Από το Stigmalogou της Χριστίνας Λιναρδάκη.
" Σε συνέχεια του άρθρου για τους Έλληνες μετανάστες της Αμερικής, φέρνουμε στο φως τον Κώστα Ζαμπούνη, Έλληνα μετανάστη-ποιητή ο οποίος αποκλήθηκε και «Ελληνοαμερικανός Σουρής». Ο Ζαμπούνης γεννήθηκε στο Ξηροχώρι(;), σημερινή Ιστιαία, της Εύβοιας το 1878 ή το 1881, λεγόταν δε αρχικά Ζαμπουνιώτης. Μετανάστευσε πρώτα στη Ρουμανία το 1907 και κατόπιν στην Αμερική το 1914. Ήταν η εποχή της μεγάλης ελληνικής μετανάστευσης στον Νέο Κόσμο της Αμερικής. Στη Ν. Υόρκη βρίσκονταν ήδη χιλιάδες Έλληνες μετανάστες.
Ο Ζαμπούνης άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα Σάτυρος, που σιγά-σιγά έγινε το αντίπαλο δέος στις δύο ημερήσιες εφημερίδες της Ν. Υόρκης Ατλαντίς και Εθνικός Κήρυξ οι οποίες επίσης εκδίδονταν τότε. Στο πρώτο φύλλο γράφει: «Γράμματα και συνδρομαί/ απ’ ευθείας εις εμέ». Και ακόμη:
«Δεν θα πωλείται λιανικώς. Μονάχα με τεσσάρι
όποιος αρέσει στο εξής το Σάτυρο θα πάρει
και τη μαζούμα, σιλβουπλέ, θα την προκαταβάλλει,
γιατί εράνους εθνικούς δεν κάνομ’ όπως άλλοι».
Σιγά-σιγά ο Σάτυρος από εκατοντάδες συνδρομητές έφτασε τις χιλιάδες και ο Ζαμπούνης πέρασε τη ζωή του ως εκδότης και διευθυντής του, χαίροντας της υπόληψης των Ελλήνων της Αμερικής που έλεγαν: «Ένας είναι ο Ζαμπούνης».
Κύρια επίδραση στο έργο του Κώστα Ζαμπούνη άσκησε, ασφαλώς, ο Σουρής. Την ίδια την έκδοση του Σατύρου θα πρέπει να τη δούμε σαν μεταλαμπάδευση του σπινθηροβόλου πνεύματος του Ρωμηού στην ελληνοαμερικανική κοινωνία, προσαρμοσμένου φυσικά, και μάλιστα με αρκετή επιτυχία, στις εκεί συνθήκες.
Το έργο του Ζαμπούνη περιλαμβάνει δύο πυλώνες: ο ένας ανήκει στον χώρο του στοχασμού και ο άλλος σε αυτόν της σάτιρας – είναι όμως αναμφισβήτητη η ποσοτική υπεροχή του δεύτερου, ο οποίος περιλαμβάνει και την ύλη του Σατύρου. «Αλλά και μέσα σ’ αυτόν τον δεύτερο», όπως σημειώνει ο Στράτος Χωραφάς, «η κριτική και περιγραφική σάτιρα, η αιχμή και η ευτραπελία, το βολταιρικό και μολιερικό στοιχείο, το σοβαρό και το αστείο, σε μια συνεχή αλληλοδιείσδυση, συνυπάρχουν σχεδόν πάντοτε σε διάφορα ποσοστά ανάμειξης».
Εργογραφία
Α. Έργα σε βιβλία
Καρδιές νεκρωμένες (Αμερικανικαί σελίδες), Ν. Υόρκη 1912 – με το ψευδώνυμο Ντίνος Διαβάτης (διηγήματα)
Στιγμαί μελαγχολίας, τύποις «Κόσμου», Ν. Υόρκη χ.χ. (ποιήματα)
Στιγμαί μελαγχολίας, Σατυρικά, Ν. Υόρκη 1925 (ποιήματα)
Ζητώντας την αλήθεια, Ν. Υόρκη 1926 (πεζά τραγούδια σε ελεύθερο στίχο)
Στα φτερά της σκέψης, Ν. Υόρκη 1939 (πεζά τραγούδια)
Β. Ανέκδοτα έργα
Τσακμάκης, Ατλάντικ Σίτυ 1918 (έμμετρη κωμωδία)
Φρούτα αμερικάνικα, Ν. Υόρκη 1937, φωτοτυπία σε πολύγραφο (οπερέτα)
Η επιστροφή του μετανάστη, χ.χ. (ημιτελής νουβέλα)
Το λαχείο, χ.χ. (διήγημα)
Υπάρχει θεός, χ.χ. (μελέτη)
Επίσης δύο νουβέλες ατελείωτες και μία πράξη θεατρικού έργου που δεν σώθηκε ολόκληρο.
Παραθέτω και ένα δείγμα γραφής:
Η διαθήκη μου (αποσπάσματα)
Εγώ που τάφερ’ ο καιρός ως Φασουλής να ζήσω
Εντός ενός ή δυο μηνών σκοπών ν’ αυτοκτονήσω
Δεν θέλω αδιάθετον να μ’ εύρη κείν’ η ώρα
Γι’ αυτό τη διαθήκη μου την κάνω από τώρα.
Εγώ λοιπόν ο Φασουλής αλλά και Κάπα Ζήτα,
Που στη ζωή κορόϊδευα τον Άλφα και τον Βήτα,
Γυρεύων δήθεν τα στραβά του κόσμου να ισιώσω
Τα πράγματά μου σήμερα σκοπεύω να μοιράσω.
