνεύματος, την αιγίδα…

Ειρηνοφόρο μήνυμα…

Στον ομφαλό τη γης από ψηλά κοιτάζω …
Το μεγαλείο των Δελφών θαυμάζω…
Το θρόισμα των φύλων  μουσικό… 
Την ειρήνη με πέπλο λευκό   θωρώ …
 
Νιώθω την ενέργεια που με κατακλύζει…
Αέρας ξεχωριστός με περιτριγυρίζει…
Φέρνει μαζί του Αρχαία μεγαλεία…
Φως από την Αρχαία μας  ιστορία…
 
Της Κρυσταλίας το τραγούδι αναγνωρίζω..
Την ειρήνη εν’ το βάθη εγώ  ξεχωρίζω…
Την ακούω στον ορυμαγδό των νερών …
Ψιθύρισμα είναι  στα χείλια των Θεών… 
 
Της Κρυσταλίας τα νερά ακολουθώ …
Την βοή τους και τον δυνατό  ορυμαγδό…
Και ακούω χαρωπές μελωδικές  φωνές… 
Ακούσματα ειρήνης   με φως φωτεινές …
 
Άκου το θρόισμα της δάφνης του Θεού…
Ειρηνοφόρο μήνυμα  φέρνει παντού…
Από τον ναό του Απόλλωνα καπνός…
Της ειρήνης μήνυμα της γης το φως… 
 
Και οι αετοί του Δια με δύναμη πετάνε…
Στα φτερά τους την ειρήνη κρατάνε ….
Και αυτή φωτεινή από ψηλά χαμογελάει…
Στα χέρια το φως  την γαληνή κρατάει…
 
Μήνυμα στέλνεται στον κόσμο παντού…
Από το ιερό βουνό του Παρνασσού…
Από το << δελφός  >> την  μήτρα της γης..
Την ειρήνη να τηρήσουν τα κράτη αυτής..

ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΚΟΣΤΟΥΜΙ                         

Η τηλεόραση παίζει, οι φωνές αντιλαλούν στον χώρο. Οι κουρτίνες τραβηγμένες. Έξω τα δέντρα σιωπηλοί ακροατές. Οι φτερωτοί υμνωδοί μόλις ξεκίνησαν να τραγουδούν το τραγούδι της Ανατολής, που το φως της με αγάπη χαρίζει στην γη. Η νύχτα φεύγει, μια νέα ημέρα ξεκινά. Ο κ. Αθηναγόρας ψάχνει στην ντουλάπα του. Αναρωτιέμαι που είναι το κοστούμι μου το λαδί.
«Αχ! Νάτο το βρήκα». 
Το βρήκε, το παίρνει το αγκαλιάζει. Θυμάται όταν το φορούσε τα πρωινά στο Πανεπιστήμιο. Φοράει το παντελόνι του, ψάχνει να βρει το καφέ πουκάμισο με τις πράσινες λεπτομέρειες και το βρίσκει. Το παίρνει το φοράει. Η Σία (οικιακή βοηθός) τον κοιτά και τον ρωτά.
- Τι το θέλετε το κοστούμι κ. Αθηναγόρα;
Δεν την ακούει, η σκέψη του ταξιδεύει. 
- Αναρωτιέμαι πως έτυχε να είναι οι ημέρες εγκλεισμού, με έναν κύριο με την νόσο Αλτσχάιμερ, με την τηλεόραση να δείχνει όλο θανάτους, σε στενό κλοιό με τον άγνωστο, γνωστό κ. Αθηναγόρα;».
Ο κ. Αθηναγόρας δεν απαντά αλλά συνομιλεί στο κουστούμι. 
- Τι όμορφο που είσαι. 
- Με είπες όμορφο; απαντά το κουστούμι.
- Ναι είσαι όμορφο. «Τα πάντα έχουν ομορφιά, όμως δεν την βλέπουν όλοι» (Κομφούκιος). 
Σκεφτικός κάθεται στο κρεβάτι και θυμάται. 
- Μαζί περνούσαμε τις ώρες στο Πανεπιστήμιο. Να ομορφαίνεις τον εαυτό μου, να του δίνεις πυγμή, να ταξιδεύεις τους φοιτητές, να ακούς τις ομιλίες μου, να ακούς τα μαθήματα. Αχ! Πόσα ξέρεις εσύ αγαπημένο μου. Ακόμα και την ψυχή μου γνωρίζεις. Την ξέρεις απ' έξω. Σαν τις καρκινικές επιγραφές. «Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν. 
- Πλύνε τις αμαρτίες σου όχι μόνο το πρόσωπο. 
«Σος ειμί τίμιε σός», λέει γρήγορα το σοφό κοστούμι , θυμάμαι που  μου έλεγες πολλές φορές :Δικός σου είμαι τίμιε δικός σου!!
- Την Ρωμαϊκή φράση την θυμάσαι;
- Ποια; λέει το κουστούμι
- In girum imus nocte et consumimur igni, απαντά ο Αθηναγόρας.
- Αχ! Ναι.
- Να σου πω τι σημαίνει; Μπαίνουμε στην νύχτα και μας καταναλώνει η φωτιά.
 Ήξερες τις χαρές μου και το αγαπημένο μας ρητό. 
Και συνεχίζει ο Αθηναγόρας 
- Μια φορά υπάρχουμε, δεν υπάρχει τρόπος να υπάρξουμε δυο φορές και μάλλον δεν θα υπάρξουμε ποτέ. Κι εσύ που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλεις τη χαρά. Και η ζωή πάει χαμένη με τις αναβολές και ο καθένας πεθαίνει απασχολημένος. Πες μου ποιος Αρχαίος Φιλόσοφος το είπε;».
- Μα και βέβαια δεν ξεχνώ, ο Επίκουρος! Λέει το κουστούμι.
- Και το άλλο το αγαπημένο μας;
- Η αληθινή γνώση υπάρχει στο να γνωρίζεις ότι δεν γνωρίζεις τίποτα, του Σωκράτη.
- Ήξερες και τις λύπες μου. Μα μαζί σου οι λύπες μοιραζόντουσαν. 
- Εσύ μου έλεγες το περίφημο γνωμικό του Ομήρου στις δύσκολες στιγμές, ιδίως τότε που είχες τρακάρει και ήσουν ένα μήνα στο νοσοκομείο, το είχα μάθει απ’ έξω. «Τέτλαθι δη, κραδίη και κύντερον άλλο ποτ' έτλης»  Δηλαδή κράτα καρδιά μου, πολύ σκληρότερο έχεις βαστάξει πόνο. 
- Ήμουν ευτυχισμένος, με σένα αγαπημένο μου κοστούμι. Πόσο όμορφα νιώθω που σε ξαναφόρεσα, είχαμε καιρό να τα πούμε, δεν ξέρω γιατί έγινε αυτό, μήπως είχαμε διακοπές για το Πάσχα; Λοιπόν άκου νιώθω τόσο όμορφα που ξαναβρεθήκαμε, που δεν θα σε ξανά αφήσω ποτέ!
- Συμφωνώ κι εγώ, ένιωθα μοναξιά εκεί μέσα στην ντουλάπα. Στριμωγμένο με τα χοντρά παλτά που μύριζαν περίεργα. Πόσο όμορφα νιώθω τώρα, ακούγοντας την καρδιά σου να χτυπάει δυνατά.
- Και εγώ που νιώθω το σφιχτό αγκάλιασμα σου, αγαπημένο μου κοστούμι! 
- Αγαπημένε μου θυμάμαι που μου έλεγες. «Μάθε ν’ ακούς και θα επωφεληθείς ακόμα κι από τους ανθρώπους που μιλάνε άσχημα», απ’ τον αγαπητό μας Πλούταρχο! Και εγώ μάθαινα τα πάντα όλα τα αγαπημένα ρητά.
Ξαφνικά κάτι νιώθει στις τσέπες του που τον ενοχλεί, βάζει το χέρι μέσα και βλέπει ένα σημείωμα, το ανοίγει και το διαβάζει. Σας ευχαριστώ για τα δωρεάν μαθήματα που μου κάνατε, χωρίς εσάς δεν θα πραγματοποιούσα το όνειρό μου να γίνω καθηγητής πανεπιστήμιου σαν και εσάς, δεν θα ξεχάσω το ρητό του Ηράκλειτου που μας λέγατε. «την παιδείαν έτερον ήλιον είναι τοις πεπαιδευμένοις », η παιδεία είναι άλλος ένας ήλιος για τους μορφωμένους. Με σεβασμό και εκτίμηση ο φοιτητής Αδαμάντιος». Το κρατάει στα χέρια του και θυμάται τον Αδαμάντιο, ένας νεαρό με ξανθά μαλλιά και με όμορφα πράσινα μάτια, στο χρώμα της ήρεμης λίμνης. 
- Τον θυμάμαι τον Αδαμάντιο, λέει το πράσινο κοστούμι, ήταν τόσο συνεσταλμένος, αλλά και τόσο ευγενικός, τα χέρια του οι κινήσεις του ίδιες με ευγένεια, πάντα με το ίδιο ξεθωριασμένο τζιν και το πεντακάθαρο άσπρο πουκάμισο. Αγαπημένο του γνωμικό ήταν το εξής: «Επιστήμη ποιητική ευδαιμονίας», του Πλάτων. Πόσα περάσαμε μαζί αγαπημένε μου!
Και συνεχίζει το κουστούμι. 
- Θυμάμαι όλα τα γνωμικά μας. Α! Περίμενε να θυμηθώ. Έλεγες. «Η ευτυχία δεν είναι κάτι ετοιμοπαράδοτο, επέρχεται με τις πράξεις». Του Δαλάι Λάμα ήταν θυμάμαι. Τι ταιριαστοί που ήμασταν, φίλοι κολλητοί! Α!  Για πες μου αγαπημένε μου φίλε τι σημαίνει η φράση: «Φιλία εστί μία ψυχή εν δυσί σώμασιν ενοικουμένη» που θα πει: Η φιλία (η αγάπη) είναι μια ψυχή που κατοικεί σε δυο σώματα. Για πες μου ποιος Φιλόσοφος την έχει πει;
- Μα είναι δυνατόν να ξεχάσω τον Αριστοτέλη τον αρχαίο μας αγαπημένο Φιλόσοφο. Πως τα θυμάσαι αγαπημένο μου όμορφο κοστουμάκι.
- Μα είναι δυνατόν να μην τα θυμάμαι, αφού τα άκουγα πολλές φορές, όπως και το: «Αρχή σοφίας, η γνώση της άγνοιας» του Κλεόβουλου του Ρόδιου. Και πόσα άλλα που τα έλεγες εσύ και συμπλήρωνα εγώ! 
- Το αγαπημένο μας όταν ήμουνα στις κακές μου θυμάσαι συντροφιά μου;
- Περίμενε αγαπημένε μου να σκεφτώ, έχεις πολύ καιρό να με πάρεις αγκαλιά. Α! το θυμήθηκα.
- Πες μου …
- Θυμάμαι που το έλεγες στους μαθητές σου… «Είναι στις πιο σκοτεινές στιγμές μας που πρέπει να εστιάσουμε στο φως», ο αγαπημένος μας Αριστοτέλης.
- Πάμε τώρα αγαπημένο μου κοστουμάκι, με περιμένουν. 
Η Σία τον ακούει και του λέει.
- Ποιοι σας περιμένουν;
- Όλοι...
- Δεν μπορείτε να βγείτε. 
- Γιατί δεν μπορώ;
- Είμαστε κλεισμένοι μέσα για τον ιό. 
- Και ποιος φοβάται τον ιό; 
- Είναι νόμος δεν μπορείτε απαγορεύεται. 
- Κανείς δεν μπορεί να μου το απαγορεύσει. Μόνο ο Θεός !
- Και ο νόμος κ .Αθηναγόρα.
- Από πότε ο νόμος απαγορεύει την έξοδο; 
- Είναι για τα μέτρα προστασίας. 
- Σε παρακαλώ άφησε με ήσυχο, άκου μέτρα προστασίας. 
- Μα κ. Αθηναγόρα σας παρακαλώ. 
- Πρέπει να με ακούτε.
- Είμαστε σε στενό κλοιό για προστατευτικά μέτρα μη μετάδοσης.
- Και ποια είσαι εσύ που θα μου πεις τι να κάνω;
- Μα με έχουν βάλει τα παιδιά σας που είναι εξωτερικό να σας προσέχω 
- Δεν θέλω προστασία εγώ να φύγεις σε παρακαλώ από εδώ μέσα. 
- Μπορώ μόνος μου να κοιτάζω τον εαυτό μου. Άκου εκεί με προσέχει. Μου στερείς την ελευθερία μου. Δεν φοβάμαι κάτι! Άκου λοιπόν και εσύ το ρητό «Μόνον ευδαίμονα έφη τον ελεύθερον, εκείνον νομίζω τον μήτε ελπίζοντα τι μήτε δεδιότα» του φιλοσόφου Δημώναξ.
- Δεν σας καταλαβαίνω όταν μιλάτε με τα αρχαία φιλοσοφικά σας.
- Που να με καταλάβεις εσύ παιδί μου, μόνο το κοστουμάκι μου με καταλαβαίνει.
- Μα κ. Αθηναγόρα πρέπει να με ακούτε!
- Πήγαινε να δεις τηλεόραση, εγώ δεν βλέπω, διαβάζω για τους φοιτητές μου, είναι εξεταστική περίοδο. Και να ξέρεις αγαπητή μου Σία το εξής: «Η σιωπή την κατάλληλη στιγμή είναι σοφία και καλύτερή από κάθε λόγο» απ’ τον αγαπητό μας Πλούταρχο. 
- Μα είμαι εδώ να σας δίνω φάρμακα να σας μαγειρεύω και να σας φροντίζω, από τότε που πέθανε η σύζυγος σας.
- Άφησε με τώρα δεν πέθανε η κα Αθηνά, είναι στο εξοχικό μας, κουνήσου από εδώ .
- Ωχ δύσκολη αρρώστια το Αλτσχάιμερ. 
- Τι λες εσύ ποιος έχει Αλτσχάιμερ; 
- Εσείς κ. Αθηναγόρα.
- Εγώ να έχω Αλτσχάιμερ, μα δεν βλέπεις που θυμάμαι τα παλιά.
- Ναι βέβαια χαρακτηριστικό της αρρώστιας.
Ο κ. Αθηναγόρας λέει σιγά-σιγά : «Η ανθρώπινη συμπεριφορά ρέει από τρεις κυρίες πηγές: την επιθυμία, το συναίσθημα και την γνώση». απ’ τον αγαπητό μας Πλάτωνα!
Η Σία πάει στην τηλεόραση και κάθεται αναπαυτικά στο δερμάτινο μαύρο καναπέ και ξεχνιέται.
Ο κ. Αθηναγόρας περιμένει να κοιμηθεί. Σκέφτεται και λέει στον εαυτό του και με σένα πάντα τα πήγαινα καλά, όπως και με το αγαπημένο μου κοστούμι!
Μονολογεί «Για έναν άνθρωπο το να κατακτήσει τον εαυτό του είναι η πρώτη και ευγενέστερη από όλες τις νίκες». Απ’ τον Πλάτωνα!
Ο κ. Αθηναγόρας ντύνεται βάζει και το παλτό και από πάνω το κασκόλ το ριγωτό, μα ξέχασε το καθαρό μαντηλάκι του, πάνω στο τσεπάκι του, πάει γρήγορα στο συρτάρι με τα αξεσουάρ το βρίσκει και όμορφα στο καθρέφτη κοιτάζει και καμαρώνει! Πάει στην παπουτσοθήκη παίρνει τα παπουτσάκια τα καφέ και ψάχνει τα κλειδιά. Αναρωτιέται που είναι τότε πάει και βρίσκει την Σία να κοιμάται. Παίρνει τα κλειδιά που έχουν πέσει απ' την τσέπη της και κατευθύνεται προς την πόρτα. «Άκου να δεις, δεν μπορώ να βγω και ποιος θα με σταματήσει. Άκου εκεί είμαστε σε στενό κλοιό για προστατευτικά μέτρα μη μετάδοσης. Σε στενό κλοιό για ένα ιό, μα ποιος φοβάται έναν ιό και να κλειστεί στο σπίτι». 
- Θυμάσαι κοστουμάκι μου, που είχα πυρετό, ήπια ντεπόν και πήγα στο Πανεπιστήμιο γιατί είχαμε εξεταστική. 
- Και βέβαια θυμάμαι σου είχε πέσει ο πυρετός και με έκανες μούσκεμα!
- Για σκέψου το θυμάσαι;
- Ναι βέβαια το θυμήθηκα, η σκέψη μου ταξιδεύει με ταχύτητά στα παλιά θυμάμαι ακόμα και τα πιο ασήμαντα πράγματα της ζωής μου, αλλά τόσο όμορφα.
- Θυμάμαι και την εκδρομή που γνωρίστηκα με την αγαπημένη μου Αθηνά.
- Αχ δεν το θυμάμαι, με είχες βγάλει για να είσαι πιο άνετος.
- Μα και για να σε πλύνουμε να είσαι καθαρό. Πάμε τώρα, με περιμένουν αγαπημένο μου κοστουμάκι
- Ναι αγαπημένε μου «Σκέφτομαι άρα υπάρχω», του Καρτέσιου.. 
- Ναι αγαπημένο μου «Σκέφτομαι άρα υπάρχω».

Και η Βάγια την ιστορία της αρχινά …

Και να στην όμορφη την κερασιά, η κουκουβάγια που την ημέρα δεν κοιμάται αλλά μιλά!!
Και όποιος στην κερασιά της Μάκρας   βρεθεί η κουκουβάγια – Βάγια την ιστορία λέει από παλιά , μια ιστορία από γενιά σε γενιά έχει σωθεί…
Και να ο μικρούλης ο Εύβοιος,  μαζί με τον παππού κάτω απ’ την κερασιά , βρήκαν την όμορφη σκιά…
-Αλήθεια παππού, πες μου την ιστορία που με τον φίλο σου πριν χρόνια μαζί,  είχατε δει, ένα τεράστιο οστό από ζώο..
-Ναι αγοράκι μου αφού το είδαμε,  ενημερώσαμε τους αρχαιολόγους, όπου εργάστηκαν για καιρό, έφεραν στο φως απολιθώματα θηλαστικών, απολιθώματα ασπόνδυλων , διάφορα πετρώματα  και άλλα… 
-Τι είναι απολιθώματα παππού ;
-Είναι παιδί μου τα ευρήματα μέσα από την γη!!
-Και γιατί είναι κρυμμένα στην γη;
-Και λέει η κουκουβάγια η σοφή… 
-Ένας σεισμός, τα έκρυψε βαθιά!! 
-Και η Βάγια την ιστορία της αρχινά …
 Καλώς ήρθατε στην κερασιά της γνώσης και της σοφίας!!
-Ακούστε την από την αρχή…
-Στα χρόνια τα  πολύ παλιά εδώ ήταν δάσος μεγάλο και τρανό, με δέντρα ψηλά, που έφταναν κοντά στον ουρανό…
 Ήταν και καταπράσινα με καρπούς όμορφους γευστικούς …
Τα ζώα που ζούσαν την εποχή εκείνη , ήταν μεγάλα και ψηλά …
 -Και η κουκουβάγια η σοφή λέει με φωνή καθαρή…
Για αυτό υπήρχαν τα θηλαστικά που τρεφόντουσαν από αυτά …
Θηλαστικά τεράστια όπου δεν υπάρχουν πια …
-Για λίγο η κουκουβάγια σταματά…
-Και μετά λέει με μάτια αστραφτερά … 
Το απολιθωμένο δάσος που βρίσκεται εδώ δυτικά στην ψηλή  ράχη , υπήρχε και υπάρχει  20.000.000 χρόνια  ….
-Ω!!  Έχουμε πάει παππού , είναι το δάσος με τα δέντρα που δεν έχουν φύλλα αλλά ένα χρώμα γκριζωπό …
-Ναι λέει η κουκουβάγια αυτό είναι..
-Άσε τώρα την σοφή την κουκουβάγια την ιστορικό , ταξίδι να μας πάει στον χρόνο τον προϊστορικό!!
-Και η κουκουβάγια με καμάρι αρχινά…
Και τα μάτια της ανοίγει τα τρανά…
-Βασιλιάς του μεγάλου δάσους  παλιά, ήταν το τεράστιο λιοντάρι, με τα μάτια τα μεγάλα και με τα δόντια τα μυτερά, που έβγαιναν απ’ το στόμα του σαν μαχαίρια κοφτερά…  …
 Το όνομα του ήταν  Μαχαιρόδης, το λιοντάρι το τρανό είχε φίλους εκλεκτούς όλους τους ψιλούς, όπως: ήταν η καμηλοπάρδαλη η ψιλή,  με τον κοντό λαιμό με τα πανύψηλα πόδια, που όταν έβλεπε εχθρούς με τα μάτια της τα μεγάλα,  ειδοποιούσε το λιοντάρι τον φίλο της για να πάρει τα μέτρα τον ειδοποιούσε !!
Και όταν ήθελε να πάει γρήγορα, ανέβαινε στην ράχη  των αλόγων με τα κοντά πόδια με τα τρία δάχτυλα !!
Αλλά και φίλους εκλεκτούς και μεγάλους βοηθούς είχε τους ρινόκερους με τα δυο κέρατα τα μεγάλα που τους εχθρούς έδιωχναν μακριά  και προστάτευαν το λιοντάρι τον βασιλιά!!
Μα και στις πύλες του δάσους, υπήρχαν οι φύλακες οι δεινόσαυροι, με τις στολές τις χρωματιστές, που κανέναν δεν άφηναν να μπει..
Μαζί τους βοηθός και το Χαλικοθήριο το μεγάλο θηρίο  σαν και αυτό δεν ήταν άλλο, όταν το έβλεπαν οι εχθροί , πίσω γυρίζαν στην στιγμή!!
Και εδώ η κουκουβάγια σταματά…
Πίνει λίγο νερό και αρχινά ξανά…
-Στα δέντρα τα ψηλά όλα τα πουλιά,  είχαν φωλιά και όταν τραγουδούσαν τα ζώα τα άγρια ηρεμούσαν και είχαν στην καρδιά αγάπη και χαρά!! 
Στις λίμνες ζούσαν μεγάλα βατραχάκια, που στολές διαφορετικές φορούσαν και το τραγούδι… ευτυχίας… διαλαλούσαν… Σαλιγκάρια με τεράστια μάτια γυαλιστερά,  που σε ταξίδευαν μοναδικά σε έναν κόσμο με αρμονία, αγάπη, ηρεμία  …
Μεσα στο μεγάλο δάσος η αγάπη πάντα επικρατούσε και η αλληλοβοήθεια νόμος σεβαστός του κάθε ζώου ήταν  ιερός!!
-Αυτή ήταν η ιστορία από παλιά, που με καμάρι πάντα θα σας λέω  και να έχετε στο μυαλό πάντα το καλό !!
Γιατί όταν η σκέψη είναι καλή ζωγραφίζεται με λουλούδια η ζωή , λέει η κουκουβάγια μας η σοφή!!
Και μια υπόκλιση κάνει με καμάρι και τους ακροατές της χαιρετάει!!

.  .  .