Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Πάνος Τσολάκος - Ο θείος μου ο Νότης (1934-2024 ): Κεραμίστας - Γλύπτης - Σχεδιαστής Faenza, Italia


ΑΘΑΝΑΤΟΣ!!!
Στις 29 Φλεβάρη 2024 έφυγε ο θείος Νότης Τσολάκος ή Panos όπως τον προσφωνούσαν στο εξωτερικό. 
Μόνιμος κάτοικος, από πολλές δεκαετίες, της Faenza, Ιταλίας. 
Αφιέρωμα για το θάνατό του σε Ιταλική εφημερίδα... 
 -Il cordoglio per la morte di Panos.
"Se ne va un pezzo della nostre storia".
Ci ha lasciato nel mezzo della festa come una vera rockstar.
-Συλλυπητήρια για τον θάνατο του Πάνου.
«Ένα κομμάτι της ιστορίας μας έχει φύγει».
Μας άφησε στη μέση του πάρτι σαν πραγματικός ροκ σταρ-
Τι ωραίοι τίτλοι για τον μεγάλο κεραμίστα!
Οι Ιταλοί τον θεωρούν μέρος της ιστορίας τους!
Περήφανος για τον Πάνο!!!


Ο Πάνος Τσολάκος (ο θείος Νότης)

Μια συγγενική και πολιτιστική μνήμη

Ο Πάνος Τσολάκος, γνωστός στην οικογένειά μας ως θείος Νότης, ήταν πρώτος ξάδελφος της μητέρας μου. Η μητέρα του, η Ανέζω, και η γιαγιά μου, η Μαρίκα, ήταν αδελφές. Ο πατέρας του, Αναστάσιος Τσολάκος, εργαζόταν στο Δημόσιο Ταμείο, και η οικογένεια ζούσε με απλότητα και αρχές. Είχε μία αδελφή, τη Βασιλική (Κική)Δυστυχώς, δεν αξιώθηκα να τον γνωρίσω από κοντά. Ωστόσο, μέσω διηγήσεων και οικογενειακών μνημών, νιώθω πως τον γνώρισα κάπως. Η μητέρα μου μού έλεγε πως, στα εφηβικά του χρόνια, έκανε παρέα με τον Δημήτρη Μυταρά, τον μετέπειτα γνωστό ζωγράφο, καθώς και με τον Κώστα Καζάκο. Και οι τρεις ονειρεύονταν να γίνουν ηθοποιοί. Τελικά, μόνο ο Καζάκος ακολούθησε αυτή την πορεία. Ο θείος Νότης είχε έμφυτη καλλιτεχνική κλίση, ιδίως στην αγγειοπλαστική. Η μητέρα μου θυμόταν χαρακτηριστικά πώς παιδί ακόμα, περπατούσε στις ακτές της Χαλκίδας και μάζευε βότσαλα, κοχύλια και κάθε λογής φυσικά υλικά που τον ενέπνεαν.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, άρχισε να συμμετέχει σε ομαδικές εκθέσεις, και οι εφημερίδες της εποχής τον περιέγραφαν ως έναν νέο, πολλά υποσχόμενο κεραμίστα. Σε ένα απόκομμα της εφημερίδας Αυγή, διασώζεται κριτική έκθεσης που πραγματοποίησε μαζί με τον ζωγράφο και χαράκτη Χρίστο Δαγκλή, στην αίθουσα της “Αρχιτεκτονικής”.