Έχων τας φρένας υγιείς όπως ο Νόμος θέλει
- αν και δεν ήμουνα ποτέ κι’ εγώ εκ των εν τέλει –
Ελλείψει κληρονόμων μου τινάζων πια τα κώλα…
Στους ξένους τα υπάρχοντα θα τα μοιράσω όλα.
Όταν τα μάτια και τα δυο για πάντοτε σφαλίσω
Παρακαλώ τους δανειστάς να ‘ρθούν να τους ξοφλήσω
Κι όσα χρωστώ από χαρτί κάθε παιδιού Εβραίας
Απ’ όποιο μέρος προτιμούν ας μου τα πάρουν κρέας.
Σ’ αυτούς που μούκαμαν καλό την εποχή που ζούσα
Και συνδρομάς τους έπαιρνα και τους περιγελούσα,
Αφήνω την κατάρα μου μέσα στη βιοπάλη
Αν συνδρομή καλαμαρά ξαναπληρώσουν άλλη.
Σ’ εκείνους που με διάβαζαν πληρώνοντας πεντάρα
Και εξυπνάδα νόμιζαν την κάθε σαχλαμάρα
Χαρίζω όλα τα παληά γραμμένα μου δεφτέρια
Και ευλογίες πατρικές και με τα δυο μου χέρια.
[…] Ένα παλιό τισμπίδι μου στο Στρούμπο το αφήνω
Να σιδερώνη το παχύ μουστάκι του εκείνο,
Μουστάκι σαν καραμπογιά με ομορφιά και χάρι
Που εις τις άκρες του μπορεί να κρεμαστεί ταγάρι.
[…] Όσο στη γη κι’ αν έζησα φτωχός σαν τον Ιώβ,
Αν με γυρέψουν αγκαλιές Αβράμ και Ιακώβ,
Σ’ ευχαριστώ Θεούλη μου θα του ειπώ και κει
Μα προτιμώ η αγκαλιά να είναι θηλυκή.
Ου λύπη πια και στεναγμός κει που κοντοζυγώνω
Σε πιλαφόβουνα κι’ ουρί το χέρι πια θ’ απλώνω
Και μπαινοβγαίνων στην Εδέμ θα γεύωμαι το μέλι,
Όπως εκείνος ο λαγός στης παπαδιάς τ’ αμπέλι.
Σ’ αυτή την άγνωστη ζωή που πρόκειται να ζήσω
Θα είμαι τάχα πιο καλά ή θα μετανοήσω;
Θάχω καθάριο ουρανό ή θάχω ομιχλώδη
Και θάμαι άνθρωπος ή μήπως γίνω βόδι;
[…] Όταν πεθάνω κι ύστερα ποιος ξέρει τι θα γίνη!
Μέσ’ στης κολάσεως σε ποιο μπορεί να μπω καμίνι
Κι’ ο Σατανάς να έρχεται και κει να με πειράζη
Και πάντ’ από του γείτονα τα μήλα να μου τάζη.
Μα όχι! Στον Παράδεισο πιστεύω πως θα πάω
Εγώ κανέναν άνθρωπο δεν μπόρεσα να φάω
Εγώ με πίκρες πέρασα αυτή τη βιοπάλη
Και όλα όσα έβγαζα μου τα μασούσαν άλλοι.
[…] Νοέμβρη είκοσι κι’ επτά τελείωσε. Πεθαίνω.
Απ’ των ανθρώπων τη σειρά ο κακομοίρης βγαίνω
Κι’ αντί να με θρηνήσετε για τούτο που θα κάμω
Ελάτε να με δείρετε μ’ ένα τσουράπι άμμο.
Όπως εκείνη’ η Αλεπού που λεν τα παραμύθια
Απ’ την ουρά μου σέρνοντας κάμποσα κολοκύθια,
Τραβώ κι’ εγώ στην τρύπα μου τη νέα να χωθώ
Ένθα ουκ έστι πια καιρός να μεταμεληθώ.
Αυτή τη ζήσι που περνώ την έχω σιχαμένη
Περνούν καλλίτερα θαρρώ πολύ οι πεθαμένοι,
Γι’ αυτό λοιπόν το Γολγοθά σε λίγο θ’ ανεβώ
Αίρων του… γάμου το βαρύ σταυρό
(σαν το στραβό).
Κώστας Ζαμπούνης
Σατυρικός ποιητής, τίμιος, φτωχός και ερωτύλος είναι το τετράπτυχο που συνιστά, σύμφωνα με τον αυτοχαρακτηρισμό του ποιητή, την προσωπικότητά του. Και αυτά είναι καλό να κρατήσουμε, αν πρέπει οπωσδήποτε να του κολλήσουμε μια ετικέτα.
Ο Κώστας Ζαμπούνης πέθανε στην Αμερική το 1954. Είχε παντρευτεί την αγγλικής καταγωγής Καναδή δασκάλα Edna O' Connell και είχε αποκτήσει μια μοναχοκόρη,την Αναστασία (Τασή)".
Πηγή:
[Συλλογικό] (1986), Κώστας Ζαμπούνης: Ο ελληνοαμερικανός Σουρής, Αθήνα: Κ. Καπόπουλος. Φιλολογική επιμέλεια – εισαγωγή: Στράτος Χωραφάς. Copyright: American Hellenic Research Foundation.
. . .
. . .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου