Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Δημήτρης Θεοχάρης (1919 - 1977) : Αρχαιολόγος-Σκύρος




Ο Δημήτριος Ρ. Θεοχάρης ή Δημήτρης Θεοχάρης (Αθήνα,1919-Θεσσαλονίκη, 2 Δεκεμβρίου 1977) ήταν Έλληνας αρχαιολόγος, που γεννήθηκε στην Αθήνα, από γονείς με καταγωγή από τη Σκύρο 
Ήταν επίσης, προϊστοριολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και ένας από τους πρωτοπόρους μελετητές του προκεραμικού και μεσολιθικού πολιτισμού της Θεσσαλίας.
Από το 1943, όντας φοιτητής, όταν ανακάλυψε το νεολιθικό οικισμό της Σκύρου, ασχολήθηκε συστηματικά με την ελληνική προϊστορία. Η δραστηριότητά του, ερευνητική και ανασκαφική χωρίζεται σε δύο κυρίως χωρογραφικές ενότητες: (α.) Η ενότητα που περιλαμβάνει κυρίως ανασκαφές σε Αττική, Εύβοια και Σκύρο και (β.) η ενότητα που περιλαμβάνει κυρίως τη Θεσσαλία, αλλά και του βορειότερου χώρου.
Ανασκαφές σε Αττική, Εύβοια και Σκύρο
Από το 1949 ως το 1955 ο Δημήτρης Θεοχάρης ερεύνησε την προϊστορία της Αττικής και της Εύβοιας. Επεσήμανε σημαντικό αριθμό νέων προϊστορικών θέσεων, στην Αττική (Ραφήνα, Νέα Μάκρη, Βραυρώνα, Πόρτο Ράφτη, Παλιά Κοκκινιά κ.α.) Στη Ραφήνα αποκαλύφθηκαν λείψανα πρωτοελλαδικού οικισμού και χαλκουργείο της ίδια χρονικής περιόδου. Στο Ασκηταριό οχυρωμένος πρωτοελλαδικός οικισμός και στη Νέα Μάκρη εκτεταμένος νεολιθικός οικισμός με ιδιόμορφη εμπίεστη μελανή κεραμική.
Στο σύντομο διάστημα που υπηρέτησε στην Εύβοια (1955) επισήμανε προϊστορικά λείψανα από τους Ωρεούς ως την Κάρυστο. Από αυτά σπουδαιότερη είναι η ανακάλυψη του πρωτοελλαδικού οικισμού της Μάνικας και του νεολιθικού οικισμού της Βάρκας Ψαχνών.

Στη Σκύρο εκτός από τη ανιχνευτική έρευνα του 1943, ανάσκαψε επίσης το 1958 νεολιθικό στρώμα του οικισμού στη θέση του "Παπά το Χούμα" και στη δημοσίευση αυτής της έρευνας τοποθετεί τη πρώιμη κεραμική της Σκύρου στην αρχαιότερη νεολιθική της Θεσσαλίας.




Έγιναν επίσης μικρές ερευνητικές προσπάθειες για τη νεολιθική της Πελοποννήσου με ανασκαφή στο Σπήλαιο του Νέστορα (Αρχαία Πύλος) μαζί με τον Καναδό αρχαιολόγο Ουίλλιαμ Άντριου Μακντόναλντ (αγγλικά: William Andrew McDonald) και σε άλλες νεολιθικές θέσεις στην παραλία της Πύλου, επίσης για νεολιθικά ευρήματα σε σπήλαιο της Χώρας Μεσσηνίας μαζί με τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο και τον Καρλ Μπλέγκεν και για νεολιθικά ευρήματα στις Μυκήνες. Επίσης στα Βούρβουρα της Κυνουρίας με τον Κωνσταντίνο Ρωμαίο.

Μεταξύ του 1969 και 1970 ερεύνησε αξιόλογα λείψανα της πρωτοελλαδικής και της υστεροελλαδικής εποχής στις Σπέτσες (ακρωτήριο της Αγίας Μαρίνας) και διατύπωσε την εκτίμηση της καίριας γεωγραφικής θέσης των Σπετσών ως σταθμού διαμετακομιστικού εμπορίου προς την Αργολίδα, κατά την περίοδο της χαλκοκρατίας.
Ανασκαφές σε Θεσσαλία και Βόρεια Ελλάδα
Στη περιοχή της Θεσσαλίας, που αποτέλεσε και το κυριότερο ερευνητικό πεδίο του Δημήτρη Θεοχάρη, ανασκάφηκαν πάνω από 60 αρχαιολογικές θέσεις, που χρονολογούνται από την παλαιολιθική ως και τη παλαιοχριστιανική εποχή. Κύριος στόχος ήταν η θεσσαλική προϊστορία, αλλά υπήρξαν και εξαιρέσεις, όπως το Ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς στη Φίλια Καρδίτσας, του Ασκληπιείου στα Τρίκαλα, του αρχαίου Θεάτρου, της Αγοράς, του μακεδονικού ανακτόρου και ιερού στη Δημητριάδα, του νεκροταφείου στο Ομολόγιον, κ.α.

Κορυφαίο έργο του υπήρξε η ανασκαφή στο Σέσκλο. Συνεχίζοντας το πρόδρομο έργο του Χρήστου Τσούντα ολοκλήρωσε την ανασκαφή στην Ακρόπολη του Σέσκλου (1962-1968), αποσαφήνισε τη στρωματογραφία και αποκάλυψε την αφετηριακή φάση του παραγωγικού σταδίου, την προκεραμική νεολιθική, που ο φίλος και συνεργάτης του Βλαδίμηρος Μίλοτζιτς (Vladimir Milojcic) είχε ήδη επισημάνει στην Άργισσα.Κατά τη δεύτερη ανασκαφική περίοδο (1971-1977) στο Σέσκλο ανασκάφηκε εν μέρει ένας τεράστιος νεολιθικός οικισμός, πολεοδομικά οργανωμένος, που απλώνεται σε έκταση σχεδόν 100 σρτρεμμάτων γύρω από την ακρόπολη.

Το 1956 στη πρώτη περίοδο της ανασκαφής στην Ιωλκό ταυτίζει τη θέση του μυκηναϊκού Ανακτόρου επισημαίνοντας τα λείψανα τριών διαδοχικών φάσεων με μεσοελλαδική και πρωτοελλαδική κεραμική στα βαθύτερα στρώματα. Ανάσκαψε επίσης το 1966, στη γειτονική Νήλεια (Πευκάκια Βόλου ή Ταρσανά),επιβεβαιώνοντας τη στρωματογραφία της Ιωλκού. Με τη συνέχιση των ανασκαφών (1960-1961) στον οικισμό της Ιωλκού, έξω από το ανάκτορο, ανέδειξε τέσσερις αρχιτεκτονικές φάσεις της πρωτογεωμετρικής εποχής. Η στρωματογραφία αυτή δείχνει τη σπουδαιότητα της Ιωλκού. Ακολούθησαν πέντε επίσης αρχιτεκτονικές φάσεις της προηγούμενης υστεροελλαδικής ΙΙΙ εποχής, που έδειξαν την ομαλή διαδοχή και επαφή δύο κρίσιμων χρονικών περιόδων για την Ιωλκό.Στις ανασκαφές αυτές βοηθήθηκε και από τη σύζυγό του Μαρία Παπαδοπούλου-Θεοχάρη και τον Γιώργο Χουρμουζιάδη.

Σε άλλες έρευνες στη Θεσσαλία, όπως στα Τρίκαλα (μυκηναϊκή κεραμική), στη Καρδίτσα (θολωτός τάφος), στο Μέγα Μοναστήρι (νεκροταφείο μυκηναϊκών θαλαμοειδών τάφων), στην Όσσα (κτιστοί θαλαμοειδής τάφοι), στην περιοχή των Φαρσάλων (κτιστοί θαλαμοειδής τάφοι), στα Φίλια (μυκηναϊκή κεραμική και λείψανα οικημάτων κ.α.) που έδειξαν την έκταση του μυκηναϊκού πολιτισμού στη Θεσσαλία, η οποία ως τότε (1956) θεωρούνταν ως "μυκηναϊκή αποικία" και μάλιστα περιορισμένη στο μυχό του Παγασητικού κόλπου.

Αποφασιστική έρευνα στη γνώση της γεωγραφικής κατανομής της νεολιθικής και της επέκτασης μερικών σπουδαίων φάσεών της, καθώς και στη διαπίστωση άμεσης επικοινωνίας και ανταλλαγής προϊόντων ανάμεσα στους νεολιθικούς οικισμούς, είχαν και οι δοκιμαστικές έρευνες που έγιναν επίσης στη Σουφλί Μαγούλα, στο Γεντίκι Λάρισας, στη Νεσσωνίδα, στο Αχίλλειο Φαρσάλων.

Μυκηναϊκά λείψανα (ΥΕ ΙΙ-ΙΙΙ) που επέτρεψαν να γίνει αναδρομή στην ομηρική μνεία στο Τέμενος της Δήμητρας, ανακαλύφθηκαν με την ανασκαφή στην Πύρασο (σημερινή Νέα Αγχίαλος).

Η περιορισμένη ανασκαφή (1969-1971) στην αρχαία Αλόννησο (Άγιος Πέτρος στο νησάκι της Κυρά-Παναγιάς) έδωσε επίσης πολύ σημαντικά δείγματα της αρχαιότερης νεολιθικής στο χώρο του Αιγαίου και ασφαλείς ενδείξεις για τις επικοινωνίες και τις ανταλαγές προϊόντων και το εμπόριο με τα μικρασιατικά παράλια, αλλά και με την περιοχή του Παγασητικού. 

Στη Βόρεια Ελλάδα, ο Δημήτρης Θεοχάρης, σε δύο ανασκαφικές περιόδους, το 1961 και το 1967 διεύθυνε τον ελληνικό τομέα των ανασκαφών στο προϊστορικό συνοικισμό "Ντικιλί Τας",με τη συνεργασία των: Μαρίας Θεοχάρη, Κατερίνα Ρωμιοπούλου, Χάιδω Κουκούλη, Καλλιόπη Νικολαΐδου (1961) και Αθανάσιο Τζιαφάλια (1967) και με επικεφαλής των γαλλικών αποστολών τον Jean Deshayes (1961 & 1987).

Πηγή και περισσότερα...Wikipedia


Από το in.gr

Στις 2 Δεκεμβρίου 1977 έφυγε από τη ζωή, συνεπεία καρδιακής προσβολής, ο διαπρεπής αρχαιολόγος Δημήτρης Θεοχάρης, σε ηλικία μόλις 58 ετών.
Ο Θεοχάρης, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1919 (οι γονείς του κατάγονταν από τη Σκύρο), φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε το πτυχίο του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας το 1948.
Αφού εργάστηκε στις ανασκαφές της Αρχαίας Αγοράς, της Βραυρώνας και του Αγίου Κοσμά, εισήλθε κατόπιν διαγωνισμού στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, το 1950.
Υπηρέτησε ως επιμελητής αρχαιοτήτων στην Αττική (1950-1954) στην Εύβοια (1955) και στη Θεσσαλία (1956-1961), όπου συνέχισε να υπηρετεί και ως έφορος (έως το 1973).
Μετεκπαιδεύτηκε επί δύο έτη στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Αγγλία.
Το 1968 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ με τη διατριβή του «Η Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας».
Το 1973 εξελέγη καθηγητής Γενικής Ιστορίας της Τέχνης του Τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης και το 1975 καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.
Μέσα στο πλαίσιο των λοιπών δραστηριοτήτων του (συμμετοχή σε επιστημονικά σωματεία και εταιρείες, διαλέξεις, ανακοινώσεις, επιστημονικές δημοσιεύσεις, αρθρογραφία κ.ά.), αξιοσημείωτη υπήρξε η ενασχόληση του Θεοχάρη με τη συλλογή λαογραφικού υλικού στις περιοχές όπου πραγματοποιούσε ανασκαφές (προπάντων στο Σέσκλο και στη Σκύρο).
Η ανασκαφική και ερευνητική δραστηριότητα του Θεοχάρη εντοπίζεται στην Αττική, στην Εύβοια, στη Σκύρο, στη Θεσσαλία (κορυφαίο έργο του, η ανασκαφή του Σέσκλου) και στη Βόρεια Ελλάδα.
Με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από το θάνατο του Θεοχάρη, το 1987, είχε πραγματοποιηθεί στο Βόλο διεθνές συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία.

Στο εν λόγω συνέδριο, το οποίο είχε αφιερωθεί στη μνήμη του αξέχαστου δασκάλου και πρωτοπόρου μελετητή της προϊστορίας, είχαν περιληφθεί –πέραν των δεκάδων ανακοινώσεων– ομιλίες που αφορούσαν την προσωπική ζωή, το επιστημονικό έργο, τη σκέψη και τους προβληματισμούς του Θεοχάρη, ώστε να καταστεί ευρύτερα και καλύτερα γνωστή η προσωπικότητα του εκλιπόντος.