Ο Πάνος Τσολάκος είναι ένας από τους πρωταγωνιστές εκείνου του αποφασιστικού περάσματος που, στην ιταλική μεταπολεμική περίοδο, είδε την τέχνη της κεραμικής να κατακτά έναν ρόλο ισάξιο με άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης. Αλλά με μια ιδιαιτερότητα: στον Τσολάκο η αταβιστική και προγονική μνήμη ακόμη και της μικρότερης δυνατής λειτουργίας παραμένει ακόμα και όταν η τυπική έρευνα προχωρά προς την αφαίρεση και τους πιο αγνούς και απόλυτους ογκομετρικούς συνδυασμούς. Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά που χαρακτηρίζει την έρευνά του από τις αρχές της δεκαετίας του '60, όταν, έχοντας φτάσει στο Ινστιτούτο Τέχνης Faenza, γνώρισε τον Carlo Zauli και, μαζί του, ένα κλίμα γλυπτικής ανανέωσης που είχε ήδη ξεκινήσει από τον Guido Gambone. Νέες μορφές και νέα υλικά. Όχι πλέον διακοσμημένη μαγιολική αλλά κεραμική: ένα υλικό σχεδόν άγνωστο στον χώρο της Μεσογείου που άνοιξε σε νέες περιπέτειες σε ένα αρχαϊκό παρελθόν, ανάμεσα στην προσοχή στην κυκλαδική, κρητική ή την τέχνη της Άπω Ανατολής, αλλά και σε ένα μέλλον γεμάτο συνεργασίες με το design και την αρχιτεκτονική. Για αυτόν τον λόγο, ο Τσολάκος δεν στρέφεται μόνο προς τη Φαέντζα αλλά και προς το Πέζαρο, όπου κατασκευάζεται το Εργαστήριο που ήθελαν οι Nanni Valentini και Franco Bucci για να ξεκινήσει μια σειριακή παραγωγή αντικειμένων χρήσης που είναι επίσης προσεκτική στα υλικά και στις υψηλότερες αισθήσεις μιας λαϊκής παράδοσης: μια σανίδα σωτηρίας από την εφήμερη διαδοχή των μόδων. Μεταξύ αυτών των δύο πόλων - γλυπτικής και design - ο Τσολάκος δεν επιλέγει, αλλά μάλλον συγχωνεύει και εξιδανικεύει τα καλύτερα παραδείγματα της μίας και της άλλης τάσης: είναι γλύπτης μέσω αντικειμένων και σχεδιαστής μέσω των πιο αγνών μορφών, σχεδόν χωρίς διακοπή.
Ο Τσολάκος έχει συνεργαστεί έντονα με τους αναδυόμενους, μελλοντικούς πρωταγωνιστές της αρχιτεκτονικής σκηνής του Τιτσίνο και έχει παίξει ηγετικό ρόλο στην IRIS Ceramica με έργα πλακιδίων που χαρακτηρίζονται από μια αυστηρή αλλά όλκιμη γραμμικότητα. Η ισχυρή ιδέα του Τσολάκου είναι να ξεπεράσει τον παραδοσιακό υποκειμενισμό και τα συγγραφικά επίθετα υπέρ ενός είδους εκφραστικής αντικειμενικότητας που αυξάνεται από τον υποκριτικό ρόλο της φωτιάς. Οι παραμορφώσεις, οι χρωματικές παραλλαγές και οι σταγόνες όχι μόνο γίνονται αποδεκτές, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, προκαλούνται για να δώσουν στο καλλιτεχνικό αντικείμενο τα σημάδια της δικής του εσωτερικής ζωντάνιας που αποπνέει και ξεπερνά ένα βασικό σχέδιο που είναι επίσης κατάλληλο. Βυθιζόμενος αυθόρμητα στον αρχαϊκό κόσμο, ο Τσολάκος έχει προσφέρει νεωτερικότητα, ανανεώνοντάς τες, τις ανακαλυφθείσες αισθήσεις της ευγενέστερης απλότητας.
Το 2009 εξέθεσε στην έκθεση «I maestri del Concorso», συνοδεία του 56ου Premio Faenza. Διεθνούς διαγωνισμού σύγχρονης κεραμικής τέχνης, μαζί με τον Alfonso Leoni και τον Ken Eastman. Κάθε ένας από τους καλλιτέχνες παρουσιάστηκε στον κατάλογο με ένα σύντομο κείμενο γραμμένο από τον Franco Bertoni, ειδικό στις συλλογές Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης του Διεθνούς Μουσείου Κεραμικής στη Faenza.

Βραβεία:
1964: Βραβείο του Υπουργείου Δημόσιας Παιδείας, στον 22ο Διεθνή Διαγωνισμό Κεραμικής Τέχνης στη Faenza.
1966: Χρυσό Μετάλλιο στον 24ο Εθνικό Διαγωνισμό Κεραμικής Faenza
1967: Χρυσό Μετάλλιο στον 25ο Διεθνή Διαγωνισμό Κεραμικής Faenza.
1969: Βραβείο από το Υπουργείο Βιομηχανίας και Εμπορίου (απαιτείται μόνο για εγγεγραμμένους τεχνίτες κεραμίστες) στον 27ο Διεθνή Διαγωνισμό Κεραμικής Τέχνης Faenza.
1970: Βραβείο από το Υπουργείο Βιομηχανίας, Εμπορίου και Βιοτεχνίας (ex aequo) στον XXVIII Διεθνή Διαγωνισμό Σύγχρονης Κεραμικής Τέχνης.
1971: Βραβείο Faenza στον 29ο Διεθνή Διαγωνισμό Κεραμικής Faenza.

Pano Tsolako – Ένας "άγριος ποιητής" της σύγχρονης κεραμικής

Ο Πάνος Τσολάκος (1938–2024), γεννημένος στη Χαλκίδα, δεν ήταν απλώς ένας κεραμίστας· υπήρξε ένας δημιουργός με βαθιά αυθόρμητη σχέση με την ύλη και έναν εκρηκτικό εσωτερικό ρυθμό που καθοδηγούσε τη δουλειά του, πέρα από σχολές και στυλιστικά συστήματα. Η είσοδός του στη Φλωρεντία και η μετέπειτα εγκατάστασή του στη Φαέντσα το 1960, στο απόγειο της μεταπολεμικής αναγέννησης της ιταλικής κεραμικής, συνέπεσε με μια περίοδο όπου η κεραμική δεν ήταν πια διακοσμητική τέχνη, αλλά λόγος. Και ο Τσολάκος, είχε φωνή.

Γλώσσα ύλης και μορφής

Το έργο του διακρίνεται για την οργανική, συχνά αδρή, σχεδόν ωμή μορφογένεση. Δεν επιδίωξε την τελειότητα· επιδίωξε την ένταση. Συχνά άφηνε έργα ημιτελή — όχι από αδυναμία, αλλά από την πεποίθηση ότι η έκφραση προηγείται της ολοκλήρωσης. Η δουλειά του φέρει τα σημάδια αυτής της διαδικασίας: τυχαία σπασίματα, εκρήξεις υαλώματος, γεωμετρίες σε κρίση.

Το ύφος του συνομιλεί με τις μεταπολεμικές διεθνείς τάσεις, ειδικά με τον ενστικτώδη εξπρεσιονισμό κεραμιστών όπως ο Peter Voulkos ή ο Shoji Hamada, αλλά και με την αρχέγονη χειρονομία των αρχαϊκών ελληνικών κεραμικών. Η δουλειά του διατηρεί μια βυζαντινή χρωματική παλέτα, με βάθος και μεταλλικές τονικότητες, μακριά από τη φωτεινή λαμπρότητα της μεσογειακής σχολής.

Η Φαέντσα ως μήτρα και καθρέφτης

Η βράβευσή του με το Premio Faenza το 1971 δεν ήταν απλώς επιτυχία· ήταν αναγνώριση από τον αυστηρότερο κύκλο κεραμικής στην Ευρώπη. Η Φαέντσα είναι αυστηρή με όσους την πλησιάζουν. Ο Τσολάκος δεν την πλησίασε, την κατέκτησε. Έγινε ένα με το πολιτιστικό της σώμα — όχι μόνο ως καλλιτέχνης, αλλά ως αντικέρ, συλλέκτης, στοχαστής του χρόνου και της ύλης.

Θέση στον Κανόνα

Αν και δεν αναζήτησε ποτέ τη δημοσιότητα, ο Τσολάκος αξίζει να σταθεί στο ίδιο πεδίο με προσωπικότητες όπως οι Lucie Rie, Hans Coper, Carlo Zauli, ή και ο Gambone στην Ιταλία. Η διαφορά του; Ήταν αυτόνομος. Δεν δημιούργησε "σχολή", δεν υπήρξε ακαδημαϊκός – υπήρξε μοναχικός μάγος της ύλης, ένας που άφηνε τα έργα του να "αυτοαναφλέγονται" πάνω στον πηλό.

Καλλιτεχνική παρακαταθήκη

Η σημασία του έργου του δεν περιορίζεται στην κεραμική. Ο Τσολάκος ανοίγει τη συζήτηση για την ελευθερία της φόρμας, για τον πηλό ως ψυχική καταγραφή, όχι διακοσμητικό μέσο. Τα έργα του αξίζουν να ενταχθούν σε μουσεία σύγχρονης τέχνης – όχι μόνο σε συλλογές κεραμικής – διότι το έργο του είναι γλυπτική που ανασαίνει.

Συμπερασματικά

Ο Πάνος Τσολάκος, στην πλήρη αξιολόγηση της πορείας του, ανήκει στους σημαντικούς Ευρωπαίους κεραμίστες του 20ού αιώνα. Ήταν αυθεντικός, ασυμβίβαστος, βαθιά ποιητικός. Το έργο του αξίζει όχι μόνο να εκτεθεί, αλλά και να μελετηθεί — ως κληρονομιά και πρόκληση για τις επόμενες γενιές δημιουργών.

Born in a seaside town in Greece, Chalkida, he distinguished himself from an early age by his volcanic temperament and creativity. Enamoured of freedom of choice and his own desire to emerge, after his first successes in his homeland, in his early twenties, he left for Paris with a scholarship, a city he soon abandoned for his beloved Italy. He arrived in Faenza in 1960 and it was love at first sight. He lived in this city until his death in February this year, an adopted Faentine, much loved in the city where he was a ceramist and Faenza Prize winner (1971), an ‘antiquarian’ and also a farmer on his wife’s farm. During the period in which he was an antiquarian, he showed great interest in high period sculptures of which he loved the idea more than the finished form because he too had a prerogative whereby he often began but did not finish, due to an excess of creativity, works and works’. 
Franca Serena Feriani

«Γεννημένος σε μια παραθαλάσσια πόλη της Ελλάδας, τη Χαλκίδα, ξεχώρισε από νωρίς για τον εκρηκτικό του χαρακτήρα και τη δημιουργικότητά του. Ερωτευμένος με την ελευθερία της επιλογής και την επιθυμία του να αναδειχθεί, μετά τις πρώτες του επιτυχίες στην πατρίδα του, σε ηλικία λίγο πάνω από είκοσι ετών, έφυγε για το Παρίσι με υποτροφία — μια πόλη που σύντομα εγκατέλειψε για την αγαπημένη του Ιταλία. Έφτασε στη Φαέντσα το 1960 και ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Έζησε σε αυτή την πόλη μέχρι τον θάνατό του, τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, ένας υιοθετημένος Φαεντίνος, ιδιαίτερα αγαπητός στην πόλη όπου υπήρξε κεραμίστας και βραβευμένος με το Βραβείο Φαέντσα (1971), αντικέρ και επίσης αγρότης στο αγρόκτημα της συζύγου του. Κατά την περίοδο που ασχολήθηκε με την αντικερί, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για γλυπτά παλαιών εποχών, τα οποία αγαπούσε περισσότερο ως ιδέα παρά ως ολοκληρωμένες μορφές — καθώς και ο ίδιος είχε την ιδιαιτερότητα να ξεκινά συχνά έργα χωρίς να τα ολοκληρώνει, εξαιτίας της περίσσειας δημιουργικότητας.»

Franca Serena Feriani


Μια πρόσφατη έκδοση περιλαμβάνει έργα του Πάνου Τσολάκου. Στο πλαίσιο του αφιερώματος με τίτλο «Panos Tsolakos. Faenza 1960–2024», το οποίο διοργανώθηκε από το Διεθνές Μουσείο Κεραμικής (MIC) της Φαέντσα, το Καλλιτεχνικό Λύκειο Torricelli Ballardini, το ISIA Faenza και το Μουσείο Carlo Zauli, προγραμματίστηκε η παρουσίαση μιας μικρής έκδοσης που τεκμηριώνει ολόκληρο το έργο. ravennatoday.it+9artsupp.com+9arte.go.it+9

Η έκδοση αυτή αναμένεται να παρουσιαστεί σε εκδήλωση στο τέλος του 2024, στο Μουσείο Carlo Zauli της Φαέντσα. Θα περιλαμβάνει έργα του Τσολάκου, καθώς και δημιουργίες φοιτητών που συνεργάστηκαν μαζί του, όπως η μόνιμη κεραμική εγκατάσταση Caleidos, η οποία παρουσιάστηκε το 2023 στο Καλλιτεχνικό Λύκειο της Φαέντσα. Il Resto del Carlino

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαθεσιμότητα της έκδοσης, μπορείς να επικοινωνήσει κανείς με το MIC Faenza ή το Μουσείο Carlo Zauli μέσω των επίσημων ιστοσελίδων τους:

 
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '60 κατόπιν υποτροφίας πήγε στο Παρίσι όπου διέμεινε επί διετία. Η ζωή τα έφερε να εγκατασταθεί στη μητρόπολη της κεραμικής τέχνης Faenza της Βόρειας Ιταλίας όπου και αναδείχθηκε σε πασίγνωστο κεραμίστα παγκοσμίως. Το 1971 απέκτησε το Βραβείο Faenza με το έργο "Μεγάλες πλαστικές φόρμες σε καφέ και λευκό". 
Πολλοί Έλληνες κεραμίστες κατά την διαδρομή των σπουδών τους έχουν περάσει από το εργαστήριο του θείου Νότη,έχουν πάρει τις συμβουλές και έχουν δει τον τρόπο εργασίας του.
Ζει μόνιμα εκεί από τότε...

Nato a Chalkis (Grecia) nel 1934 Panos Tsolakos compie gli studi classici nella sua città e compie le sue prime esperienze ceramiche realizzando alcuni lavori, ispirati a Picasso, in una fornace locale.
Successivamente si trasferisce in Francia dove nel 1960 vince una borsa di studio che lo porta a Faenza a frequentare i corsi di ceramica all'Istituto G. Ballardini.
Alternandosi tra lo studio di Carlo Zauli a Faenza e la manifattura ceramica pesarese di Franco Bucci realizza un'interessante produzione in grès con la quale partecipa, intorno alla metà degli anni Sessanta ai concorsi di Cervia, Gualdo Tadino e Gubbio.
Nel 1968 apre a Faenza un laboratorio proprio dove accanto alla produzione scultorea affianca una serie di lavori prodotti in piccola serie.
Nel 1971 ottiene il Premio Faenza con l'opera "Grandi forme plastiche in bruno e bianco".

Γεννημένος στη Χαλκίδα το 1934, ο Πάνος Τσολάκος ολοκλήρωσε τις κλασικές του σπουδές στην πόλη του και έκανε τις πρώτες κεραμικές του εμπειρίες δημιουργώντας κάποια έργα, εμπνευσμένα από τον Πικάσο, σε έναν τοπικό κλίβανο.
Αργότερα μετακόμισε στη Γαλλία, όπου το 1960 κέρδισε μια υποτροφία που τον οδήγησε στη Faenza για να παρακολουθήσει μαθήματα κεραμικών στο Ινστιτούτο G. Ballardini.
Εναλλακτικά μεταξύ του στούντιο Carlo Zauli στη Faenza και του Franco Bucci με βάση την κεραμική κατασκευή του Pesaro, δημιούργησε μια ενδιαφέρουσα παραγωγή κεραμικών με την οποία συμμετείχε στους διαγωνισμούς Cervia, Gualdo Tadino και Gubbio στα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Το 1968 άνοιξε ένα εργαστήριο στη Faenza όπου, παράλληλα με τη γλυπτική του παραγωγή, πλαισίωσε μια σειρά έργων που παράγονται σε μικρές σειρές.
Το 1971 απέκτησε το Βραβείο Faenza με το έργο "Μεγάλες πλαστικές φόρμες σε καφέ και λευκό".



Από αριστερά: Κώστας Παππής-Γεωργίου, Χρήστος Αμανατίδης,Δημήτρης Μυταράς και πίσω ο ασπρομάλλης Πάνος(Νότης) Τσολάκος. 
Φίλοι όλοι από τα παλιά.


1989. Στα φετεινά του 85 γενέθλια!


Panos Tsolakos in conversazione con Franco Bertoni (Italiano) Copertina flessibile
(Πάνος Τσολάκος σε συνομιλία με τον Φράνκο Μπερτόνι (Ιταλικά) Χαρτόδετο)

           

 Έργα του
 .........










Una pubblicazione che dà modo di conoscere meglio Panos Tsolakos, uno dei protagonisti del rinnovamento ceramico avvenuto a Faenza negli anni Sessanta e Settanta, vincitore del Concorso Internazionale della Ceramica d’ arte del 1971 e di numerosi e prestigiosi altri riconoscimenti in Italia ed all’estero. “Panos Tsolakos in conversazione con Franco Bertoni” è il libro (pubblicato da Edit Faenza) che viene presentato mercoledì 24 novembre 2004 (alle ore 18.00) nella sala convegni del Museo Internazionale delle Ceramiche.
Nella conferenza, organizzata dal Museo Internazionale delle Ceramiche in Faenza, con il sostegno della Fondazione Banca del Monte e Cassa di Risparmio Faenza, accanto a all’artista Panos Tsolakos e a Franco Bertoni, esperto delle collezioni moderne del Museo delle Ceramiche, sono previsti gli interventi di Dante Stefani e Jadranka Bentini, presidente e direttore del M.I.C., Donatella Callegari, assessore alla Cultura Faenza, Pier Giorgio Bettoli, presidente della Fondazione Banca del Monte e Cassa di Risparmio Faenza, Claudio Spadoni, storico dell’arte.
Franco Bertoni, ha impostato in forma di intervista il testo che, spiega “oltre che a collocare i primi punti di riferimento nell'intensa attività di Panos Tsolakos in attesa di un’ auspicata monografia, ha il pregio di ripercorrere, sul filo della memoria di un protagonista, personaggi e eventi di un felice momento delle storia artistica e ceramica faentina che si è svolto sotto il segno di un dialogo con il più ampio mondo della cultura internazionale e di un’ originale e innovativa ricerca tecnica e formale.”

Colloquiando con l’artista, si ritorna al periodo in cui mentre era ancora alto e vigoroso il magistero di Angelo Biancini che aveva dato nuovi orizzonti ai destini della ceramica assimilandola a una produzione più propriamente scultorea, una nuova generazione iniziava a dimostrare una certa insofferenza nei confronti del repertorio essenzialmente figurativo, e procedeva, parallelamente, sia ad indagare le possibilità espressive offerte da un materiale quale il grès, sia a dimostrare maggiori attenzioni verso le correnti artistiche filiate dell’Astrazione e dall' Informale.
Carlo Zauli e Panos Tsolakos sono stati, a Faenza, i maggiori interpreti di questa tendenza: grande fu l'urto che il grès provocò nella tradizione ceramica faentina dove significava trasgredire alle radicate concezioni e prassi di una ceramica quasi esclusivamente come oggetto domestico; maiolica e decoro. “Il "brutalismo" materico del grès” aggiunge Bertoni “veniva certamente da lontano, nel tempo e nello spazio, ma si dimostrò la carta vincente per artisti che seppero declinare una nuova sensibilità espressiva in sculture, oggetti unici e, industrial design tramite le loro collaborazioni con alcune tra le più importanti aziende produttrici di piastrelle del periodo. La ricerca condotta sul grès nella Faenza degli anni Cinquanta e Sessanta coinvolse il Laboratorio Tecnologico dell'Istituto d' Arte diretto da Tonito Emiliani che fornì tecnici qualificati alle maggiori industrie italiane, lo studio di Zauli, partito sul solco della maiolica, e l'atelier di Panos Tsolakos che si dedicò fin dall'inizio a questo materiale.”
La centralità del grès per gli sviluppi della ricerca ceramica italiana di quegli anni è attestata sia dalle coeve esperienze svolte in area pesarese e veneta, se pur con esiti e intenti diversi, sia dall'attrazione esercitata da Faenza nei confronti di artisti, collezionisti, critici d'arte, galleristi, aziende e studenti provenienti da tutta Europa e dal mondo e richiamati in questa città proprio per le ricerche tecniche e artistiche che vi si stavano conducendo. Anche il Concorso Internazionale della Ceramica e il Museo Internazionale delle Ceramiche hanno rivestito un ruolo non secondario in questa vicenda, premiando e accogliendo nelle collezioni permanenti opere realizzate quasi esclusivamente in grès nel periodo che va dal 1961 al 1973.
PANOS TSOLAKOS
Nasce a Chalis, in Grecia, nel 1934 ed è qui che apprende le prime rudimentali nozioni sulla tecnica della ceramica dagli artigiani del luogo. Dopo gli studi classici, e la partecipazione, nel 1958, alle esposizioni di Ostenda e Gmunden, soggiorna per breve tempo a Parigi.
Nel 1960 vince una borsa di studio per l’Italia e si trasferisce a Faenza. Qui segue per quattro anni i corsi dell’Istituto d’Arte per la Ceramica, ed inizia a conoscere ceramisti già affermati ed a partecipare a mostre  e concorsi. In breve tempo, arrivano le prime affermazioni ed i primi successi. Nel 1963 tiene una prima personale con il grès ad Atene, nella galleria “Architektoniki” e pubblica sui giornali greci vari articoli sulla ceramica.” Nel 1964 partecipa per la prima volta al Concorso Internazionale per la Ceramica d’Arte Contemporanea di Faenza e vince il secondo premio.
Nello stesso anno, tiene una personale al Palazzo Charlotteborg di Copenaghen. Nel 1968 si aggiudica il primo premio alla Biennale per la Ceramica di Vallauris dove due anni dopo vincerà un riconoscimento speciale. Sempre nel 1970, si aggiudica il primo premio alla Biennale per la Ceramica di Gubbio. Nel 1971 vince il Premio Faenza ed il Concorso Internazionale per la Ceramica di Gualdo Tadino. Nel 1972, espone alla Biennale d’Arte di Venezia e due anni dopo partecipa all’Esposizione della Ceramica Europea di Freisen (Colonia):
Nel 1970 era entrato in contatto con vari architetti svizzeri, iniziando un stretta collaborazione con Alberto Finzi di Lugano con cui realizza una serie di opere scultoree in ceramica, marmo, granito e bronzo per diversi edifici pubblici e di culto (come la cattedrale di Chiasso) e un grande rilievo in ceramica per un complesso scolastico a Massagno.
A Reinfeld, presso Basilea, realizza un grande rilievo in ceramica e un una chiesa del Lussemburgo, un grande fonte battesimale. Dal 1972 collabora come designer, per la ceramica Iris.
Sue opere sono conservate in diversi musei e collezioni private. Vive e lavora a Faenza. Da diverso tempo si è ritirato dalle attività espositive.