Όσα ακολουθούν είναι αποσπάσματα από την ομιλία που είχε εκφωνήσει ο αείμνηστος καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Γεώργιος Χουρμουζιάδης (1932-2013), ο ανασκαφέας του Δισπηλιού Καστοριάς (η ομιλία του έφερε τον τίτλο «Θεοχάρης ο πρωτοπόρος»):

Ω το Λεβέντη του Μεσολογγιού μας
τον ήλιο της αυγούλας μου ζωής
και να μετρώ και να ’ναι ο Τάκη-Πλούμας
τριάντα τρία χρόνια μες στη γης…

Επιτρέψτε μου, Κυρίες και Κύριοι, ν’ αρχίσω την ομιλία μου αυτή σε ένα επιστημονικό συνέδριο με τους στίχους ενός παραδοσιακού ποιητή. Κι αυτό δεν το κάνω, γιατί, όταν μιλάς για έναν νεκρό, αισθάνεσαι βαρύ το συναίσθημα και πιεστική τη συγκίνηση. Ούτε πάλι διάλεξα ν’ αρχίσω με τους στίχους ενός ποιητή, γιατί ξέρω πως είναι πιο βαρύ το συναίσθημα και πιο πιεστική η συγκίνηση, όταν νεκρός για τον οποίο μιλάς ήταν κάποτε δάσκαλος πολύτιμος και ανεκτίμητος φίλος. Διάλεξα ν’ αρχίσω με τους στίχους ενός ποιητή, γιατί τον Θεοχάρη τον έδεναν με την Αρχαιολογία δεσμοί ποιητικοί. Έρχονταν στιγμές, και ήταν πολλές αυτές οι στιγμές, που αναχωρούσε, για να κλειστεί στο αγαπημένο του Σέσκλο, και να μείνει εκεί μονάχος απέναντι στην προσωπική του έμπνευση. Μονάχος απέναντι στον ψίθυρο των αρχαιολογικών πραγμάτων, που για τον αξέχαστο ερευνητή δεν ήταν ακατάληπτος και άναρθρος. Ο ψίθυρος αυτός ήταν λόγος συγκεκριμένος, ήταν ομολογία των πραγμάτων ιστορική. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεοχάρης κατόρθωνε αναχωρώντας να είναι παρών. Γιατί αυτές οι αναχωρήσεις του δεν ήτανε σιωπές, ήτανε χείμαρρος λόγου. Ούτε ήτανε φυγές φόβου, ήτανε στην ουσία τους ασκήσεις σπάνιας τόλμης μπροστά στη μοναξιά και στον επερχόμενο θάνατο, που τον τελευταίο καιρό τον υποπτευόταν. Του ανήκουν λοιπόν οι στίχοι του ποιητή, όχι γιατί μόνο με την ποίηση μπορείς να εγκωμιάσεις ή απλά να θρηνήσεις πιο θερμά αυτούς που αγαπούσες και έφυγαν ξαφνικά. Αλλά γιατί η ποίηση είναι δικαίωμα και κατάκτηση που πραγματώνεται μέσα στη σχέση της έρευνας. Μια σχέση ερωτική με το «άλλο», το οποιοδήποτε «άλλο». Και ο Θεοχάρης ήταν ένας κατεξοχήν ερωτικός αρχαιολόγος.
Η ουσιαστική αρχαιολογική δράση του Θεοχάρη αρχίζει με την ανασκαφή στο Σέσκλο. Είναι μια δράση που δεν ορίζεται ως ένα τυπικό χρονικό ευρηματολογικών εντυπώσεων. Της λείπουν και οι λαμπαδοφορίες και τα κρουστά επινίκια. Γι’ αυτό ορίζεται μόνο και αποκλειστικά ως επίπονη αναζήτηση της ουσίας ευτελών και μηδαμινών πραγμάτων, που συνιστούν, στην έσχατη ανάλυσή τους, το πικρό κουκούτσι της ιστορίας. Ορίζεται ακόμη ως επίπονη προσπάθεια για τη διατύπωση μιας ερμηνείας. Ο Θεοχάρης, με άλλα λόγια, δεν ήταν ο εξειδικευμένος συλλέκτης αρχαιολογικών ευρημάτων. Ήταν όμως μέσα στην ηρεμία της φυγής και της σιωπής του ο πρώτος. […]
[…] Η θεωρία του Θεοχάρη δεν πήρε ποτέ την τελική της μορφή. Δεν απέκτησε ποτέ τη δική της αυτονομία. Έμεινε μέχρι την τελευταία στιγμή ένας ευέλικτος, μαλακός ιστός στο γραπτό και τον προφορικό του λόγο. Ήταν εξάλλου το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του Θεοχάρη αυτή η ευελιξία που τη χρησιμοποιούσε πότε για να μη σε πληγώσει και πότε για να μην τον πληγώσεις εσύ. Έτσι έμεινε η θεωρία αυτή, που ποτέ δεν διατυπώθηκε ολοκληρωμένη, να διαποτίζει το έργο του και να το εμπλουτίζει με μια αδιατάρακτη δυναμική, που δυστυχώς δεν έζησε ο ίδιος να την αξιοποιήσει. Το ότι όμως ο Θεοχάρης δεν πρόλαβε ή δε θέλησε να διατυπώσει σε αυτοτελή μορφή όλες τις θεωρητικές του θέσεις για τα ερμηνευτικά προβλήματα της προϊστορίας, αυτό δε σημαίνει πως αυτές οι θέσεις δεν είχαν πάρει και τη μορφή μιας πρότασης. Όχι. Ο Θεοχάρης χρησιμοποίησε πολλές φορές τις θέσεις του αυτές, για να προτείνει με αρκετή καθαρότητα έναν άλλον τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων. Έναν τρόπο απαλλαγμένο από τη μηχανιστική πρακτικότητα μιας σειράς θεωριών, που ήταν σε θέση να βγάζουν από το ερμηνευτικό αδιέξοδο την αρχαιολογική έρευνα, δεν κατόρθωναν όμως να ξεφύγουν από τη συμβατικότητα των προτάσεών τους, που δεν μπορούσε να αντιστοιχεί με την αντικειμενική γνώση.
[…]
Μέσα στο έργο του Θεοχάρη υπάρχουν τα στοιχεία εκείνα που τον αναδείχνουν ως τον πρώτο εκφραστή της «Νέας Αρχαιολογίας» στην Ελλάδα. Συνδυάζει την πίστη στην αποδεικτικότητα των εμπειρικών δεδομένων με την πίστη στην πολιτιστική δύναμη της ανάγκης, ως λειτουργικού πυρήνα. Δέχεται τη συστημική σχέση των πραγμάτων μέσα στο προϊστορικό υλικό. Πιστεύει στην παρεμβατική σημασία του περιβάλλοντος και τονίζει την ανάγκη για τη διεπιστημονική συνεργασία. Αυτά όμως είναι και τα θεμέλια της «Νέας Αρχαιολογίας». Είναι αλήθεια πως ο Θεοχάρης δε μιλούσε ποτέ γι’ αυτήν. Δεν την είχε γνωρίσει, όπως αυτή είχε διατυπωθεί στην καθαρή θεωρητική μορφή της από τα πρώτα άρθρα του Binford και των άλλων εκπροσώπων της αμερικάνικης Αρχαιολογίας. Έτσι, εμείς οι άλλοι, που ήρθαμε ύστερα από αυτόν και αποφασίσαμε να κάνουμε μια συστηματική ανακοίνωση και διάδοση των θεωρητικών απόψεων της «Νέας Αρχαιολογίας» και να διατυπώσουμε την ελληνική παραλλαγή της, δυστυχώς δεν τον έχουμε ανάμεσά μας. Μιλούμε όμως πολύ συχνά γι’ αυτόν. Θέλουμε να τον μιμηθούμε. Ποτέ όμως δεν ξεχνούμε και ούτε θα το ξεχάσουμε πως όλοι εμείς και όλοι οι άλλοι ύστερα από μας θα είναι οι δεύτεροι. Αυτός ήταν ο πρωτοπόρος.

*Το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει το παρόν άρθρο, καθώς και τα αποσπάσματα της ομιλίας του Χουρμουζιάδη, προέρχονται από τον τόμο των Πρακτικών του προαναφερθέντος συνεδρίου εις μνήμην του Δημήτρη Θεοχάρη («Διεθνές συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη του Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη», έκδοση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 1992).
 

.  .  .

Δεν υπάρχουν σχόλια: